Υπήρξε μια εποχή του Ελληνικού κινηματογράφου, που οι μεγάλοι σταρ φόρεσαν φουστανέλες και παραδοσιακές στολές, πήραν τα τουφέκια στα χέρια τους και μετέφεραν στη μεγάλη οθόνη την Επανάσταση του 1821. Για κάποιους σήμερα οι ταινίες αυτές παραποιούν την ιστορική αλήθεια, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τα φιλμ αυτά ήταν προπαγανδιστικού περιεχομένου, και είχαν την έγκριση του χουντικού καθεστώτος.
Η πρώτη ελληνική ταινία με θέμα την Επανάσταση του 1821 ήταν η “Μπουμπουλίνα” (1959) του Κώστα Ανδρίτσου. Οι κριτικές της εποχής τη “θάβουν” στην κυριολεξία χαρακτηρίζοντας το σενάριο παιδαριώδες, ανούσιο και πλαδαρό. (από κριτική του Αντώνη Μοσχοβάκη στον “Ανεξάρτητο Τύπο”).
Την ίδια χρονιά ο Γρηγόρης Γρηγορίου θα μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την αιματηρή ιστορία του Αλή Πασά και της κυρά Φροσύνης με τον Τζαβαλά Καρούσο και την Ειρήνη Παπά στους αντίστοιχους ρόλους. Μια εξαιρετική παραγωγή(ίσως η καλύτερη του ελληνικού σινεμά με θέμα το 1821) με εξαίρετα ντεκόρ και κοστούμια του Τάσου Ζωγράφου ενώ η φωτογραφία του Αριστείδη Καρύδη – Φουκς είναι από τις καλύτερες επιτεύξεις του κινηματογράφου μας.
Στη δεκαετία του 60 θα γυριστούν μόλις δύο ταινίες με θέμα την Επανάσταση του 1821, καθώς οι Ιστορικές ταινίες υπήρξαν ένα είδος πολύ δυσπρόσιτο, λόγω κόστους αλλά και έλλειψης πείρας από τους κινηματογραφιστές. Το 1961 ο Γιώργος Πετρίδης θα γυρίσει τα “Σαράντα Παλικάρια” και τρία χρόνια αργότερα ο Δημήτρης Δούκας την “Έξοδο του Μεσολογγίου”. Ταινίες που θυμίζουν περισσότερο παιδικές θεατρικές παραστάσεις.
Η επόμενη προσπάθεια θα γίνει το 1971 από τη Φίνος Φιλμ. Η θρυλική εταιρεία θα γυρίσει τον “Παπαφλέσσα” με το απίστευτο κόστος των 12.000.000 δραχμών, και θεωρείται από τις μεγαλύτερες υπερπαραγωγές του Ελληνικού κινηματογράφου προσεγγίζοντας αντίστοιχες αμερικανικές. Το στόρι της ταινίας ξεκινά με τη κήρυξη της Επανάστασης στο Μοριά και καταλήγει με τη νίκη επί του Δράμαλη στα Δερβενάκια και το θάνατο του Εθνικού ήρωα στο Μανιάκι το 1825 πολεμώντας τις ορδές του Αιγύπτιου Ιμπραήμ.
Τον Παπαφλέσσα ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη ο κορυφαίος ηθοποιός μας Δημήτρης Παπαμιχαήλ ο οποίος παρά την εξαιρετική ερμηνεία του αποδοκιμάστηκε από το κοινό κατά τη διάρκεια της προβολής της ταινίας στο Φεστιβάλ Ελληνικού κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Τα γιουχαΐσματα από μερίδα θεατών (κυρίως φοιτητών) στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών όταν στην οθόνη έπεσε το σήμα της Φίνος Φιλμ (για τους φοιτητές τότε θεωρούνταν το κατεστημένο) προκάλεσαν την οργή του ηθοποιού που δεν δίστασε να ζητήσει και την κατάργηση του θεσμού του Φεστιβάλ Κινηματογράφου. «Δεν σεβάστηκαν τίποτε. Εξεπλάγην. Επρόκειτο για ένα φαιδρό συρφετό αγέλης, φανατικών της εξέδρας. Καφενόβιους. Ήρθαν με σκοπό να μετατρέψουν το Φεστιβάλ σε εμποροπανήγυρη. Για αυτό είναι προτιμότερο να καταργηθεί», δήλωσε ο Παπαμιχαήλ μετά το τέλος της προβολής. Παρά το συγκεκριμένο γεγονός η ταινία αρέσει και στην κινηματογραφική εκδήλωση της συμπρωτεύουσας αποσπά τα βραβεία Καλύτερης Σκηνοθεσίας στον Ερρίκο Ανδρέου, Αρτιότερης Παραγωγής στους Φιλοποίμην Φίνο και Τζέιμς Πάρις ενώ δόθηκε και Τιμητική διάκριση στον σκηνογράφο και ενδυματολόγο του φιλμ Διονύση Φωτόπουλο.
