Η Γλυκερία, η φωνή που ενώνει όλες τις γενιές, έρχεται αποκλειστικά στο The Look σε μια όμορφη κουβέντα!
45 χρόνια συνεχούς, συνεπούς και θριαμβευτικής παρουσίας, συμπληρώνονται φέτος, από τη στιγμή που η Γλυκερία, με την εμπιστοσύνη του Απόστολου Καλδάρα, έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία, με το δίσκο «Μην κάνεις όνειρα».
Το τι ακολούθησε έκτοτε… είναι πια ιστορία!
Ιστορικοί δίσκοι με πωλήσεις ρεκόρ, αμέτρητες προσωπικές επιτυχίες, sold out εμφανίσεις, μια παράλληλη και εξίσου πετυχημένη πορεία σε Ισραήλ και άλλες ανατολικές χώρες, αλλά κυρίως μια Γλυκερία που αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι καλλιτέχνες. Διότι όσο η επιτυχία μεγάλωνε, η ίδια παρέμενε ένας σεμνός και απλός άνθρωπος, επιμένοντας μόνο στην ουσία. Το καλό τραγούδι.
Και αυτή η επιμονή της, τής επέτρεψε το κοινό να δέχεται από την ίδια πράγματα και κινήσεις, εκ διαμέτρου αντίθετα, και πάντα με την ίδια επιτυχία.
Διότι ελάχιστοι μπόρεσαν να περάσουν στον κόσμο με την ίδια ευκολία, τραγούδια όπως τα “Πεντοχίλιαρα” και μετά ο “Δεκαπενταύγουστος” ή να σταθούν με την ίδια ευκολία σε μια μεγάλη πίστα και μετά στο Ηρώδειο και να είναι όλα απολύτως φυσιολογικά.
Τραγούδησε τα πάντα. Λαϊκό, ρεμπέτικο, Σμυρνέικο, νησιώτικο, παραδοσιακό, βυζαντινό και σύγχρονο τραγούδι. Και από στο σύγχρονο δοκίμασε από dance και έθνικ μέχρι πιο ροκ δρόμους.
Ναι, η Γλυκερία έχτισε μια σπάνια καριέρα,μέσα από μεγάλες ανατροπές και τις δικές της επαναστάσεις, απέναντι στο δεδομένο και στο σίγουρο.
Δίχως βεντετισμούς και κόλπα marketing, για την ανάδειξη της σε πράγματα που δεν την ενδιέφεραν ποτέ.
Για αυτό και η σχέση της με το κοινό στηρίζεται στην απόλυτη εμπιστοσύνη, και είναι πάντα στο πλευρό της, σε οποιοδήποτε τόλμημα της, κάνοντας χρυσές και πλατινένιες, ακόμα και τις πιο “δύσκολες” της δουλειές.
Και η ίδια, με όπλο τη σπουδαία φωνή της και το ένστικτο της κέρδισε εύκολα 2 μεγάλες μάχες.
Αυτές για την ειλικρινή αγάπη του κόσμου και για την διαχρονικότητα.
Θέλω να ξεκινήσουμε από τα εφηβικά σας χρόνια, στη Θεσσαλονίκη, όπου έχετε δηλώσει, πως υπήρξατε, ιδιαιτέρως επαναστάτρια.Τόσο μάλιστα που στο τέλος δε σας δέχονταν τα σχολεία της πόλης.
Επαναστάτρια χωρίς αιτία ή με αιτία αν θέλεις,η οποία είναι πάντα η εφηβεία και η τόλμη, όσο μεγαλώνουμε, να γνωρίσουμε καινούργια πράγματα.
Ήταν του χαρακτήρα μου, να θέλω να κάνω, έξω από τα μέτρα πράγματα και πολλές φορές τολμούσα και τα έκανα.
Βέβαια στην πορεία της ζωής μου και στην εξέλιξη μου, που ήρθε η οικογένεια και η συνειδητοποίηση, κατάλαβα πως είμαι ένας εσωτερικός επαναστάτης, επαναστατώ για όλα και αμφισβητώ τα πάντα, σχεδόν ποτέ δεν πάω με τη ροή.
Όχι για να δείξω πως είμαι κάτι διαφορετικό, αλλά πάντα βλέπω και τις “πίσω γραμμές”, τα “κρυμμένα γράμματα”.
Έτσι στην περίοδο της εφηβείας έκανα επανάσταση και στο σχολείο και στο σπίτι, διεκδικούσα πράγματα, για να είμαι πιο χειραφετημένη. Ίσως ήταν και παράλογο βέβαια για την ηλικία που ήμουν. Όμως δεν έκανα αλητείες, απλά πράγματα, πιο προχωρημένα για εκείνη την εποχή, ως ένα πνεύμα που ήθελε να είναι ελεύθερο.
