«Όταν η Φόνισσα συνάντησε τη Μήδεια» μια παράσταση που παίζεται ακόμα στο «Μικρό Broadway» βγαλμένη από την αρχαία τραγωδία όπου ο Γιώργος Χριστοδούλου μέσα σε μια ρωγμή του χρόνου φέρνει αντιμέτωπες δυο τραγικές γυναικείες φιγούρες, την παιδοκτόνο Μήδεια του Ευριπίδη και την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη.
Κριτική/Παρουσίαση – Photos: Γιάννης Ζαμπατής
Από την μια είναι η Μήδεια, η κόρη της Εκάτης, που μεγάλωσε στα παλάτια της Κολχίδας και μυήθηκε στα μαγικά βοτάνια. Αυτή που δεν διστάζει να για χάρη του έρωτά της να κάμει έγκλημα τελετουργικό διαμελίζοντας τον αδελφό της ώστε να καθυστερήσει την δίωξη του Ιάσωνα από τον πατέρα της τον Αιήτη και να φέρει το Χρυσόμαλλο Δέρας στην Ελλάδα.
Να γίνει βασίλισσα και να αποκτήσει παιδιά μαζί του. Όμως καμιά εξουσία δεν είναι τόσο δυνατή όταν η νιότη περνάει και αφήνει πάνω σου σημάδια. Τότε ο Ιάσωνας στρέφεται στην αγκαλιά της κόρης του Κρέοντα που έχει την ομορφιά της νιότης μα και την βασιλική καρέκλα.
Η Μήδεια είναι η ίδια η θεά Φύση, η οποία γίνεται Νόμος απέναντι στην ύβρι, γίνεται Νέμεσις και απαντά. Το ακραίο πάθος που οδηγεί στη θέωση. Η αιώνια ένωση του άντρα και της γυναίκας με τα δεσμά της αγάπης ή της απώλειας όπου βλέπουμε την ηρωίδα να οδηγεί με ακρίβεια το ερωτικό της πάθος μέχρι το τέλος, να το αποθεώσει, όμως και να δεχτεί την Πύρρειο νίκη της αφού θα επιζήσει μετά το ανομολόγητο και έσχατο έγκλημα.
Μόνο στην Μήδεια του Ευριπίδη συναντάμε το φρικιαστικό έγκλημα πέρα από κάθε φαντασία της μάνας που σκοτώνει τα παιδιά της, εκτός και αυτήν του Εύμηλου του Κορίνθιου όπου πεθαίνουν μεν στην προσπάθειά της να τα κάνει αθάνατα, αλλά όχι με αυτήν την βαρβαρότητα.
Από την άλλη έχουμε την Φόνισσα, μια γυναίκα γερασμένη από τα βάσανα που ανακεφαλαιώνοντας τη ζωή της, έβλεπε ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε παρά να υπηρετεί τους άλλους.
Όταν ήταν μικρή, υπηρετούσε τους γονείς της. Όταν την παντρέψανε, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως από τον χαρακτήρα της και της αδυναμίας που του είχε, ήταν συγχρόνως και κηδεμόνας του· όταν απέκτησε παιδιά, έγινε δούλα των παιδιών της· όταν τα παιδιά της απέκτησαν παιδιά, έγινε πάλι δουλεύτρια των εγγόνων της.
Έχοντας αυτά στους λογισμούς σε μια στιγμή παραφροσύνης της πνίγει την εγγόνα της για να μην μεγαλώσει και γίνει η γυναίκα η δυστυχισμένη όπως αυτή. Και στη συνέχεια πίστεψε στο σκοτεινό της μυαλό ότι κανένα κορίτσι δεν πρέπει να έχει αυτή τη μοίρα και η γέννηση του δε φέρνει παρά μόνο βάσανα και δυστυχία στην ίδια και την οικογένεια της, κυρίως όταν είναι φτωχή.
Και ενώ το παπαδιαμαντικό κακό είναι, κατά κανόνα, το καθημερινό, το τρέχον κακό, πνιγηρά μίζερο συχνά, το κακό του καθημερινού κανονικού ανθρώπου, το κακό που διαπράττει η γριά Χαδούλα η Φραγκογιαννού, δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό, αλλά το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο.
Αυτές τις δυο τραγικές ηρωίδες ο Γιώργος Χριστοδούλου μέσα από ένα καλογραμμένο κείμενο τις φέρνει να συναντηθούν, όταν η Χαδούλα, φτάνει στα παλάτια της Μήδειας να ζητήσει δουλειά. Με αυτόν τον μάλλον πρωτότυπο τρόπο έρχονται να σμίξουν οι δυο γυναίκες που με την πρώτη ματιά αισθάνονται το σκοτάδι που τις ενώνει.