Η πρεμιέρα της ταινίας “Παπαφλέσσας” στην Αθήνα έγινε στις 25 Οκτωβρίου 1971 στον κινηματογράφο Αττικόν. Παρούσα η στρατιωτική ηγεσία του ΓΕΕΘΑ (η χούντα στήριζε ταινίες πατριωτικές, βάζοντας ακόμη και ολόκληρα τάγματα να παίζουν ως κομπάρσοι!). Η παρουσία της στρατιωτικής ηγεσίας ενόχλησε τον Φιλοποίμην Φίνο, το ανέχτηκε ωστόσο γνωρίζοντας τις φιλικές σχέσεις του συμπαραγωγού της ταινίας Τζέιμς Πάρις με το καθεστώς των Συνταγματαρχών. Μετά το τέλος της προβολής της ταινίας ο Φίνος συνοδευόμενος από τη σύζυγο του Τζέλα Βανάκου αποχώρησε διακριτικά μη τυχόν και έλθει σε επαφή με το χουντικό καθεστώς. Εισπρακτικά ο «Παπαφλέσσας» συγκέντρωσε 297.817 θεατές, μικρός αριθμός για μια τόσο ακριβή παραγωγή. Αμέσως μετά τη πρεμιέρα της ταινίας η κοινοπραξία Φίνος Φιλμ και Τζέιμς Πάρις διαλύθηκε μάλλον άδοξα, παρά το κοσμικό και καλλιτεχνικό κοκτέιλ που δόθηκε, ένα χρόνο πριν, στις αίθουσες του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία για να αναγγελθεί η συνεργασία των δύο παραγωγών.
Την ίδια χρονιά ο κινηματογραφικός οργανισμός Καραγιάννης – Καρατζόπουλος γυρίζει τη “Μαντώ Μαυρογένους” με πρωταγωνίστρια την Τζένη Καρέζη. Αν και δεν πρόκειται για τη βιογραφία της φλογερής ηρωίδας της Επανάστασης του 1821, αφού σεναριακά επικεντρώνεται στην άτυχη αισθηματική ιστορία της Μαντούς με τον Πρίγκηπα Δημήτριο Υψηλάντη, ωστόσο πέρα από το ρομάντζο, η ταινία έχει και κάποιες σκηνές μάχης.
Ο σκηνοθέτης Κώστας Καραγιάννης γνωρίζοντας πως δεν έχει την οικονομική δυνατότητα, αποφεύγει να γυρίσει πολεμικές σκηνές, τοποθετώντας την κάμερα σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του φιλμ σε εσωτερικούς χώρους, καταφέρνοντας έτσι να εστιάσει στις ψυχικές διακυμάνσεις των ηρώων, μετατρέποντας την ταινία σε μια καλή θεατρική παράσταση. Εκείνο που έχει χαραχτεί στη μνήμη όσων έχουν δει τη συγκεκριμένη ταινία είναι η αρχή και το φινάλε της, όταν η Μαυρογένους ζητά να δει τον αρμόδιο Υπουργό, όχι φυσικά για κάποιο ρουσφέτι αλλά για τη σύνταξη αγωνιστού που κανείς δεν της αναγνωρίζει.
Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι τη Μαντώ Μαυρογένους ζωντάνεψε επί σκηνής του Θεάτρου “Αλίκη”, η Αλίκη Βουγιουκλάκη μέσα από το έργο του Γιώργου Ρούσσου “Προδομένος Λαός”, τη θεατρική σεζόν 1974 – 75.