Έχετε κάποια έντονη ανάμνηση από εκείνα τα χρόνια, τα εφηβικά;
Θυμάμαι, πήγαινα γυμνάσιο, στην Ικτίνου, παραπλεύρως της Αγίας Σοφίας, και όταν έγινε δικτατορία είδα τους στρατιώτες να φρουρούν την εκκλησία και αν και ήμουν μικρή και δεν είχα διαμορφώσει πολιτική συνείδηση, δε μπορούσα να διαχειριστώ την εικόνα αυτή.
Επίσης θυμάμαι, είχαμε έναν σπουδαίο φυσικό, όπου αν και δεν ήμουν ιδιαίτερη καλή στο μάθημα του, λάτρευα το πως μας τα εξηγούσε όλα. Εγώ ήμουν του διαβάσματος, αλλά δεν ήμουν ευχαριστημένη από τον τρόπο διδασκαλίας. Είχα καθηγητές που δίδασκαν με πραγματική αγάπη προς τους μαθητές και άλλοι με τον κλασσικό τρόπο,τιμωρία, εξέταση απλή.
Πάντως όσα έζησα και από εκείνη, την μαθητική μου περίοδο, μου βγήκαν σε καλό. Είχα πάντα το μέτρο, τιμούσα την οικογένεια, το σπίτι, τους φίλους μου.
Μια μικρή επαναστάτρια λοιπόν στην εφηβεία, αλλά και μια επαναστάτρια και στην όλη σας καλλιτεχνική διαδρομή. Ίσως ένας απλός παρατηρητής, να πει “η Γλυκερία έκανε αυτό, εκείνο, το άλλο”, αλλά αν προσέξουμε ουσιαστικά τα βήματα σας, σχεδόν ποτέ δεν ακολουθήσατε το προβλεπόμενο. Πρώτο παράδειγμα, κάνατε τους 2 πρώτους προσωπικούς σας δίσκους, με τον Απόστολο Καλδάρα και με τον Στέλιο Φωτιάδη, και από το 1980 ως το 1985, παρουσιάσατε δισκογραφικές δουλείες, χωρίς νέα τραγούδια, σε μια προσπάθεια να χτίσετε το προσωπικό σας ρεπερτόριο. Κάνατε τα «Σμυρνέικα», το δίσκο «Από τη Σμύρνη στον Πειραιά», μετά την «Όμορφη νύχτα».
Ναι, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε αυτό που υπάρχει σήμερα στο χώρο της τέχνης. Αυτό το σύστημα, του να κάνω “αυτό” για να πετύχω κάτι ή να φτιάξω ρεπερτόριο. Ποτέ δεν το σκεφτήκαμε έτσι. Πήγαινα με το ένστικτο, όπως κάνω μέχρι σήμερα, παρέα πάντα με τον Στέλιο Φωτιάδη. Έτσι έγινε η επιλογή των “Σμυρνέϊκων”.
Ήταν ένα είδος τραγουδιού, που τραγουδούσαμε στο σπίτι, είχαμε και πρόσφυγες στο χωριό κι εγώ άκουγα πάντα συνέχεια μουσική.Κάποια στιγμή, παρόλο που είχα προτάσεις για σύγχρονο ρεπερτόριο, εξέφρασα την επιθυμία να κάνω αυτά τα τραγούδια.
Ήθελα να κάνω ρεπερτόριο που αγαπούσα πάρα πολύ και να κάνω αυτό που θα άγγιζε την ψυχή του λαού.
Έτσι πήγα στο Σμυρνέϊκο. Το χάρηκα πάρα πολύ. Αυτός ο δίσκος είχε γίνει τότε σύγχρονη ηχογράφηση, ορχήστρα και φωνή, κάτι σαν live αλλά μέσα σε στούντιο.
Στη Λύρα, τότε τι μπορεί να θέλανε από τη Γλυκερία, που ήταν μια νέα ερμηνεύτρια; Ίσως ένα ρεπερτόριο πιο…εμπορικό;
Όχι, καθόλου. Η Λύρα κατ αρχάς, είχε διευθυντή, τον Αλέκο Πατσιφά, έναν λόγιο άνθρωπο, του οποίου οι σχέσεις και οι φιλίες ήταν με ανθρώπους όπως ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις, ο Σαββόπουλος.
Η Λύρα είχε κάνει το νέο κύμα αλλά και οι άνθρωποι της, αναζητώντας πηγαίνανε. Μου πρότειναν πράγματα και εγώ έκανα την αντιπρόταση μου με τα «Σμυρνέϊκα». Το δεχτήκανε με χαρά.
Τότε δεν υπήρχε ένας παραγωγός, που σου έλεγε “θα κάνεις αυτό”. Κάναμε μόνοι μας τις επιλογές μας και τυπικά υπήρχε ένας παραγωγός, ο οποίος επί της ουσίας μας φρόντιζε.
Για τον Αλέκο Πατσιφά πάντως, γνωρίζω πως φοβόταν τις μεγάλες επιτυχίες, υπό την έννοια να μην χαρακτηρίζονταν ως πιο “εύπεπτο” το υλικό.