Αυτή που έχει ήδη πράξει το ανομολόγητο και αυτή που πρόκειται να το πράξει. Δυο γυναίκες από διαφορετικούς κόσμους, διαφορετικούς χωροχρόνους κι’ όμως αυτό το κοινό που τις ενώνει θα πουν λόγια, θα ανατρέψουν με τη λογική τους κάθε πράξη και κάθε λογική που φέρνει στη ζωή ο πόνος, η δυστυχία, η απόρριψη, ο έρωτας, η εκδίκηση…
Σε ένα λιτό σκηνικό του Χάρη Σεπεντζή στήνεται η μοιραία και αλληγορική αυτή συνάντηση με επίκεντρο το ανάκτορο της Μήδειας. Από τη μια ο θρόνος σύμβολο της εξουσίας της αρχόντισσας και από την άλλη το μπλε παραθύρι του νησιώτικου φτωχικού της Φραγκογιαννούς, με έντονο κόκκινο φως της φλόγας που καίει στα σωθικά της Μήδειας και κάποιο μπλε για την παραδαρμένη Φόνισσα.
Η Γωγώ Ατζολετάκη είναι η Μήδεια, δωρική και αγέρωχη όπως ταιριάζει σε μια αρχόντισσα κι εκεί που νομίζεις ότι είναι υπεράνω και λείπει το σκοτάδι της Μήδειας που γνωρίζουμε αλλάζει η μορφή της και γίνεται αυτή η εκδικητική, όταν μαθαίνει την προδοσία του άντρα της.
Οι εναλλαγές των εκφράσεων και των συναισθημάτων μαζί με την γνώριμη αυτή φωνή σου μεταφέρουν την ψυχολογία της ηρωίδας και κρατάνε το βλέμμα σου πάνω της.
Η Μαρία Δημητριάδου εξαιρετική επίσης, εκφραστική, δραματική τόσο, όσο έπρεπε σα να έβλεπες μπροστά σου την ίδια την ταλαιπωρημένη την Φραγκογιαννού, με μια δυνατή ερμηνεία που συνεπαίρνει.
Αξιοπρεπής η εμφάνιση του Χρίστου Γεωργίου στον ρόλο του Κρέοντα, ενώ τολμηρή η επιλογή ενός νέου στο σανίδι ηθοποιού του Νίκου Τριανταφύλλου για τον ρόλο του Ιάσωνα, που αποδεικνύεται τελικά ικανός να ακολουθήσει πιστά τις σκηνοθετικές οδηγίες.
Εντυπωσιακό το λευκό φόρεμα της Μήδειας από την Βάνια Αλεξάντροβνα, που κοκκίνιζε από τα φώτα του πάθους και το αίμα του ειδεχθούς της εγκλήματος. Αλλά το ίδιο και οι μαύρες εσθήτες των γυναικών, όπως και η μαντηλοδεμένη Χαδούλα όπως έπρεπε.
Μόνο με τα ανδρικά κοστούμια εκ πρώτης όψεως εκτός κλίματος, θα έλεγα ότι δεν γνωρίζω πως επελέγησαν και τι ακριβώς ήθελαν να δείξουν.
Όπως στην αρχαία τραγωδία σημαντικός ο ρόλος που έχει ο χορός, έτσι κι εδώ το ρόλο αυτό αναλαμβάνει ο κόσμος που γεμίζει το παλάτι της Μήδειας, η τροφός, η παιδαγωγός και η αστρολόγος με τις όμορφες παρουσίες της Μαρίας Δρακοπούλου, της Σάρας Τερζή και της Άννα-Μαρίας Βιδάλη, αλλά και του μάγειρα που με πρωτότυπο τρόπο εκφράζει ο χορογράφος Κωνσταντίνος Μενούνος.
Μέσα από τις χορογραφίες του Αναστάση Δεληγιάννη και την εντυπωσιακή ροκ έκφραση της μουσικής του Τάκη Μπινιάρη δίνουν ένα όμορφο χρωματικό σύνολο που κατάφερε να συνδέσει ο σκηνοθέτης Βασίλης Πλατάκης εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το κείμενο του Γιώργου Χριστοδούλου.
Μια αξιέπαινη δουλειά που αναγνωρίζεται από το αποτέλεσμα που ίσως σε μια μεγαλύτερη παραγωγή με πιο πλούσια σκηνικά και διαφορετικά κοστούμια είχε την δυναμική για κάτι μεγαλύτερο.
Γεγονός είναι ότι η τραγωδία πάντα εμπνέει μέσα στο πέρασμα του χρόνου και ειδικά όταν αυτή είναι η Μήδεια του Ευριπίδη, που έχουν εξυμνήσει εκατοντάδες ποιητές στο πέρασμα του χρόνου και δεκάδες αναλύσεις και σχολιασμοί έχουν γίνει.
Άλλωστε πολλοί αναρωτιούνται αν είναι τυχαίο, που εκτός από κάποιους αναλυτές κανείς δεν θυμάται τις Μήδειες που έφυγαν για άλλες χώρες και άφησαν τα παιδιά τους εξ’ αιτίας του πολέμου.