Σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της Αθήνας, στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Όλγας και Αμαλίας, θα τοποθετηθεί τελικά το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ οι εργασίες βρίσκονται στην τελική ευθεία και ήδη έχει τοποθετηθεί και το βάθρο.
Το άγαλμα που επιλέχθηκε είναι αυτό του αποθανόντος γλύπτη Γιάννη Παππά. Έργα του κοσμούν άλλα σημεία των Αθηνών (όπως τα αγάλματα του Βενιζέλου και του Τρικούπη στη Βουλή, το Άγαλμα της Μητέρας στην πλατεία Κοραή στον Πειραιά, το επιβλητικό άγαλμα του Βενιζέλου στο πάρκο δίπλα από την αμερικάνικη πρεσβεία).
Ο Γιάννης Παππάς φιλοτεχνούσε το συγκεκριμένο άγαλμα επί 32 χρόνια, όμως τελικά δεν πρόλαβε να δει το όραμά του να παίρνει σάρκα και οστά. Όπως γράφαμε, οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και οι στενόμυαλες αντιδράσεις προκάλεσαν μια απίστευτη πολυετή κωλυσιεργία, με αποτέλεσμα αυτό να παραμένει μουσειακό έκθεμα στο εργαστήριο του αποθανόντος από το 2005 δημιουργού.
Διαβάστε αναλυτικά την ιστορία του:
Ο Γιάννης Παππάς άρχισε να μελετά το θέμα από το 1941 όταν ήταν 28 ετών, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, πεζή, από την γραμμή των πρόσω στο Μέτωπο. Η συγκεκριμένη εργασία του προσέφερε αμοιβή πνευματικής διεξόδου από την ατμόσφαιρα της Κατοχής. Από τότε χρονολογούνται οι πρώτες μελέτες και η απαρχή της έρευνας γύρω απ’ το έφιππο. Για τον Παππά, “έρευνα” σήμαινε μία μακρόχρονη και συστηματική προσέγγιση του θέματος: για τη μορφή του αλόγου έγιναν σπουδές της τυπολογίας, του σκελετού και του μυϊκού συστήματος, μελέτες από την αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση, τους Animalier, τα σπουδαία έφιππα γλυπτά της Ευρώπης, ζωγραφικά και σχεδιαστικά έργα.
Πραγματοποιήθηκαν επίμονες επισκέψεις σε ιπποφορβεία, σε ιππικούς ομίλους και στον ιππόδρομο. Εξετάστηκαν το μικρό Αττικό άλογο απ’ τα ανάγλυφα και τον Παρθενώνα, το μεγάλο Θεσσαλικό, το μεγάλο πεδινό πόνι της Βορείου Ελλάδος, το Αγγλικό περιπάτου, το ιππικής δεξιοτεχνίας, το κούρσας. Κανένα από τα γνωστά καθαρόαιμα δεν επελέγη, διότι αφενός θεωρήθηκαν ράτσες εξευγενισμένες που δεν συνήδαν με τον Βουκεφάλα, αφετέρου πολυδουλεμένες στην Τέχνη. Τελικά χρησιμοποιήθηκε ιδιόρρυθμο άλογο που βρέθηκε στον τότε Ελληνικό Ιππικό Όμιλο Παράδεισου Αμαρουσίου. Είχε αρμόζοντα χαρακτηριστικά και αρμονικό μέγεθος για αναβάτη ύψους 1,67 μέτρων: ο «Αργεντίνος», ήρεμος και ήμερος, ήταν πολύτιμος συνεργάτης κατά τη διάρκεια των πολύωρων μελετών εκ του φυσικού με αναβάτη.
Για τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναζητήθηκαν τα αρχαία τεκμήρια, με ταξίδια στα απανταχού μουσεία όπου βρίσκονταν τα γνωστά αρχαία κεφάλια του, κατασκευή καλουπιών των πρωτοτύπων, μελέτες και χυτεύσεις. Η κεφαλή που, κατά τον γλύπτη, θεωρήθηκε πιο κοντά στο πνεύμα του Αλεξάνδρου, ήταν η της Περγάμου που αποδίδεται στον Λύσιππο και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Μετά από εκατοντάδες σχέδια και πληθώρα γλυπτικών σκίτσων, προσδιορίστηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά της σύνθεσης και προχώρησαν οι έρευνες για τη στολή του αναβάτη.
