Την θυμάμαι αχνά σαν όνειρο, μια κυρία με ταγέρ σφικτό στη μέση. Ερχόταν να ρωτήσει για την πρόοδο του θετού της παιδιού, που τον είχε μαθητή η μητέρα μου στο Δημοτικό. Πολύ αργότερα, όταν μεγάλωσα μου μίλησε γι’ αυτήν και την καριέρα της που μεσουρανούσε στην επιθεώρηση της δεκαετίας του ΄60 αλλά και την ευγενική της ψυχή και καλοσύνη.
Η Σπεράντζα Βρανά που το πραγματικό της όνομα ήταν Ελπίδα Χωματιανού, επειδή δεν είχε οικογένεια, ήθελε να δώσει χαρά σε ένα παιδί και να το υιοθετήσει.
Πράγμα που έγινε στα 32 του γιατί αν και η ίδια προσπάθησε να τον υιοθετήσει νωρίτερα, δεν γινόταν λόγω της μικρής τότε ηλικίας, λόγω περιουσιακών της στοιχείων και λόγω επαγγέλματος, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο Νίκος Χωματιανός σε μια συνέντευξη για την θετή του μητέρα, της οποίας πήρε και το επίθετο.
Πληθωρική παρουσία χορτασμένη από τη ζωή, μα ντόμπρα και αυθεντική έζησε έντονη ζωή, γνώρισε την αγάπη του κόσμου και το χειροκρότημα, αλλά και τον έρωτα και τον πόνο.
«Είμαι ισορροπημένο άτομο, γιατί γύρισα, ταξίδεψα, δούλεψα, αγαπήθηκα, ερωτεύθηκα και γαμήθηκα καλά τον καιρό που έπρεπε. Χόρτασα τις ηδονές κι έτσι δεν έχω απωθημένα. Είμαι «πλήρης ημερών» από σεξ. Είμαι επίσης γεμάτη από χειροκρότημα για τη δουλειά μου. Τι άλλο να ζητήσω;»
είχε πει σε μια συνέντευξη που έδωσε το 2006 στον Θοδωρή Αντωνόπουλο.
Η Ελπίδα Χωματιανού γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1928 από μια ευκατάστατη οικογένεια. Οι γονείς της μετακόμισαν στην Αθήνα, αλλά λίγο καιρό αργότερα χώρισαν. Σε ηλικία 7 ετών, χάνει τον πατέρα της και ζει πλέον με την μητέρα της στο Παγκράτι.
Μικρό κορίτσι ακόμα, έρχεται η κατοχή και θυμάται την πείνα που πέρασαν με τη μητέρα της, μέσα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Τολμώ»
«Ήταν χειμώνας του 40-41. Τι εποχή, Θεέ μου! Πόλεμος, συσκότιση, βόμβες, πείνα! Το ψωμί είχε γίνει 30 δράμια το άτομο, κι αυτό μπομπότα.
Θυμάμαι που σηκωνόμουνα στις 3 τη νύχτα και πήγαινα στην ουρά, περίμενα μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, κι όταν έπαιρνα τις δυο μερίδες, ώσπου να βγω απ’ τον φούρνο είχα φάει την μερίδα μου, και το υπόλοιπο το ‘κρυβα κάτω από την ποδιά μου, μη μου το κλέψουνε ώσπου να πάω σπίτι μου να το δώσω της μαμάς μου.
-Φάτο παιδί μου κι αυτό, μου ‘λεγε κοιτάζοντάς με καλά – καλά.
Δεν ξέχασα ποτέ στη ζωή μου εκείνο το βλέμμα της.
-Φάτο κι αυτό.
Κι εκείνη; Τίποτα. Δεν έτρωγε τίποτα, για να το φάω εγώ. Κι εγώ το ‘τρωγα πεινασμένη καθώς ήμουνα, χωρίς να καταλαβαίνω ότι κι εκείνη πεινούσε, αλλά το ‘κανε για μένα. Ήμουνα εγωίστρια; Ήμουνα άπονη; Ήμουνα ανόητη; Μα αφού την αγαπούσα! Μπα, απλώς πεινούσα.»
Αργότερα, στα 14, χάνει και την μητέρα της και αναγκάζεται να επιστρέψει στο Μεσολόγγι, για να μείνει με συγγενείς της. Τελειώνει το γυμνάσιο με δυσκολίες και έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το θέατρο και την υποκριτική στα 15 της.
Ενθουσιάζεται με τα περιπλανώμενα μπουλούκια και ακολουθεί εκείνο του Ρολάνδου Χρέλια, που εμφανιζόταν στην περιοχή του Αιτωλικού, για να μπορέσει να επιστρέψει πάλι στην Αθήνα.
Στα μπουλούκια εκπαιδεύτηκε σε όλα τα θεατρικά είδη, πρόζα, μουσική, κωμωδία, οπερέτα και τότε αλλάζει το όνομά της σε Σπεράντζα Βρανά.
