Καλοκαίρι του ’12. Η ζέστη αφόρητη. Εγώ τεταρτοετής φοιτητής στην Ιταλία, κάπου ανάμεσα σε ογκώδη βιβλία και σημειώσεις για τις επερχόμενες εξετάσεις (Facoltà di Farmacia all’ Università di Bologna), περνούσα τα απογεύματα απέναντι από τον ανεμιστήρα, γραντζουνώντας την κιθάρα και σκαρώνοντας στίχους, με στόχο την ολοκλήρωση του υλικού για το επερχόμενο τότε «Έχουμε υποχρέωση».
Περίοδος υπαρκτώς σουρεαλιστική, θυμάμαι. Η οικονομική κρίση στο ξεκίνημά της, η υπαρξιακή κρίση στο απόγειό της και εγώ εν μέσω απογοήτευσης, οργής και ενίοτε (αυτο)σαρκασμού, διαπίστωνα την απάθεια του μεγαλύτερου μέρους της νεοελληνικής κοινωνίας, και ιδίως «της γενιάς μου», απέναντι σε όλα τα «όμορφα» που συνέβαιναν εκείνα τα χρόνια. Μνημόνια, τροϊκανή κατοχή, καθημερινές πολιτικές προδοσίες, κοινωνική και πολιτισμική αποσύνθεση, αισθητική και ηθική πτώχευση. Για Δημοκρατία φυσικά ούτε λόγος. Και κάπου στο βάθος του ορίζοντα, στην οθόνη του δικού μας μέλλοντος, παγωμάρα και μοναξιά.
Σκέφτηκα, λοιπόν, πως θα ‘χει ενδιαφέρον να γράψω ένα τραγούδι που θα καυτηριάζει τα «δοξασμένα μεγαλεία» της Μεταπολίτευσης, αυτής της τόσο καταχραστικής πλαστικής ευμάρειας τεσσάρων σχεδόν δεκαετιών, με όρους σάτιρας αλλά και γενναίας, ιντριγκαδόρικης (αυτο)κριτικής.
Κάπως έτσι, λοιπόν, προέκυψαν οι στίχοι του τραγουδιού «Μια δικιά μας ιστορία», παρόλο που ο αρχικός του τίτλος ήταν «Μικροαστός Μαλάκας» (για ευνόητους, όπως καταλαβαίνετε, λόγους).
Όπως συνήθιζα τότε με αρκετά από τα τραγούδια μου, το επόμενο πρωί ξανακοιτάζοντας τους στίχους γέλασα και σκέφτηκα πως ακόμα ένα -αδίκως- τσαλακωμένο χαρτί ετοιμάζεται για το «ύστατο χαίρε» στον δρόμο προς τα σκουπίδια.
Μάλλον πρέπει να ήταν η συνειδητοποίηση της ματαιότητας της όποιας προκαθορισμένης δημιουργικής πράξης που με έκανε να αντιδρώ έτσι.
Πέρασε αρκετός καιρός για να καταλάβω πως δεν υπάρχει σπουδαιότερη καλλιτεχνική κατάθεση, από την ανεπιτήδευτη καταγραφή στιγμών που το μυαλό και η ψυχή συντονίζονται σε έναν ασυγκράτητο, υπερβατικό χορό πηγαίων σκέψεων και συναισθημάτων.
Αυτός υπήρξε και ο λόγος που το τραγούδι δε συμπεριλήφθηκε στο «Έχουμε υποχρέωση» του ’14, όπως χρονολογικά θα περίμενε κανείς, αλλά τρύπωσε μόλις πέρσι στο «Ψάξ’ το βαθιά» του ’19. Δεν είμαι σίγουρος αν έπραξα σωστά. Είμαι όμως σίγουρος πως σε τέτοιες περιπτώσεις κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Κλείνοντας, αυτό που εύχομαι από καρδιάς είναι στο μέλλον οι άνθρωποι ακούγοντας αυτό το τραγούδι, να γελάνε -εξίσου τρανταχτά με μένα εκείνο το ζεστό καλοκαίρι του ’12- με τα «καμώματα» των προγόνων τους και σε καμία περίπτωση να ταυτίζονται με αυτά. Αν και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, έτσι όπως το πάμε, το δεύτερο μού φαντάζει πιο πιθανό…
«…κι όσο το μέλλον αφορά μη με ρωτάτε τι θα φέρει
μόνο προσέξτε την επόμενη φορά ποιου θα φιλήσετε το χέρι…»
Καλή ακρόαση!
Γιώργος Μάρτος