Είχε το μέτρο ο Πατσιφάς, δεν είχε αυτό το άγχος. Εξάλλου κάτι πολύ καλό, μπορεί να είναι ιδιαίτερα εμπορικό. Όπως ο «Δρόμος» του Πλέσσα, τα «Σμυρνέϊκα», η ηχογράφηση από την «Όμορφη νύχτα». Εμπορικά αλλά ωραία λαϊκά τραγούδια.
Ο Πατσιφάς, ήταν πολύ ανοιχτός, μπορούσε να δεχθεί τους πάντες, δεν είχε παρωπίδες στο τι ρεπερτόριο θα εκδώσει, αρκεί να τον έπειθες για τις καλές σου προθέσεις.
Ήμουν πολύ τυχερή που ξεκίνησα από τη Λύρα επί της ουσίας. Είχα υπογράψει ένα τυπικό συμβόλαιο, αρχικά στην Columbia, αλλά μου προτείνανε πράγματα, που δε με ενθουσίασαν. Είχα κάνει συμμετοχές σε τουριστικούς δίσκους και εκεί με άκουσε ο Καλδάρας, και ζήτησε να κάνει δίσκο μαζί μου αλλά του προτείνανε άλλους καλλιτέχνες τους.
Την ίδια εποχή, δούλευα με τον Γιώργο Κοινούση, που έκανε ένα πρόγραμμα μπουάτ στην Πλάκα και γνωρίστηκα με τον Στέλιο Φωτιάδη. Τελειώνοντας η σεζόν, σκέφτηκε να πάμε στη Λύρα να
δοκιμάσουμε και εκεί με βρήκε ο Καλδάρας και κάναμε τον πρώτο δίσκο «Μην κάνεις όνειρα».
Φτάνουμε και διανύουμε τη δεκαετία 90. Μια δεκαετία, όπου έχουν μπει στην αγορά νέοι άνθρωποι, δημιουργήθηκε η λεγόμενη “λαϊκοπόπ”, οι μοντέρνες ενορχηστρώσεις στα λαϊκά τραγούδια,το σλόγκαν. Εσείς από την πλευρά σας κυκλοφορούσατε δίσκους, με καθαρά λαϊκά τραγούδια. Του Φωτιάδη, του Νικολόπουλου, του Βαρδή. Σαν να κρατούσατε μια απόσταση, από όλη αυτήν την νέα συνθήκη.
Πάντα με σεβασμό πήγαινα, απέναντι στο καθαρό λαϊκό τραγούδι.
Δε με εξέφραζε κάτι άλλο. Ακόμα και το σύγχρονο λαϊκό, ήθελα να ακουμπάει στις καταβολές του κλασσικού λαϊκού.
Με βάση αυτά τα κριτήρια, έγιναν αυτοί οι δίσκοι. Κάναμε όμως πολύ καλούς δίσκους, με τους δημιουργούς που ανέφερες.
Θεωρώ όμως επίσης μεγάλο τόλμημα, σε μια εποχή, όπου πλέον η επιτυχία κρινόταν και από τα clubs, να έχετε ως πρώτο single του δίσκου «Η χώρα των θαυμάτων», το τραγούδι “Για την Ελλάδα”,με τη συμμετοχή του Ευγένιου Σπαθάρη.
Με το Σπαθάρη, μας έδωσε την αφορμή η δήλωση της Βούλας Πατουλίδου, στους Ολυμπιακούς αγώνες. “Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο” και το είπε λοιπόν, μιας και μπορούσε ελεύθερα να χρησιμοποιήσει, όποια γλώσσα ήθελε.
Τον εκτίμησα πολύ ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη.
Θα θεωρήσω ως ρίσκο και τον δίσκο με τον Αντώνη Βαρδή, το 1996. Ήταν μια εποχή, όπου ο ίδιος ήταν μια ήρεμη δύναμη, και δεν είχε γίνει ακόμα το “Έτσι ξαφνικά”. Έκτοτε όλοι του ζητούσαν τραγούδια, έχοντας την υπογραφή του, ως εγγύηση επιτυχίας.
Ναι, ήτανε τόλμημα για την στιγμή που βγήκε, αλλά είχε μέσα διαμάντια. Αληθινά διαμάντια.
Νομίζω όμως, πως όλοι οι δίσκοι βρίσκουν τη θέση τους μέσα στην πορεία του χρόνου, ακόμα και αν κάτι, τη στιγμή που βγαίνει δεν κάνει μεγάλη επιτυχία.
Ακόμα μία ανατρεπτική κίνηση, προς τα τέλη της δεκαετίας ’90, όπου η δισκογραφία, είχε καθοριστικό ρόλο, για έναν τραγουδιστή. Κάνατε το 1998 το δίσκο “Μάσκα” με τις μεγάλες επιτυχίες, και πέρασαν 6 χρόνια, αποχής για να φτάσουμε στην «Άνοιξη». Μεγάλο τόλμημα, ειδικά για μια τραγουδίστρια, πρώτης γραμμής, που οι δίσκοι της, γινόντουσαν πάντα χρυσοί και πλατινένιοι.