Πριν κλείσει τα 20 της, κάνει τον πρώτο της γάμο με έναν Έλληνα από την Αίγυπτο, αλλά χωρίζει μετά από 24 ημέρες και επιστρέφει στην Ελλάδα, περιδιαβαίνοντας την χώρα με τα μπουλούκια.
Βγήκε στο θέατρο το 1948 και από την πρώτη στιγμή το κορίτσι των 16 χρόνων, κέρδισε το κοινό με την πρώτη της ατάκα.
Τότε ήταν που άρχισε να συνειδητοποιεί πόσο άρεσε στους άντρες, και το περιγράφει με τη χαρακτηριστική ελευθεροστομία της:
«Τότε για πρώτη φορά άρχισα να συνειδητοποιώ το πόσο άρεσα σαν γυναίκα! Άρχισαν να με τριγυρίζουν οι «αδερφές» και να μου φέρνουν τα τεκνά τους για να με γνωρίσουν, γιατί αυτά τους το ζητούσαν!
Είχα γίνει η ρενομέ γκόμενα του θεάτρου, οι άντρες, ιδίως οι νεαροί, τρελαινόντουσαν για μένα κι η μαλακία έπεφτε λεφούσι για πάρτη μου!
Ναι, μη γελάς. Αφού ο Μπουρνέλης με έλεγε: «Μις Μαλακία», κι η κυρά Σταμάτα, η καθαρίστρια του «Ακροπόλ», μάζευε σωρό τις καπότες κάθε πρωί από τις τουαλέτες!
Υπήρχε βέβαια και μια μικρή μερίδα αντρών που δεν ήμουνα ο τύπος τους, ήσαν αυτοί που τους άρεσε η πολύ φίνα γυναίκα χωρίς πιασίματα, που εγώ τα είχα μπόλικα, εδώ που τα λέμε!»
Η ερωτική της ζωή ήταν έντονη και ποικίλη. Σε ερώτηση που της έγινε κάποια στιγμή στο Lifo αν έιχε πάει και με γυναίκες απάντησε χαρακτηριστικά:
«Αρκετές είχαν τσιμπηθεί μαζί μου. Σε κάποιες περιπτώσεις ενέδωσα. Φυλάγω μάλιστα κάποια ερωτικά γράμματα από γυναίκες, σκέτα ποιήματα! Μία τους είναι επώνυμη… Δεν ήταν όμως κάτι που με συνέπαιρνε. Είμαι, βλέπεις, φανατική θιασώτης του αντρικού οργάνου – μαμά μου! Υπάρχει ωραιότερο πράγμα;»
Το 1959, η Σπεράντζα Βρανά γνώρισε τον Κώστα Βουτσά στα παρασκήνια του θεάτρου «Ακροπόλ». Η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε θυελλώδη σχέση γεμάτη ζήλιες, απιστίες, καβγάδες, χωρισμούς και επανασυνδέσεις. Εκείνη, δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του από την αρχή.
Όπως είχε παραδεχτεί και η ίδια στη βιογραφία της, σύναψε σχέση μαζί του με στόχο να εκδικηθεί την Στέλλα Στρατηγού, την επίσημη σχέση του Κώστα Βουτσά, επειδή είχε υποψίες ότι φλέρταρε τον πρώην της…
Το 1961 αρραβωνιάστηκαν, όμως η επισφράγιση αυτής της σχέσης τους δεν ήταν αρκετή για να σταματήσουν οι τσακωμοί. Ο Βουτσάς έλαβε ανώνυμο γράμμα που έλεγε ότι η Σπεράντζα τον απατάει. Η εμπιστοσύνη του κλονίστηκε ακόμα περισσότερο.
Κάποια μέρα, η Βρανά τον επισκέφθηκε στο θέατρο «Βέμπο» όπου έπαιζε και είδε την Άννα Μαντζουράνη να κάθεται στα πόδια του. Για να τον εκδικηθεί βγήκε με κάποιον άλλο ραντεβού…
«Ναι τέτοιος κωλοχαρακτήρας ήμουν, όσο μου ήταν εντάξει ο Κώστας του καθόμουνα και εγώ εντάξει, μόλις έκανε ότι μου κουνιόταν, αμέσως πήγαινα με τον πρώτο που έβρισκα μπροστά μου και τον κεράτωνα, από αντίδραση».
Αργότερα, ο Βουτσάς της ζήτησε να παντρευτούν αλλά ήθελε την γυναίκα σπίτι να φροντίζει το νοικοκυριό, οπότε έπρεπε να αφήσει το θέατρο.
Πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει οπότε η σχέση τους που διήρκεσε 4,5 χρόνια, τελείωσε οριστικά. Λίγο αργότερα, το 1965 η Βρανά δέχτηκε το προσκλητήριο του γάμου του Βουτσά με την Έρρικα Μπρόγιερ, όμως δεν του κράτησε κακία. Οι σχέσεις τους έφτιαξαν με τα χρόνια.
