Η αρχή της μυθιστορηματικής διαδρομής έγινε το 1894, όταν ο Θεμιστοκλής Βαράγκης άφησε το νησί του, την Άνδρο, αναζητώντας καλύτερη τύχη στην Αθήνα. Ήταν ένα από τα οκτώ παιδιά μιας φτωχής οικογένειας, που αποφάσισε να γίνει μαραγκός και φοίτησε στη Διπλάρειο Σχολή Επιπλοποιών.
Από την Άνδρο στα ανάκτορα και την υψηλή κοινωνία
Μαζί με τον φίλο του Δημήτρη Αθηναίο και άλλους δύο «εραστές του ξύλου» έστησαν το 1900 ένα πρότυπο εργαστήρι στη γωνία των οδών Πινακωτών και Σόλωνος. Τα έπιπλά τους ήταν εξαιρετικά και η φήμη τους δεν άργησε να φτάσει μέχρι τα Ανάκτορα, που επέλεξαν τους δύο συνεταίρους για να επιπλώσουν το Τατόι. Ήταν το καλύτερο διαβατήριο ώστε να ανοίξουν οι δουλειές, αφού όλη η υψηλή κοινωνία της Αθήνας παράγγελνε σε αυτούς τα έπιπλα για τις χειμερινές και θερινές κατοικίες τους.
Τα 60 τ.μ. του πρώτου εργαστηρίου δεν αρκούσαν πια και έτσι η εταιρεία μετακόμισε στην περιοχή του Βοτανικού, επί της οδού Λεωνιδίου, στο πρώτο της εργοστάσιο. Τα έπιπλα Βαράγκη ήταν πλέον κοινωνικό status και οι δύο γόνοι που ανέλαβαν μετά το 1920 τη δουλειά – ο Νικόλαος Αθηναίος και ο Δημήτρης Βαράγκης – είχαν σπουδάσει στο Παρίσι την τέχνη της επιπλοποιίας.
Η εταιρεία πήγαινε από το καλό στο καλύτερο. Τα έπιπλά της υπήρχαν σε όλα τα καλά σπίτια της Αθήνας, στη «Μεγάλη Βρεταννία», στο «King George», στο Θέατρο Ακροπόλ και στο μυθικό «Zonars».
Ο Πόλεμος και η Κατοχή ανέκοψαν την πορεία της προσωρινά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 άρχισε πάλι η ακμή της, με τον πατέρα του σημερινού ισχυρού άνδρα της εταιρείας, Θεμιστοκλή Βαράγκη, να αναλαμβάνει τα ηνία. Πρόκειται για τον άνθρωπο που τη γιγάντωσε με σταθερά βήματα, ήταν ανοιχτός σε νέες ιδέες και έφερε νέους πελάτες από την αστική τάξη που επιθυμούσαν να έχουν στα σπίτια τους έπιπλα «διά χειρός Βαράγκη».
Οι τιμές ήταν υψηλές αλλά όχι απαγορευτικές, οι πωλήσεις αυξάνονταν και καθώς οι δεκαετίες περνούσαν η εταιρεία Βαράγκης μεγάλωνε διαρκώς, τόσο που στις αρχές της δεκαετίας του ΄70s άνοιξε το πρώτο μαγαζί στο Παρίσι. Τίποτε τότε δεν φαινόταν ικανό να ανακόψει την ανοδική πορεία της οικογένειας, που πήγε το έπιπλο σε άλλη διάσταση.
Το Μαξίμου, τα Εμιράτα, η πτώχευση
Το 1975 η εταιρεία ανέλαβε να ανακαινίσει το Μέγαρο Μαξίμου, με το αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικό, με χειροποίητα κομμάτια που δένουν αρμονικά με τους χώρους. Μέχρι και τη δεκαετία του ’90 η Βαράγκης παίζει μόνη της, αφού τα εισαγόμενα έπιπλα έχουν υψηλότατους δασμούς και ο Θεμιστοκλής Βαράγκης – η τρίτη γενιά – κρατά πολύ καλά το τιμόνι της εταιρείας.
Το σπίτι του, μια λιτή κατοικία στα βόρεια προάστια, αποτελείται από έναν όροφο, αίθριο στο κέντρο και μεγάλες τζαμαρίες για να μπαίνει από παντού το φως. Η διακόσμηση δημιουργεί όμορφες αντιθέσεις, αφού ένα χειροποίητο χαλί του 1880 από την Ξάνθη συνυπάρχει αρμονικά με ένα τραπεζάκι που φτιάχτηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, μια μεταγενέστερη καρέκλα βιομηχανικού design και πίνακες του Καρρά και του Παυλόπουλου.
Ο ίδιος άλλωστε λάτρευε την αρμονία των αντιθέσεων και τη θάλασσα, αφού, όπως είχε πει σε φίλους, αν δεν ακολουθούσε τον δρόμο του επίπλου θα γινόταν καπετάνιος. Τα καλοκαίρια τού άρεσαν τα ταξίδια στα νησιά με το ιστιοπλοϊκό του, την «Ελενάρα», αποφεύγοντας την πολύβουη Μύκονο. Προτιμούσε μικρά νησάκια του Αιγαίου ή την Πάτμο, που αγαπούσε ιδιαίτερα, ενώ ήταν φειδωλός σε κοινωνικές προσκλήσεις που δεν τον εξέφραζαν.
Τα παιδιά του, η Λευκή και ο Δημήτρης, μπήκαν στην επιχείρηση, αλλά μόνο ο δεύτερος έμεινε, αφού η κόρη αποχώρησε μετά από λίγο καιρό. Με σπουδές Αρχιτεκτονικής, ο Δημήτρης Βαράγκης ανέλαβε τα ηνία του ομίλου όταν τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν. Είναι αυτός που δημιούργησε μαζί με την ομάδα του έπιπλα από άλλα υλικά, αφού, όπως είχε πει το 2011, «αν μέναμε στο ‘‘διά χειρός Βαράγκη’’ δεν θα υπήρχαμε σήμερα».
Πελάτες: οι μεγάλες πολυεθνικές στην Ελλάδα, αλλά και έργα – κρατικά και ιδιωτικά – στο Αμπού Ντάμπι, στο Κατάρ και το Ομάν, χώρες στις οποίες η εταιρεία διατηρεί γραφεία.
Η κρίση όμως αποδείχτηκε αμείλικτη, αφού από το 2008 μέχρι σήμερα οι πωλήσεις έπεσαν περίπου σε ποσοστό 80%, ενώ ο δανεισμός στις τράπεζες το 2016 ξεπέρασε τα 12 εκατ. ευρώ. Τα καταστήματα σε Κολωνάκι, λεωφόρο Βουλιαγμένης, Θεσσαλονίκη και Ιωάννινα είναι εδώ και καιρό παρελθόν, καθώς έχουν κλείσει. Ουσιαστικά η έδρα της εταιρείας είχε μεταφερθεί στο εργοστάσιο του Σχηματαρίου. Το σπίτι του Ανδρέα Μιαούλη, που είχε αγοράσει αθόρυβα ο πατέρας του, έχει πουληθεί εδώ και χρόνια και ο ίδιος προσπαθεί να κρατήσει όρθιο το ιστορικό brand.