Άμα δε βρίσκεις ένα ρεπερτόριο να σε εκφράζει; Ούτε το κατάλαβα ότι πέρασαν αυτά τα χρόνια, γιατί είχα στις αποσκευές μου μια μεγάλη παρακαταθήκη, είτε καινούργια δικά μου τραγούδια, είτε τις επανεκτελέσεις και δεν είχα αισθανθεί την ανάγκη να πω τραγούδια που δε με ενέπνεαν, μόνο και μόνο για να κάνω έναν καινούργιο δίσκο.
2006, «Βροχή των αστεριών». Δίσκος μεγάλων επιτυχιών, με κορυφαία τη συνάντηση με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη. Τραγούδια, σύγχρονα, “Κρυφτό”, “Δεν έχω πολλά”, “Ένα αντίο”, “Όλα μου τα καλοκαίρια”, και ενώ με το σύγχρονο ρεπερτόριο, κάνετε πάλι επιτυχία, τα επόμενα βήματα, ήταν οι δίσκοι με τον Μίκη Θεοδωράκη, και μετά με Γιώργο Ζήκα και Βάσω Αλαγιάννη, σε εντελώς διαφορετικούς ήχους. Πάλι δεν ακολουθήσατε το ζητούμενο της εποχής.
Βέβαια, γιατί να το ακολουθήσεις απαραίτητα το ζητούμενο της εποχής;
Ότι γίνεται μόδα, δε θέλω να το ακολουθώ. Ο δίσκος με τον Θεοδωράκη, ήταν μεγάλο απωθημένο να το κάνω, και από τη στιγμή που τον γνώρισα, πραγματικά τον λάτρεψα.
Κάναμε το δίσκο, με κατ’ εξοχήν λαϊκά τραγούδια του, και πολλά από αυτά, όχι τόσο γνωστά. Είναι ένα κομμάτι της “προίκας” μου αυτός ο δίσκος.
Και τον δικαίωσε και ο κόσμος, κάνοντας τον χρυσό.
Ναι και σε μία εποχή που οι δίσκοι πλέον δεν πουλούσαν πολύ. Όμως είναι ένας δίσκος διαχρονικός και πιστεύω πως πολλοί από τους δίσκους μου έχουν αυτήν την, ας πούμε, διαχρονική ποιότητα.
Επιστροφή στο 1980. “Έτσι απλά σ’αγαπώ” και η Γλυκερία, υποψήφια να μας εκπροσωπήσει στο διαγωνισμό της Eurovision.
Αυτό προέκυψε από μια πρόταση του Κυριάκου Ντούμου, που είχε γράψει τους στίχους.
Μου το πρότειναν, αν ήθελα να το πω, ήταν ένα υπέροχο τραγούδι. Βγήκε πέμπτο. Ήταν η χρονιά που πήγε η Άννα Βίσση.
Σας ενδιέφερε ο θεσμός; Είχατε σκεφτεί να ξαναπροσπαθήσετε;
Όχι, ούτε την πρώτη φορά πήγα συνειδητοποιημένα. Εγώ επί της ουσίας, πήγα να κάνω μια εμφάνιση.
Κεφάλαιο Νίκος Παπάζογλου. Συνεργαστήκατε πολλές φορές σε ζωντανές εμφανίσεις αλλά και στη δισκογραφία. Ο ίδιος όμως δεν έδινε τραγούδια σε συναδέλφους του. Είχατε συζητήσει ποτέ για νέα τραγούδια; Ταιριάζατε πολύ.
Δε το συζητήσαμε ποτέ, γιατί ο Νίκος έγραφε τραγούδια και τα έλεγε ο ίδιος.
Ήταν ένας αυτάρκης και εξαιρετικός καλλιτέχνης. Αλλά έκανα επανεκτελέσεις σε τραγούδια του, όπως το “Κανείς εδώ δεν τραγουδά” και τα “Σύνεργα”. Είχαμε πει μαζί στο Λυκαβηττό το “Με το τραγούδι με το κρασί”, με συνόδευσε στο τραγούδι “Όταν βλέπεις κάποιον μόνο” αλλά και στο “Πήγα σε μάγισσες”.
Παίξαμε μαζί πολύ όμως σε ζωντανές εμφανίσεις, σε μεγάλες περιοδείες σε Αμερική, Αυστραλία και Γερμανία.
