Η συλλογή του Χαράλαμπου Μαρκέτου είναι μια γλαφυρή απεικόνιση του ποιητικού του κόσμου, ενός κατεξοχήν λυρικού κόσμου στηριγμένος σε παραδοσιακές φόρμες με φρέσκια όμως φωνή.
Τους παράλληλους χάραξα εαρινής πορείας.
Στα μάτια που νοστάλγησα τους πρωτινούς καημούς.
Κι εσύ μ’ ένα χαμόγελο, σαν φως μιας ευκαιρίας,
ν’ αστράφτεις απ’ τα χείλη σου χαμένους πειρασμούς.
Στη πλώρη μου ζωγράφισα τα φτερωτά δελφίνια.
Με τ’ άσπρο των αισθήσεων, για ούριους καιρούς.
Την αγκαλιά σου θάλασσα. Και σ’ ερημιά γαλήνια,
μες στους βυθούς σου αφήνομαι σε οίστρους νοερούς.
Κι ανάβουνε τα πέλαγα, γαληνεμένοι κάμποι
Στων οριζόντων το αίθριο, ηλιόγερμα ζεστό.
Και των ματιών μου αλύτρωτα κι εκστατικά τα θάμπη,
Γυμνό πλάθουν το σώμα σου, το απέριττα κρουστό.
[Εικόνες]
Ο κύριος Μαρκέτος έχει ένα μοναδικό χάρισμα να ενώνει λέξεις, εικόνες, συναισθήματα και σκέψεις με μια αναδρομή σε χρόνους αλλοτινούς. Η απλότητα του ποιητικού του σκηνικού συμπαρασύρει τον αναγνώστη και τον αιχμαλωτίζει σε γνώριμες κι οικείες ποιητικές καταστάσεις. Επιστρέφει στις ρίζες του, στα γνώριμα του φυσικά τοπία εκεί που ο χρόνος όμως περνά κι είναι έτοιμος να σκονίσει με τη λησμοσύνη τις μνήμες του.
Τα πέλαγα, οι κάμποι, ο καυτός ήλιος με τα ηλιογέρματά του, οι καρτερικές αγκαλιές και το χάδι του έρωτα ταλανίζουν την ενότητα των «περιπλανήσεων» του ποιητή.
Το χάδι του έρωτα εμείς δεν το γνωρίσαμε.
Γλυκιά δεν έγειρε στο στήθος μας πνοή.
Και τις ατέλειωτες στιγμές ποτέ δεν ζήσαμε.
Αυτές που αλλάζουνε για πάντα στη ζωή…
[Της Μικρής Καρδιάς]
Οι εναλλαγές των συναισθημάτων συμφωνούν με αυτές των προσώπων. Κοντά στο «φιλόξενο» β’ ενικό έρχεται να προστεθεί το «άξενο» α’ πληθυντικό με τις χαμένες ελπίδες και διαψεύσεις.
Ιδανικά αξέχαστα κι όμως λησμονημένα
Κυκλωτικά συνθήματα. Μπαλάντες, ποιητές.
Ξεθωριασμένα σύμβολα, σε χείλη σφαλισμένα.
Κι εμείς μικροί και ασήμαντοι του κόσμου θεατές
[Χειροκροτητές]
Η βιωματική ποίηση του κυρίου Μαρκέτου μπορεί να δονείται από έναν άκρατο λυρισμό, δε παύει όμως να διαχέεται κι ένας διακριτικός κοινωνικός προβληματισμός. Ουσιαστικά μια αενάως επαναλαμβανόμενη τραγωδία της θνητότητας και της φθοράς, εμποτισμένη σαφώς με την ελληνική παράδοση σε ρυθμούς και ήχους, στο αιμοχαρές παιχνίδι της μνήμης με τη λήθη.
Ήρθες πάλι, μεσάνυχτα. Θεός έρωτας, νέος.
Σε δυο χείλη μισάνοιχτα. Και στου πάθους το δέος.
Κι απ’ το χθες όσα σκέφτηκα, σαν κεράκια λιωμένα.
Με τα φώτα τους ψεύτικα. Στα σκοτάδια χαμένα.
[Μεσάνυχτα]
Στα ποιήματα της συλλογής συναντάμε ακόμη μια μετασχηματιστική εισβολή του παρελθόντος στο παρόν με τρόπο που να συνιστά μαρτυρία! Στα σημεία έξαρσης της λυρικής μέθης, τα βιωματικά στοιχεία υποχωρούν και το φαινόμενο της ζωής αντιμετωπίζεται με θετικό πρόσημο.
…Να ‘χαμε χρώμα της καρδιάς να ζωγραφίσουμε
τα όνειρα που έχουνε χαθεί, ποιος ξέρει πότε.
Έτσι, μια νύχτα, μυστικά να ξαναζήσουμε
Ρομαντικοί και ονειροπόλοι, όπως τότε
[Στου παλιού σπιτιού τα χαλάσματα]
Στις ενότητες «Σαρκασμοί» και «Εκφράσεις» , σκιές ανησυχίας σκεπάζουν το οικείο περιβάλλον και τα λαμπερά χρώματα παύουν να ακτινοβολούν. Με στίχους όπως: «Σβήνω το σήμερα της αγωνίας»[Αντιστάσεις] ή «Και στης ψυχής τ’ άσπρο φύλλο λέξεις χαράζω μοναξιάς»[Στης ψυχής μου τ’ άσπρο φύλλο] πενθεί τα περασμένα, στέκεται εμβρόντητος στο καταιγιστικό παρόν και πιάνει μηνύματα από ένα δυσοίωνο μέλλον. Μαζί με την πρώτη ενότητα « Περιπλανήσεις» αποτελούν τις πιο μεστές στιγμές ποιητικής πληρότητας του βιβλίου.
Συνολικά στους στίχους των «Ποιητικών» του κυρίου Μαρκέτου συμπλέκονται και συνυπάρχουν πολλαπλές εικόνες, οπτικές και ακουστικές, που οδηγούν σε ένα ποιητικό μόρφωμα με κάποιο αισθητικό αποτέλεσμα. Οι ποιητικοί του «σταλακτίτες» είναι βαθιά στοχαστικοί και μέσα από έναν κομψό λόγο συνυφαίνονται διαψεύσεις, ελπίδες, προβληματισμοί κι όλα αυτά υπό το βάρος των ασφυκτικών συντεταγμένων του Χρόνου.