Από τους κορυφαίους Έλληνες κινηματογραφιστές, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, ο άνθρωπος που μπόρεσε να “μπολιάσει τον κινηματογράφο με την εικαστική αντίληψη του πλάνου”, έφυγε σαν σήμερα πριν ένα χρόνο.

Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά οι γονείς του δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθεί σαν Αθηναίος, έτσι τον μετέφεραν στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου της Κρήτης στις 15 Δεκεμβρίου του 1926. Γιος  δικηγόρου  και πολιτικού, του Ιωσήφ Κούνδουρου, σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από την οποία και αποφοίτησε το 1948. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και πολέμησε στα Δεκεμβριανά. Μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρονήσο, λόγω των αριστερών φρονημάτων του…

“Κι εμείς νέοι τότε, σχεδόν παιδιά, βρεθήκαμε μ’ ένα όπλο στα χέρια ν’ αναγνωρίσουμε ποιοί είμαστε.

Αργήσαμε να καταλάβουμε πως σιγά σιγά, ύπουλα, άρχισαν να ξεσκεπάζονται δύο πρόσωπα. Εμείς και οι άλλοι. Και το είπαν Εμφύλιο”.

Στα 28 του χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης με τη Μαγική Πόλη (1954), όπου συνδύασε τις επιρροές του από το νεορεαλισμό με την εικαστική του ματιά. Με το σύνθετο και πρωτοποριακό έργο Ο Δράκος (1956), ο Νίκος Κούνδουρος καθιερώνεται. Ακολούθησαν Οι παράνομοι (1958), Το ποτάμι (1959), Μικρές Αφροδίτες (1963), Το πρόσωπο της Μέδουσας (1967), Τα τραγούδια της φωτιάς (1974), 1922 (1978) , Μπορντέλο (1984), Μπάυρον: Μπαλλάντα για ένα δαίμονα (1992), Οι φωτογράφοι (1998) και Το πλοίο[the ship] (2011).

Οι Μικρές Αφροδίτες σε σενάριο του Βασίλη Βασιλικού είναι  μία ταινία με κύρια χαρακτηριστικά τον έντονο ερωτισμό και την πλαστική ομορφιά των εικόνων. Η ταινία κατακτά το βραβείο σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου ενώ κατακτά τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, μουσικής και κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς και το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.

Με το πραξικότημα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα το 1967 διαφεύγει στο εξωτερικό. Επιστρέφει μετα την πτώση της Χούντας και γυρνά  το μουσικοπολιτικό ντοκιμαντέρ «Τα Τραγούδια της Φωτιάς» (1975).

“Ανατρέχοντας στις συνθήκες που δημιούργησαν τον Δράκο, τη Στέλλα, την Ηλέκτρα, την Ευδοκία, λέω πως ήταν γεννήματα ενός φανατισμού που καταγόταν και στόχευε από και προς ένα κοινό πάθος : να διακονήσουμε με όση ταπεινοσύνη αλλά και με όση έπαρση είχαμε τον μεγάλο ελληνικό μύθο, κατά τις μικρές δυνάμεις που ο καθένας μας είχε, και να τον αντιπαραθέσουμε εμείς, οι υπηρέτες μιας τέχνης συχνά ανεπιβεβαίωτης αλλά παρ’ όλα αυτά παρούσας, με μια εκθαμβωτική ζωντάνια”

 

Δύο δυνατές φιλίες φωτίζουν ολόπλευρα πτυχές της προσωπικότητας του μεγάλου δημιουργού. Οι γνωριμίες με τον Θανάση Βέγγο και τον Μάνο Χατζηδάκι υπήρξαν καταλυτικές στη ζωή του.

«Τι κάνεις;» τον ρωτάω. «Θα πεθάνεις εδώ πάνω» απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω. Ήταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα.»

“Θυμάμαι τη ζωή μου με τον Μάνο Χατζιδάκι και γεμίζει μουσικές το μυαλό μου», γράφει σε μια  «επιστολή» του, δημοσιευμένη στο βιβλίο Ανοιχτές επιστολές στον Μάνο Χατζιδάκι. 

Μια ακόμη βαθιά φιλία γερή και ακλόνητη που ξεκίνησε από τα χρόνια της νεότητας και δοκιμάστηκε με επιτυχία στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια…

“Κάθε μέρα ήταν πανηγύρι, καθώς μοιάζανε ατέλειωτα τα θαύματα του κόσμου που φτάνανε σιγά σιγά ως τη ματωμένη από τον Εμφύλιο πατρίδα, τη βουβαμένη απ’ την τρομάρα που οι νικητές σκορπάγανε γύρω τους. Κι εμείς ακούγαμε μουσικές και διαβάσματα και κουβέντες ατέλειωτες στην τρομοκρατία του χωροφύλακα και του λογοκριτή, και στήναμε με πείσμα και με πονηριές το δικό μας καινούργιο κόσμο κάτω από το αιμοβόρο βλέμμα του Κράτους”

Ο Μάνος χατζιδάκης με τη σειρά του στη Ρωμαϊκή Αγορά γράφει για τον Νίκο Κούνδουρο …

«Ο φίλος μου ο Νίκος Κούνδουρος σπούδαζε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ανακαλύπταμε μαζί τον Radiguet, τον Lorca, τον Μακρυγιάννη, τα χαμόσπιτα πίσω από του Fix, τα κορίτσια με τις σκιστές φούστες, τον Hanns Eisler, τον Panait Istrati, τον Menotti, τον Prokofiev και τον Χαράλαμπο του Βυζαντίου. Μα όλ’ αυτά ήταν ύποπτα εκείνο τον καιρό κι όποιο πρόσωπο δεν έμοιαζε με χαφιέ, με χαρτοκλέφτη και με μπράβο, το επίσημο κράτος τον κατεδίωκε και προσπαθούσε να τον εκμηδενίσει. Έτσι ο Νίκος Κούνδουρος βρέθηκε στη Μακρόνησο, σ’ αυτόν τον “Παρθενώνα” του εικοστού αιώνα».

Μέσα στα δύσκολα χρόνια στεριώνουν οι πιο δυνατές φιλίες και η φιλία τους κράτησε μέχρι το τέλος

“Μάνο μου. Σε κυνήγησα μια ζωή, ταπεινός ακροατής της μουσικής σου, και είμαι τυχερός που ήσουνα εσύ ο παιδικός μου φίλος, κι ας μην ήμαστε παιδιά ούτε τότε”.

Ας μην παραλείψουμε ότι έγραψε τα βιβλία: Περιπλάνηση (Εξάντας), Stop Carre (Καστανιώτης) με μακέτες , σχέδια και φωτογραφίες των  προσώπων των σκηνικών και των  κουστουμιών των ταινιών που γύρισε. Ακόμη το  “Ονειρεύτηκα πως πέθανα”, η αυτοβιογραφία του (Ίκαρος), Η απολογία του Θεόφιλου Τσάφου (Αιγόκερως), Μνήμη Απειθάρχητη (Άγρα) και  Γράμματα από την Κριμαία (Άγρα).

Τέλος τόσο η ελληνική όσο και η γαλλική και αγγλική τηλεόραση έχουν προβάλει ταινίες του Κούνδουρου. Σημειώνεται επίσης πως αντίγραφα (κόπιες) πολλών ταινιών του βρίσκονται στο Ευρωπαϊκό Μουσείο Κινηματογράφου, στη Γαλλική Ταινιοθήκη καθώς και στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης.

Ο Νίκος Κούνδουρος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών, την Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017. Το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με αναπνευστικά προβλήματα.