Ο Παπάζογλου, θεωρήθηκε ως “ιδρυτής” της λεγόμενης σχολής της Θεσσαλονίκης. Με δεδομένο, ότι ρεπερτοριακά, ειδικά την δεκαετία 80, ήσασταν πολύ κοντά, νιώθετε και εσείς, ότι ανήκετε σε αυτήν τη σχολή;
Κοίταξε, εγώ δραστηριοποιήθηκα βασικά στην Αθήνα. Αν πούμε, ότι αυτή η σχολή απαρτίζονταν από ανθρώπους που είχαν ως βάση τους τη Θεσσαλονίκη, τότε όχι δεν είμαι. Όμως πνευματικά και δογματικά,είμαι αυτής της σχολής.
Εξετάζοντας την διαδρομή σας, θεωρώ πως έχετε κάνει,τις περισσότερες ανατροπές, που έχει κάνει Ελληνίδα τραγουδίστρια. Θριαμβεύσατε επί χρόνια, στην “Όμορφη νύχτα”, ένα μαγαζί που είχε μια οικογενειακή θαλπωρή, και αμέσως μετά βρεθήκατε στο Διογένης Παλλάς, κάνοντας εντυπωσιακή είσοδο, σε ιπτάμενο ντέφι. Την επόμενη χρονιά στο Rex, σε μουσική παράσταση. Συμμετείχατε σε δίσκους, ερμηνεύοντας το ιδιαίτερο ρεπερτόριο του Νίκου Ξυδάκη ή του Πέτρου Δουρδουμπάκη, και την ίδια στιγμή, κάνατε συμμετοχή σε disco τραγούδι του Κώστα Χαριτοδιπλωμένου. Μπορούσατε με την ίδια άνεση να βρίσκεστε με μια λαμπερή πίστα, και αμέσως μετά στο Ηρώδειο. Και όλα αυτά,πάντα, φαινόντουσαν απολύτως φυσιολογικά στο κοινό.
Κι εγώ εκπλήσσομαι μερικές φορές, αλλά έχω εξήγηση για αυτό. Πιστεύω έχει να κάνει με την πρόθεση, που πλησιάζει κανείς τα τραγούδια. Επίτρεψε μου να πω, πως έχω μια έμφυτη ευγένεια, όταν απευθύνομαι μουσικά στον κόσμο, είτε πω τον “Δεκαπενταύγουστο”, είτε το “Μαρία” του Χαριτοδιπλωμένου.
Βάζω την ευγένεια μου, βάζω τη Γλυκερία μέσα. Την Γλυκερία των καλών προθέσεων και αυτό βγαίνει σε κάθε είδος τραγουδιού. Αυτό μπορεί να το εισπράξουν αρνητικά, κάποιοι άνθρωποι, που ακούν μόνο ένα συγκεκριμένο είδος τραγουδιού. Θεωρώ πως είμαι άνθρωπος την βαθιάς κουλτούρας.
Και τι είναι βαθιά κουλτούρα; Είναι ο σεβασμός σε αυτούς που απευθύνεσαι, σε αυτούς που τραγουδάς και το κάνεις έμφυτα, με αληθινή αγάπη για να περάσει το τραγούδι κατευθείαν στην καρδιά του, για να τον παρηγορήσεις, να τον κάνεις να χαρεί, να το έχει μαζί του για όποια στιγμή το χρειαστεί.
Αυτή είναι η πρόθεση μου, τραγουδάω ΠΑΝΤΑ μέσα από την ψυχή μου και αυτό το εισπράττει ο κόσμος.
Αυτές τις μεγάλες ανατροπές, π.χ. του να βρεθείτε από την “Όμορφη νύχτα” στο Διογένη ή στο Rex, o κόσμος πως τις αντιμετώπιζε;
Μια χαρά τις αντιμετώπιζε ο κόσμος. Ο Διογένης τότε, ήταν ένα πιο λαϊκό μαγαζί και η συνεργασία ήταν, με τον εξαιρετικό συνάδερφο Λευτέρη Πανταζή, που ήταν στην κορυφή. Το Rex μετά, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Ήταν μια μουσική παράσταση, με ένα λαϊκό μέρος. Ήταν στο πρόγραμμα αρχικά η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιάννης Μηλιώκας, ο Χρήστος Νικολόπουλος, την επιμέλεια είχε ο Βαγγέλης Σειληνός, είχαμε Ρώσικα μπαλέτα, σπουδαίο στημένο πρόγραμμα, με εξέλιξη. Το ταβάνι τότε ήταν ακόμα ζωγραφισμένο από τον Τσαρούχη.
Με τον Δημήτρη Μητροπάνο, επίσης βρεθήκατε μουσικά πολλές φορές, και σε ζωντανές εμφανίσεις και στο ντουέτο σας “Σε λατρεύω”.
Ναι φυσικά. Αρχικά βρεθήκαμε πριν καν κάνω δίσκο, είχαμε δουλέψει στα “Δειλινά” μαζί. Ήταν και η Μοσχολιού, ο Κόκοτας. Κάναμε οι μικροί φωνητικά στα μεγάλα ονόματα. Από τότε τον ήξερα. Υπέροχος άνθρωπος, ήταν πάρα πολύ φιλικός,σε όλους, από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο. Γενναιόδωρος άνθρωπος, σε όλα του. Λατρεύω τον “Άγιο Φεβρουάριο” από δίσκους του, γιατί είχε σχέση θεματικά με την Μικρά Ασία.
