Ουγγαρέζα αριστοκράτισσα, διαβόητη για τους εκατοντάδες φόνους που διέπραξε από σαδιστική διαστροφή. Θρυλείται ότι σκότωνε νεαρά κορίτσια και με το αίμα τους λουζόταν για να κερδίσει την αιώνια νεότητα. Η «Ματωμένη Κόμισσα», όπως ονομάστηκε, είναι μία από τις πιο ονομαστές κατά συρροή δολοφόνους, με τη δική της περίοπτη θέση στα εγκληματολογικά χρονικά της ανθρωπότητας.
Η Ερζίμπετ (Ελισάβετ) Μπάτορι – Báthory Erzsébet στα ουγγρικά – γεννήθηκε στο Νιρμπάτορ της Ουγγαρίας, όπου το οικογενειακό κτήμα των Μπάτορι, στις 7 Αυγούστου 1560. Σπούδασε με ιδιωτικούς δασκάλους και έμαθε Λατινικά, Γερμανικά και Ελληνικά. Στα 12 της αρραβωνιάστηκε και στα 15 της παντρεύτηκε τον κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερό της κόμη Φέρεντς Νάντασντι και έλαβε το τίτλο της κόμισσας. Ήταν ένας γάμος που τις επιβλήθηκε, προκειμένου να συγγενέψουν δύο από τις ιστορικότερες οικογένειες της Ουγγαρίας.
Το νεαρό κορίτσι μετακόμισε στον πύργο των Νάντασντι και φρόντιζε τα του οίκου της όσο καιρό ο σύζυγός της ήταν απασχολημένος ως αρχηγός του Ουγγρικού στρατού στους πολέμους κατά των Οθωμανών Τούρκων. Μαζί του απέκτησε επτά παιδιά, προτού αυτός πεθάνει το 1604 σε ηλικία 48 ετών.
Λίγο πριν από τον θάνατό του άρχισαν να φουντώνουν οι φήμες για περίεργες εξαφανίσεις νεαρών κοριτσιών που εργάζονταν ή μαθήτευαν στο κάστρο των Νάντασντι. Ένας τοπικός ιερέας της Λουθηρανικής Εκκλησίας έκανε επίσημη καταγγελία στον βασιλιά των Αψβούργων Ματθία Β’, ο οποίος διέταξε να διερευνηθεί το περιστατικό. Η έρευνα με πλήρεις ανακριτικές αρμοδιότητες ανατέθηκε στον ούγγρο ευγενή Γκιόρκι Τούρζο. Αυτός μετέβη επί τόπου και συνέλεξε μαρτυρίες από 300 άτομα, τα οποία επιβεβαίωσαν την καταγγελία του ιερέα.
Στις 30 Δεκεμβρίου 1610, ο Τούρζο μετά από έρευνα στον πύργο των Νάντασντι και την ανεύρεση του πτώματος μιας κοπέλας, προχώρησε στη σύλληψη της κόμισσας και τεσσάρων υπηρετών της. Το σκάνδαλο ήταν μεγάλο για την ουγγρική αριστοκρατία, που κινδύνευε με αμαύρωση της φήμης της. Ο βασιλιάς έξω φρενών ζήτησε την παραδειγματική τιμωρία της Μπάτορι, αλλά ο ανακριτής του τον έπεισε ότι δεν ήταν προς το συμφέρον της αριστοκρατίας η καταδίκη της σε θάνατο και ζήτησε μια ήπια ποινή γι’ αυτή.
Η δίκη της «ματωμένης κόμισσας» και των συνεργών της άρχισε στις 2 Ιανουαρίου 1611 στο Ναγκίμπιτσε της Ουγγαρίας (σημερινό Μπίτσα Σλοβακίας). Πρόεδρος του 20μελούς δικαστηρίου ήταν ο βασιλικός δικαστής Τεοντόσιους Σιρμιένσις ντε Σούλο. Πολλοί από τους μάρτυρες που παρέλασαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσαν ότι η κόμισσα επέλεγε ή απήγαγε νεαρά κορίτσια, τα οποία καλοπλήρωνε ως υπηρετικό προσωπικό. Επίσης, πολλοί γονείς έστελναν με δική τους πρωτοβουλία τα κορίτσια τους στο κάστρο για να μάθουν καλούς τρόπους. Κάποιοι άλλοι μάρτυρες ανέφεραν σημεία και τέρατα στον πύργο των Νάντασντι. Η Μπάτορι και οι συνεργοί της κατά περίπτωση έδερναν τα νεαρά κορίτσια, τους έκαιγαν ή τους ακρωτηρίαζαν τα χέρια, τους ξέσκιζαν τις σάρκες ή τα άφηναν νηστικά να πεθάνουν από το δυνατό κρύο. Το δικαστήριο δεν μπόρεσε να εξακριβώσει τον ακριβή αριθμό των θυμάτων της Μπάτορι. Υπολογίστηκαν από 30 έως 200.
Μετά από λίγες ημέρες, το δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφασή του. Τρεις από τους συνεργούς της κόμισσας καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν αμέσως με συνοπτικές διαδικασίες, μία από τις συνεργούς της αθωώθηκε, ενώ η Ελισάβετ Μπάτορι τέθηκε σε περιορισμό εφ’ όρου ζωής στο κάστρο Τσάχτιτσε της Ουγγαρίας (η περιοχή ανήκει σήμερα στη Σλοβακία) και πέθανε από ασιτία στις 21 Αυγούστου του 1614.
Η υπόθεση Μπάτορι «γέννησε» θρύλους και παραδόσεις τα επόμενα χρόνια. Η πλέον διαδεδομένη και η πιο δημοφιλής ιστορία μέχρι σήμερα είναι ότι η Μπάτορι σκότωνε τα νεαρά κορίτσια και με το αίμα τους λουζόταν για να κερδίσει την αιώνια νεότητα. Η εκδοχή αυτή αμφισβητήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το ανακριτικό υλικό της υπόθεσης. Οι μελετητές δεν βρήκαν αναφορές για λουτρά με αίμα και έφθασαν στο συμπέρασμα ότι το κίνητρο των φόνων θα πρέπει να αναζητηθεί στα σαδιστικά ένστικτα της Μπάτορι και των συνενόχων της, που ενδέχεται και αυτοί να ήταν θύματά της.
Η ιστορία της «ματωμένης κόμισσας» αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλά συγκροτήματα του ευρωπαϊκού χέβι μέταλ. Οι Άγγλοι Cradle of Filth της αφιέρωσαν ένα ολόκληρο άλμπουμ με τίτλο «Cruelty and the Beast» (1998), ενώ οι Σουηδοί Bathory, πρωτεργάτες του death metal, την τίμησαν δεόντως. Τραγούδια γι’ αυτή έγραψαν μεταξύ άλλων οι Venom («Countess Bathory») και οι Tormentor («Elisabeth Bathory»).
Πηγή: sansimera.gr