Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του νεορομαντισμού και του αισθητισμού των αρχών του 20ου αιώνα στα λογοτεχνικά πορτρέτα του thelook.gr 

«Μια φορά κι έναν καιρό -ή καλύτερα, τη νύχτα προς τα ξημερώματα της 31ης Οκτωβρίου του 1888- στην Αθήνα, σε ένα σπίτι της πλατείας των Αγίων Θεοδώρων, είδε το φως ένα κατάξανθο παιδάκι…Το ίδιο πρωί που το αγοράκι είχε γεννηθεί η Αθήνα ξύπνησε κατάλευκη, σκεπασμένη μ’ ένα στρώμα χιόνι! Και θεωρήθηκε αυτό απ’ όλους, σαν εξαιρετικό καλό σημάδι…Πρώτος γόνος ενός γάμου από έρωτα, δέχτηκε όλη την αγάπη των δικών του…Κι εκείνο το κατάξανθο παιδάκι του μικρού αυτού παραμυθιού, μου λέγανε αργότερα πως έγινα εγώ» [από την αυτοβιογραφία του]

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ανήκει στην αθηναϊκή σχολή του νεορομαντισμού μαζί με τους Ρώμο Φιλύρα, Κώστα Ουράνη, Κώστα Καρυωτάκη, Τέλλο Άγρα και πολλούς άλλους, και μάλιστα κατέχει τον τίτλο του κατεξοχήν νεορομαντικού ποιητή. Είναι οι ποιητές που ακολουθούν την ρομαντική παράδοση της παλιάς αθηναϊκής σχολής αλλά με τις επιδράσεις του αισθητισμού και μάλιστα του αγγλικού αισθητισμού των Oscar Wilde και Edgar Allan Poe.

ΕΡΩΤΙΚΟ

Καημός αλήθεια, να περνώ του έρωτα, πάλι, το στενό,

ώσπου να πέσει σκοτεινιά, μια μέρα, του θανάτου,

στενό, βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό,

τι μου στοιχίζει, στην καρδιά, το ξαναπέρασμα του.

 

Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,

στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,

κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…

 

Ίσως, μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας, πάλι, στο βυθό,

Και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε πάλι, ταίρι,

αυτό τ’ ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,

σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!

Ως μοναδικός γόνος του αξιωματικού του Πυροβολικού και Υπουργού των Στρατιωτικών Λεωνίδα Λαπαθιώτη, πήρε εξαιρετική για την εποχή του μόρφωση. Στα 1905 εγγράφεται στην Νομική Σχολή Αθηνών θεωρώντας την ως «το μη χείρον άρα βέλτιστον». Στο περιοδικό «Νουμάς» δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα «Έκσταση» και «Το παράπονο του τραγουδιστή», συνεργάζεται επίσης με το περιοδικό «Παναθήναια». Δύο χρόνια μετά ιδρύει με άλλες 9 σημαντικές προσωπικότητες του τόπου (Βάρναλης, Φιλύρας, Λέανδρος Παλαμάς, Καρβούνης, Μήτσος Καλαμάς, Κουμαριανός, Γιώργος Πολίτης και Φώτος Πολίτης) το ποιητικό περιοδικό «Ηγησώ» όπου δημοσιεύει ποιήματα του. Το 1910 ξεσπά «το Σκάνδαλο της Ανεμώνης»  που πρωταγωνιστής του είναι ο ίδιος ο Λαπαθιώτης με το ποίημα του «Κι έπινα μέσα από τα χείλη σου»…

Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι

κι ήταν άσπρο το κρεβάτι

κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε

το γλυκό γλυκό σου μάτι

 

και τα χέρια σου πλεκόντουσαν

στο κορμί μου γύρω γύρω

κι έπινα μεσ’ από τα χείλη σου

γλυκιάν άχνα σαν το μύρο,

 

και σταλάζαν απ’ τα χείλια σου

γλυκά λόγια σαν τα μύρα,

κι ήταν άσπρο το κρεβάτι μας

κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…

 

Έτσι, αγάπη μου, σε χόρτασα

κι έτσι, τη γλυκάδα σου ήπια

μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα

στ’ άνομα τα καρδιοχτύπια,

 

κι απ’ το μέλι ποθοπλάνταζε

το κορμί σου και το μάτι

κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι

κι ήταν άσπρο το κρεββάτι.

…χαρακτηρίστηκε προκλητικό και ανήθικο από την συντηρητική Αθήνα των Ευαγγελικών και προκλήθηκαν βίαιες επιθέσεις εναντίον του, αφήνοντας τον όμως  εντελώς αδιάφορο. Αντίθετα ο εκκεντρικός μας ποιητής 4 χρόνια μετά το 1914 επιτίθεται με το «Μανιφέστο» του μέσα από τις σελίδες του «Νουμά» (περιοδικό της δημοτικής και γενικότερα της ριζοσπαστικής τομής στα ελληνικά γράμματα της εποχής) στους «ανθρωπάκους των γραμμάτων»

….Έχω μέσα μου αίμα ηρώων. Μην ακους όσα λένε οι μικροί. Είναι ανίδεοι από βίαιους παλμούς και ψηλά πετάγματα. Κοιτάνε πολύ προς τα Κείμενα και τα Καθιερωμένα… Εμείς όμως οι Τεχνίτες, οι Εμπνευσμένοι, τι ψηλά που στεκόμαστε, τι ευγενικά νοσταλγούμε, τι ηρωικά ποθούμε…σαλπίζουμε το εγερτήριο Σάλπισμα που συνταράζει τους Νεκρούς…Αηδιασμένος από το γύρω μου καθεστώς, φτύνοντας απάνω στην Ρωμαίικη Τέχνη καθώς την κατάντησαν οι ανθρωπάκοι των γραμμάτων, αποφασισμένος για τρανούς αγώνες, λυτρωμένος από τις ταπεινές ελπίδες των προλήψεων και των μικροσυμφερόντων, σήμερα για πρώτη φορά κρούω το πολεμόχαρο τραγούδι μου πλατύστομα και ειλικρινά…Να ρίξουμε ό,τι ξέρουμε για ψεύτικο  και για πλαστό, να σεβαστούμε μονάχα ό,τι στέκεται Ιερό και ό,τι καθοσιώσεν η Αγνή Έμπνευση. Σας περιμένω.