Θα ήθελα να μιλήσουμε για 2 συνεργασίες σας, οι οποίες δεν έχουν γίνει τόσο γνωστές, όσο έπρεπε. Η πρώτη είναι με τον Στέλιο Καζαντζίδη, όπου σε όλο το δίσκο του “Τραγουδώ” κάνατε τα απαιτητικά σιγόντα.
Αυτό προέκυψε από προτροπή του Τάκη Σούκα αλλά ασφαλώς με την έγκριση του Στέλιου.
Τον λατρεύω και θα σου πω και μια ιστορία με τον Στέλιο. Μικρή, ζούσα στην Ξηροκρήνη, στη Θεσσαλονίκη.
Ερχόταν σε ένα καφενείο, ο Στέλιος και πήγαινα και τον έβλεπα, του έλεγα …κύριε Καζαντζίδη σας αγαπάει πολύ ο μπαμπάς μου (γέλια). Μετά υπήρξε μια πιο στενή γνωριμία με τον Στέλιο Φωτιάδη, σε μια προσπάθεια να γίνει ένας δίσκος, που δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί.
Ήταν πάντως μεγάλη τιμή, έστω και να κάνεις δεύτερες φωνές σε δίσκο του Καζαντζίδη.
‘
Η δεύτερη συνεργασία, αφορά τον Σταμάτη Κραουνάκη. Σε στίχους Νίκου Μωραΐτη, ερμηνεύσατε το τραγούδι “Εμείς οι μόνοι”. Σπουδαίο και αδικημένο τραγούδι. Υπήρξε σκέψη για ευρύτερη συνεργασία μαζί του;
Πραγματικά υπέροχο τραγούδι, αλλά δυστυχώς από αυτόν το δίσκο ξεχώρισαν άλλα τραγούδια. Συμβαίνει αυτό. Κάποια άλλη επαφή για περαιτέρω συνεργασία, δεν υπήρξε. Ίσως δεν έτυχε. Είναι σπουδαίος καλλιτέχνης και υπέροχος άνθρωπος, αγνών προθέσεων.
Είχαν ανακοινωθεί στο παρελθόν και 2 δίσκοι, τους οποίους δεν ακούσαμε ποτέ. Ο ένας με τον Μάριο Τόκα, και ο δεύτερος με τον Γιάννη Σπανό.
Με τον Μάριο δυστυχώς, δεν προλάβαμε. Το είχαμε ξεκινήσει σιγά σιγά, αλλά έφυγε νέος και τόσο απρόσμενα. Πρόλαβα και είπα 2 τραγούδια του, στο δίσκο «Τραγούδι αισθηματικό» καθώς και στο soundtrack της σειράς «Η αγάπη ήρθε από μακριά».
Εξίσου σπουδαίος και καλλιτέχνης και άνθρωπος ο Σπανός. Λειτουργούσε με ένστικτο και έγραψε καταπληκτικά τραγούδια. Είχα πει τραγούδια του, αλλά ολόκληρο δίσκο δεν καταφέραμε να κάνουμε. Συμβαίνουν αυτά στη δισκογραφία. Είχαμε εξαιρετική σχέση.
Έχετε μια διαδρομή με πολλά ρεκόρ..
Αλήθεια; Πες μου κι εμένα που δε τα θυμάμαι (γέλια).
Αρχικά είστε μία από τις 3 εμπορικότερες Ελληνίδες τραγουδίστριες. Επίσης η μόνη γυναίκα, με 2 δίσκους στους 10 πιο εμπορικούς όλων των εποχών στην Ελλάδα. Έχετε την πλουσιότερη παράλληλη δισκογραφία. Είστε η Ελληνίδα τραγουδίστρια με τα περισσότερα ντουέτα,- πάνω από 70- , αλλά και τα περισσότερα με γυναίκες τραγουδίστριες, όπως η Μαρινέλλα, η Χάρις Αλεξίου,η Ελένη Βιτάλη κ.α. Ανάμεσα σε αυτά, θα ήθελα να σταθούμε, σε μια σπουδαία συνάντηση, στο τραγούδι “Μοναχικές γυναίκες”, που μοιραστήκατε με τις Τάνια Τσανακλίδου και Ελένη Δήμου.
Μα τι τραγούδι είναι αυτό! Το λατρεύω, το θεωρώ κορυφαίο. Του Αντώνη Βαρδή σε στίχους του Σαράντη Αλιβιζάτου, που τον λατρεύω. Κέντησαν και οι 2 δημιουργοί. Δεν στάθηκε τυχερό τότε, ήταν δύσκολο τραγούδι…
Και δυστυχώς με όσα βιώνουμε τα τελευταία χρόνια ως κοινωνία, με τις γυναικοκτονίες και τα θέματα me too, είναι εξαιρετικά επίκαιρο.