Το 1972 ο σκηνοθέτης Δημήτρης Παπακωνσταντής, μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του Μιχάλη Περάνθη “Οι Σουλιώτες” με πρωταγωνιστές τους Χρήστο Πολίτη, Κάτια Δανδουλάκη, Γιάννη Κατράνη, Αλέκα Κατσέλη(τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση), Λαυρέντη Διανέλλο, Χρήστο Καλαβρούζο και Φερνάντο Σάντσο. Στο φιλμ, οι Σουλιώτες πληροφορούνται ότι ο Αλή Πασάς ετοιμάζεται να τους επιτεθεί και να πατήσει το Σούλι. Ο Φώτος Τζαβέλλας όμως, και τα παλικάρια του είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν την ελευθερία τους. Ο Αλή Πασάς αποφασίζει να πολιορκήσει το Σούλι, αλλά οι γενναίοι Σουλιώτες δεν πρόκειται να πέσουν στα χέρια των Τούρκων ζωντανοί. Το δράμα κορυφώνεται βρίσκοντας τις Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο, να τραγουδούν “Στη στεριά δεν ζει το ψάρι” και να θυσιάζονται χορεύοντας και πέφτοντας στον γκρεμό. Το σενάριο φέρει την υπογραφή του λογοτέχνη Πάνου Κοντέλη.
Το 1974 η Φίνος Φιλμ παρουσιάζει τη “Δίκη Των Δικαστών”. Μια ιστορική ταινία που αφορά τη δίκη του επαναστάτη οπλαρχηγού και λαϊκού ήρωα, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ταινία εξαιρετικά βαριά, σοβαρότατη προσέγγιση των γεγονότων που σημάδεψαν τις δίκες αυτές, με ανάγλυφη περιγραφή του ρόλου του παρασκηνίου και των μηχανισμών. “Η Δίκη Των Δικαστών” γυρίστηκε στην Αθήνα και στο Ναύπλιο και συνέπεσε η προβολή της το πρώτο φθινόπωρο μετά την απελευθέρωση από την χούντα.
Η πρεμιέρα της έγινε στις 28 Οκτωβρίου 1974 με τα εισιτήρια να φτάνουν μόλις τις 98.299, αριθμός ιδιαίτερα μικρός για παραγωγή του Φίνου. Ως άρτια παραγωγή του Φίνου διαθέτει εξαιρετικά ντεκόρ και κοστούμια από τον σπουδαίο Διονύση Φωτόπουλο, που μπόρεσε να αναπαραστήσει μια ολόκληρη εποχή με τα λιγότερα δυνατά μέσα, εξαιρετική μουσική από τον Χρήστο Λεοντή και ένα τεράστιο καστ, με επικεφαλής τον Νίκο Κούρκουλο και με “ευγενώς προσφερθέντες” τον Μάνο Κατράκη, στον ρόλο του Κολοκοτρώνη και τον Δημήτρη Μυράτ, στο ρόλο του Καποδίστρια.
Η σκηνή της απολογίας του Νίκου Κούρκουλου ως Δικαστής Αθανάσιος Πολυζωϊδης, ο οποίος κατηγορήθηκε επειδή δεν υπέγραφε την εις θάνατον καταδίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη,είναι καταπληκτική, μοναδική, αληθινή και επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε. Άλλωστε το μήνυμα που περνά η ταινία στο σύνολο της λέει πάρα πολλά, σχετικά με το πόσο πολύ μας αγαπάνε και νοιάζονται για όλους εμάς και την Πατρίδα μας, οι “φίλοι” μας Ευρωπαίοι, αλλά και όλες οι άλλες ξένες δυνάμεις.
Για την ιστορία να πούμε ότι η “Δίκη Των Δικαστών” είναι και η τελευταία συνεργασία του Νίκου Κούρκουλου με τη Φίνος Φιλμ. Η ταινία αποδοκιμάστηκε από κριτικούς και κοινό (κυρίως φοιτητές) κατά τη διάρκεια της προβολής της στο 15ο Φεστιβάλ Ελληνικού κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Αναφορά ίσως θα έπρεπε να γίνει και στην “Κόρη του Ήλιου” του Ντίνου Δημόπουλου που γυρίστηκε το 1971 και σεναριακά μας μεταφέρει στον καιρό των τσιφλικάδων, κάπου στη Βόρεια Θεσσαλία, όμορη τότε με την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Κάπως έτσι καταγράφηκε η επανάσταση του 21 στα κινηματογραφικά καρέ, και είναι κρίμα που τα τηλεοπτικά κανάλια δε τις προβάλουν πλέον ενώ κάποιοι τις αντιμετωπίζουν ως καλτ παραγωγές. Οι ταινίες αυτές προσπάθησαν να ιχνογραφήσουν τη μεγάλη περίοδο της ελληνικής ιστορίας με τεράστιες μορφές συντελεστών.