Τα επόμενα χρόνια του Α’ παγκοσμίου πολέμου ως ανθυπολοχαγός διερμηνέας στο Επιτελείο πηγαίνει στην Αίγυπτο και γνωρίζεται με τον Καβάφη, κατόπιν επιστρέφει στην Αθήνα. Η υπόλοιπη ζωή του μοιράζεται ανάμεσα στην ποίηση και στις νυχτερινές περιπλανήσεις του (οι φίλοι του τον αποκαλούσαν νυχτερίδα). Ο θάνατος της μητέρας του, που λάτρευε, το 1937 και του πατέρα του το ’41 σε συνδυασμό με την οικονομική κατάρρευση λόγω του πολέμου και της γερμανικής κατοχής οδηγούν τον Λαπαθιώτη στο άδοξο τέλος. Ήδη όμως έχει προηγηθεί η σωματική του εξασθένιση από τις νυχτερινές εξόδους και τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Στις 8 Ιανουαρίου του 1944 αυτοκτονεί και περνά στον κύκλο των «Καταραμένων Ποιητών»

Το μόνο βιβλίο που εξέδωσε είναι μια εκλογή από τον ίδιο 50 ποιημάτων του με τον τίτλο «Ποιήματα» από τις εκδόσεις Πυρσός το 1939. Το σύνολο των ποιημάτων του κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Φέξη και τον στενό του φίλο Άρη Δικταίο το 1964. Μάλιστα ο Δικταίος είναι αυτός που χωρίζει το ποιητικό του έργο σε δύο περιόδους: 1)1905-1919, ποιήματα σε ένα τόνο καθαρά ερωτικό Ουαλδικό. Σε αυτά υπάρχει η μουσικότητα του συμβολισμού αλλά ο Λαπαθιώτης υιοθετεί ρυθμούς ελληνικούς και ο έρωτας δίνεται με ένταση που δονεί…

Langueur  d’ amour

Αχ να φιλούσα τα δυό σου χείλη,

τα πορφυρά σου χείλη, τόσο,

τόσο τρελά και τόσο αχόρταγα,

που από τα φιλιά να τα ματώσω…

 

Να τα ματώσω τα δυο χείλη σου!

Τα χέρια να σου πλέξω γύρω

Και μες στα βάθη τα ολοσκότεινα

Των μαύρων ίσκιων να σε σύρω…

 

Και να μου λες: «Μη τα χειλάκια μου!

Μην τα ματώνεις, τι σου φταίνε;

Αχ, μου πόνεσαν τα χειλάκια μου!

Σώνει, γλυκέ μου αγαπημένε!…»

 

Και να περνάνε τα μεσάνυχτα,

οι αυγούλες, οι βραδιές, οι χρόνοι,

και να σου λέω: «Ακόμα αγάπη μου,

ακόμα, αγάπη μου…Δε σώνει!»

2) 1920 ως το τέλος, ποιήματα που κυριαρχεί ο μελαγχολικός τόνος που φτάνει στην απελπισία και στη διάψευση. Η κριτική βλέπει αυτή την περίοδο ως περίοδο ωριμότητας του ποιητή με λεπτοδουλεμένους στίχους και στυλιζαρισμένα ποιήματα.

ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟΣ

Είμαι μόνος. Βραδιάζει. Τι να κάνω…

Τα χέρια μου είναι τόσο απελπισμένα!

Τα χέρια μου είναι τόσο κουρασμένα!

Τ’ αφήνω να γλιστρούν, αργά, στο πιάνο…

 

Παίζω στην τύχη, κάτι αγαπημένο,

Κάτι παλιό, και γνώριμο, και πλάνο…

Και πάλι σταματώ. Δεν επιμένω.

Θα προτιμούσα, μάλλον να πεθάνω…

Ο Λαπαθιώτης ποιητής των χαμηλών τόνων όπως τον προσφωνεί ο Λίνος Πολίτης, είχε μια πολυτάραχη ζωή που οφείλονταν σε αυτή την πολύπλευρη προσωπικότητα του. Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από τη δεκαετία του ’60  και συνεχίζει ακόμη μέχρι και σήμερα να απασχολεί τους μουσικούς του καιρού μας .

«…ποτέ, σε καμιά στιγμή της ζωής μου, δε θεώρησα ελάττωμα, την υλικήν αποστροφή μου στη γυναίκα, και την έλξη μου από το ίδιο μου το φύλο…», αυτά έγραφε σε κάποια σημείωση του το 1930 ο νεορομαντικός ποιητής Λαπαθιώτης, ο γνωστός δανδής της αθηναϊκής κοινωνίας του καιρού του και ποιητής με αρκετή επιρροή στις επόμενες ποιητικές γενιές ειδικά από το 1980 και μετά.