Αυτό απορώ, πως δεν το έχουν ανακαλύψει, με τις γυναικοκτονίες και το πως πάει να αλλάξει η εποχή, μακριά από την πατριαρχεία. Έχει πολύ καλά στοιχεία. Δεν είναι ένα τραγούδι εναντίον των αντρών, αλλά αναφέρεται στα προβλήματα των γυναικών. Η κάθε μία με το δικό της θέμα. Να σου πω επίσης, ότι αυτό το τραγούδι το έχουμε κάνει και στα εβραϊκά. Το έχω πει με μία Εβραία και μία Παλαιστίνια. Μια Χριστιανή δηλαδή, μια Μουσουλμάνα και μια Εβραία και εκεί το θέμα του, ήταν η μάνα. Ένα τραγούδι για την ειρήνη.
Ακόμα ένα προσωπικό σας ρεκόρ. Δεν λείψατε ποτέ, ούτε μισή σεζόν, να πείτε “…τώρα θα ξεκουραστώ”. Με εξαίρεση, τη χρονιά με την καραντίνα, η Γλυκερία, ήταν παρούσα.
Γεγονός. Μα αφού μπορώ να τραγουδάω; Μπορώ και θέλω να τραγουδάω.
Χτίσατε και μια σχέση εμπιστοσύνης και ασφάλειας με το κοινό. Ότι δεν χρειάζεται να σας αναζητήσει. Ότι είστε διαρκώς στις επάλξεις, είτε σε επίπεδο ζωντανών εμφανίσεων, είτε δισκογραφικά.
Πανταχού παρούσα (γέλια). Δεν βρήκα ποτέ λόγο να κάνω κάποιο αποχή. Ήθελα και θέλω να τραγουδάω.
Το πιο πρόσφατο πάντως ρεκόρ σας, έγινε εν μέσω καραντίνας. Σχεδόν όλοι οι συνάδερφοι σας, την περίοδο αυτήν, ίσως κυκλοφόρησαν 1-2 τραγούδια. Εσείς, συμμετείχατε στα soundtracks του «Σασμού» και του «Βαρδιανός στα Σπόρκα». Λάβατε μέρος στο δίσκο του Τάκη Σούκα «Πρώτη φορά», τον επετειακό δίσκο της Ελεάννας Βραχάλη, στο δίσκο με τα ανέκδοτα του Γκάτσου, κάνατε το ντουέτο με τη Μελίνα Ασλανίδου “Φτάνει και περισσεύει”, ήσασταν η βασική ερμηνεύτρια στο δίσκο του Ανδρέα Κατσιγιάννη «Κεχαριτωμένη» και κυκλοφορήσατε και τον προσωπικό θεματικό δίσκο «Με αναστεναγμό».
Μα ήταν όλα αυτά, τόσο ωραία τραγούδια. Θα ήθελα να σταθώ στο δίσκο «Με αναστεναγμό». Και το ομότιτλο το ξεχωρίζω, είναι ιδιαίτερο κομμάτι, αλλά αγαπώ πολύ αυτόν το δίσκο. Είναι εξαιρετική δουλειά, σε μουσική του Ανδρέα Κατσιγιάννη και στίχους Μαρίας Χατζηαυξέντη και συμμετέχει και ο φίλος μου, Γιάννης Κότσιρας.
Κάθε χρονιά της Γλυκερίας όμως, αποτελεί και ένα ρεκόρ πολλών και διαφορετικών ενεργειών. Θα μπορούσατε σίγουρα, να επιλέξετε να κάνετε, ένα συγκεκριμένο αριθμό εμφανίσεων, με ένα προσωπικό πρόγραμμα, αντί αυτού, πέρα από αυτό, παράλληλα κάνετε πρόγραμμα με τα Σμυρνέϊκα, με ύμνους βυζαντινούς, εμφανίσεις στο Ισραήλ αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, σας βρίσκουμε σε φεστιβάλ, να συμμετέχετε σε παραστάσεις συναδέλφων, σε ειδικά αφιερώματα στον Μίκη Θεοδωράκη κλπ κλπ.
Γιατί όχι; Μου αρέσουν πολύ, όσα κάνω. Ίσως κάποιες φορές, σωματικά να κουράζομαι από τις διαρκείς πρόβες, τις ετοιμασίες ταξιδιών, αλλά επάνω στη σκηνή, δίνω την αλήθεια μου. Τα κάνω όλα με αγάπη και σεβασμό στον κόσμο.