Ο Παππάς ταξίδεψε, με τον ενδυματολόγο του Εθνικού Θεάτρου Αντώνη Φωκά, στο Μουσείο της Νάπολης, με σκοπό να μελετήσουν το εκεί φυλασσόμενο πρωτότυπο ψηφιδωτό της Μάχης της Ισσού από την οικία του Φαύνου στη Πομπηία. Ο Φωκάς έφτιαξε το ένδυμα στο εργαστήρι του Εθνικού Θεάτρου κι αυτό χρησιμοποιήθηκε στο μοντέλο. Εν τω μεταξύ προκηρύχτηκε ο διαγωνισμός για τον έφιππο ανδριάντα της Θεσσαλονίκης στον οποίο συμμετείχε με δύο υπερμεγέθεις μελέτες, μία της κεφαλής του Βουκεφάλα και μία της κεφαλής του Αλεξάνδρου. Η περί ου ο λόγος κεφαλή του Αλεξάνδρου είναι πλέον τοποθετημένη, από το 2003, στον προαύλιο χώρο της κεντρικής εισόδου της Νέας Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Αν και δεν κέρδισε τον διαγωνισμό, ξεκίνησε, πάλι αυστηρά για λογαριασμό του, την κατασκευή του τελικού προπλάσματος στον γύψο. Η τελική μορφή της σύνθεσης ήταν πολύ κοντά σε αυτή της πρώτης μελέτης του ’41 με το Μέγα Αλέξανδρο νεότατο –σχεδόν έφηβο- χωρίς να κρατά όπλα, οραματιστή και όχι πολέμαρχο. Βοηθοί και συνεργάτες του στην περιπέτεια, ήταν οι μαθητές του και μετέπειτα καθηγητές της ΑΣΚΤ γλύπτες Θόδωρος Βασιλόπουλος και Θόδωρος Παπαγιάννης. Για μοντέλο πόζαρε ο μαθητής του, γλύπτης Κώστας Οικονόμου. Μετά από 32 χρόνια συστηματικής εργασίας, το έργο ολοκληρώθηκε στον μπρούτζο το 1973 κι έμεινε στην κατοχή του, στο εργαστήριό του.
Τη χύτευση είχε αναλάβει το χυτήριο των Θόδωρου και Ηλία Παπαδόπουλου. Επρόκειτο για τολμηρό εγχείρημα καθότι ήταν το πρώτο, μεγάλο σε διαστάσεις, γλυπτό που χυτεύθηκε στην Ελλάδα – τα μέχρι τότε μεγάλου μεγέθους έργα, φτιανόντουσαν σε υλικό αποκλειστικά στο εξωτερικό λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας και εξοπλισμού. Το 1992 εξετέθη για πρώτη φορά δημοσίως στην Εθνική Πινακοθήκη κατά τη διάρκεια της αναδρομικής του έκθεσης, την οποία μελέτησε και επιμελήθηκε ο αρχιτέκτων Παντελής Νικολακόπουλος με βοηθό την επίσης αρχιτέκτονα, σκηνογράφο και μετέπειτα καθηγήτρια της ΑΣΚΤ, Λίλη Πεζανού.
Το 1993 αγοράστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, επί υπουργίας Ντ. Μπακογιάννη, και στη συνέχεια παραχωρήθηκε ως δωρεά στον Δήμο Αθηναίων. Έκτοτε άρχισαν οι ταλαιπωρίες περί της δημόσιας τοποθέτησης του έργου, οι οποίες καταπόνησαν τον Γιάννη Παππά κυριολεκτικά μέχρι και την ημέρα του θανάτου του, την 17η Ιανουαρίου του 2005. Σήμερα, γίνεται μια ύστατη προσπάθεια τοποθέτησης σε συνεργασία με την παρούσα αρχή του Δήμου. Έχουν περάσει 43 χρόνια από τότε που ο γλύπτης ολοκλήρωσε το έργο, 23 χρόνια που ανήκει στο Κράτος και 11 χρόνια από τον θάνατό του.
Το γλυπτό έχει μήκος 3,8 και ύψος 3,45 μέτρα. Βρίσκεται εκτεθειμένο στον κήπο του εργαστηρίου του στον Δήμο Ζωγράφου. Άπαν το έργο του Γιάννη Παππά που του ανήκε, ο εκθεσιακός χώρος, το εργαστήριο και ο κήπος του, δωρήθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη και είναι επισκέψιμα από το κοινό.