Η Σπεράντζα είχε βρει πια τον μεγάλο και τελευταίο έρωτά της, τον τραγουδιστή Παύλο Πατάκα, τον οποίο και παντρεύεται το 1966. Έζησαν μαζί 40 χρόνια μέχρι τον θάνατο του.
Την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση πραγματοποίησε το 1948 στο θέατρο «Μετροπόλιταν» της Αθήνας στην επιθεώρηση των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι, Άνθρωποι». Τότε πρωτοτραγούδησε το «Τραμ το τελευταίο», τραγούδι που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της.
Ο επιθεωρησιακός τύπος της «σέξι μάγκισσας» ήταν το μεγάλο της σουξέ. Με το ανεπανάληπτο μπρίο της ερμήνευσε μερικά από τα πιο γνωστά επιθεωρησιακά τραγούδια («Μάμπο το μπραζιλέρο», «Δώσε», «Η Βαλίτσα»).
Συνεργάστηκε με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής, ενώ υπήρξε και η ίδια θιασάρχις. Το 1985 πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά το θεατρικό σανίδι και τη μεγάλη της αγάπη, την επιθεώρηση.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε στην κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου «Έλα στο θείο…», παραγωγής «Φίνος Φιλμ», δίπλα στο Νίκο Σταυρίδη.
Έπαιξε σε δεκάδες ταινίες, με πιο γνωστή τη συμμετοχή της στη σπονδυλωτή κομεντί του Γιώργου Τζαβέλλα «Κάλπικη Λίρα», όπου υποδυόταν μία γυναίκα ελευθέρων ηθών δίπλα στον «αόμματο» Μίμη Φωτόπουλο.
Η τελευταία της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν 1999, στην κωμωδία «Safe Sex» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου.
«Αχ εμείς οι θεατρίνοι, τι ανόητοι αισθηματίες που είμαστε! Ναι… παίρνουμε πολύ περισσότερα απ’ όσα μας δίνει το κοινό, που εκείνη τη στιγμή που μας αποθεώνει, εμείς νομίζουμε ότι το… κατακτήσαμε, ότι είναι δικό μας, και μόνο ΔΙΚΟ ΜΑΣ.
Όμως το ίδιο το κοινό, ύστερα από λίγο, ή μπορεί την άλλη μέρα, με τον ίδιο ενθουσιασμό θα αποθεώσει κάποιον άλλο, και μετά κάποια άλλη, κι ύστερα άλλον, κι άλλον.
Το κοινό που μας πλανεύει με το έξαλλο χειροκρότημά του, με τα μπράβο του και τα ζήτω του, και μας κάνει και τρελαινόμαστε και γινόμαστε σκλάβοι του, και τελικά εκείνο μας κατακτά, κι όχι εμείς εκείνο…
Ε, λοιπόν, δεν υπάρχει μεγαλύτερη… πουτάνα απ’ το κοινό!»
Η πτώση όμως ήρθε το 1981 με ένα τροχαίο ατύχημα που για πολύ καιρό την άφησε σχεδόν κατάκοιτη. Η αφοσίωση όμως και η αγάπη του Παύλου αλλά και η ψυχική της δύναμη την έκαναν να σηκωθεί, έστω και με πατερίτσες. Αφού δεν θα μπορούσε να ξανανέβει στο σανίδι, έπεσε στα βιβλία.
Το 1981 κυκλοφορεί το «Τολμώ» (1981), ένα βιβλίο για τα πρώτα χρόνια της ζωής της, με λόγο απλό, αληθινό και χειμαρρώδη.
Ακολούθησαν και άλλα βιβλία: «Τα μπουλούκια, το θέατρο και εγώ» (1982), «Τίμιο μπορντέλο» (1983), «Επιθεώρηση καψούρα μου» (1985), «Πώς πάχυνα κάνοντας δίαιτα» (1996), «Ποιος θα μου πει την αλήθεια;» (1997), «Απορίες» (1999), «Ο Οργασμός του Μπράβο» (2001), «Η Γοητεία της πόρνης» (2003), «Τρούμπα» (2003), «Πιπεράτα αυθεντικά», «Ελα καλέ, Τώραααα» (2005) και «Ο επιβήτορας» (2007).
Αυτή ήταν η Σπεράντζα Βρανά που το όνομά της γράφτηκε με χρυσά γράμματα στο χώρο του θεάτρου και του σινεμά. Υπήρξε εκρηκτική, ταλαντούχα, μοναδική και σαρωτική. Ο Το ορφανό κορίτσι που εξελίχθηκε σε μία λαμπερή πρωταγωνίστρια και άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της, στη θεατρική σκηνή και στη μεγάλη οθόνη…
Η Σπεράντζα Βρανά πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου 2009 από ανακοπή καρδιάς.