Κεφάλαιο δισκογραφία. Ζήσατε τις χρυσές εποχές, που η κυκλοφορία ενός δίσκου, ήταν καλλιτεχνικό γεγονός, οι εταιρίες είχαν δύναμη, και η επιτυχία αποτυπώνονταν σε πωλήσεις και airplay, Eίδατε όμως και την απαξίωση της. Εταιρίες ανύπαρκτες, και οι επιτυχίες να κρίνονται από τις θεάσεις στο youtube. Όλη αυτήν την κατάσταση και τη στροφή, πως την αντιμετωπίσατε;
Όλα έχουν ένα ανέβασμα, και μια καμπή. Όλοι επηρεαστήκαμε από τις πωλήσεις. Εμένα όλο αυτό, δε με τρόμαξε, ούτε έκανα κάτι να το αντιμετωπίσω. Το βλέπαμε ότι πήγαινε το πράγμα αλλιώς. Αυτό που με ενδιέφερε, ήταν να παίρνουν οι δημιουργοί τα δικαιώματα τους, γιατί επλήγησαν βαθύτατα και αδικήθηκαν.
Με βάση αυτά τα δεδομένα στη δισκογραφία, θα μπορούσαμε να περιμένουμε έναν ολοκαίνουργιο δίσκο από τη Γλυκερία, αλά παλαιά; Με 12 πχ νέα τραγούδια, όχι θεματικό όμως; Σύγχρονο ρεπερτόριο.
‘Οσο έχω φωνή θα σας τραγουδάω, (γέλια). Φυσικά θα μπορούσαμε, απλά πλέον δεν λειτουργεί ο δίσκος. Λειτουργούν τα τραγούδια αυτόνομα. Ένα δίσκο πια, δεν τον χρηματοδοτεί μια εταιρία, πρέπει να γίνουμε παραγωγοί του εαυτού μας, να το χρηματοδοτήσουμε εμείς. Πάντως όταν έχω το κατάλληλο υλικό, ασφαλώς θα το κάνω.
Υπήρξε κάποια στιγμή, που να περιμένατε κάποιο βήμα να αποτελέσει θρίαμβο, και αυτός να μην ήρθε τελικά;
Όχι, γιατί δεν τον περίμενα ποτέ. Ερχόταν μόνος του, όταν ήτανε να έρθει.
Παρατηρώ, τη δράση σας στα social media, και βλέπω, πως πολλές φορές, σε κοινωνικά ζητήματα, επιλέγετε να τοποθετηθείτε, με κάποιο τραγούδι, ιδανικό για την εκάστοτε περίσταση. Υπάρχει και μια έντονη άποψη, ότι οι καλλιτέχνες είναι υποχρεωμένοι να τοποθετούνται δημόσια, για όσα γύρω μας συμβαίνουν. Το πιστεύετε;
Η σιωπή είναι χρυσός. Έχω άποψη για όλα, είμαι μέσα στη ζωή, καταλαβαίνω και ζω τις εξελίξεις, αλλά δε θέλω να μιλάω επί παντός επιστητού.Δε θέλω, να επηρεάζω κόσμο. Όταν συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικό αντιδρώ με κάποιον τρόπο, ή όταν μας αποχαιρετά κάποιος αγαπημένος συνάδερφος, τότε θα τοποθετηθώ δημόσια.
«Με τη Γλυκερία στην όμορφη νύχτα» 40 χρόνια μετά. Θα έχουμε στις 16/6 μια επετειακή συναυλία, στο City garden. Τι να περιμένουμε εκείνη τη νύχτα;
Αυτό, ήταν μια ιδέα του Μιχάλη Κουμπιού, ο οποίος έχει το καλλιτεχνικό μέρος του χώρου. Μια εξαιρετική ιδέα, γιατί η εποχή εκείνη έγραψε τη δική της ιστορία.
Θα κάνουμε ένα όμορφο ελληνικό γλέντι, με τις επιτυχίες εκείνου του δίσκου και φυσικά κάποιες προσθήκες. Να έρθει ο κόσμος και να χαρεί, μιας και το έχει μεγάλη ανάγκη.
Μετά θα ακολουθήσει περιοδεία το καλοκαίρι, στην πλειοψηφία με την αγαπημένη μου Μελίνα Ασλανίδου, αλλά και μόνη μου, σε κάποιες περιοχές.
Κλείνοντας…Τι πιστεύετε, ότι δεν ξέρουμε για τη Γλυκερία, 45 χρόνια, που είστε μουσικά στις ζωές μας;
Αυτά που μάλλον δε ξέρω κι εγώ, τα υποσυνείδητα. Τα εσώψυχα που ίσως δεν τολμάει κάποιος , ούτε στον εαυτό του να πει.
Κλείνοντας νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω την Γλυκερία, για τη μεγάλη τιμή που μου έκανε, παραχωρώντας μου την παραπάνω συνέντευξη.
Παρακάτω θα βρείτε δύο links.
Το πρώτο με playlist με 20 από τα πιο αγαπημένα τραγούδια της Γλυκερίας, που πιστεύω, δεν δικαιώθηκαν όσο έπρεπε, καθώς και μερικές από τις σημαντικότερες ερμηνείες της, σε ζωντανές εμφανίσεις.
Το δεύτερο με όλα τα ντουέτα της Γλυκερίας.