Με φόντο τη νυχτερινή Πλάκα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, ο Γιάννης Δαλιανίδης γυρίζει το 1966 το μιούζικαλ “Οι Θαλασσιές οι Χάντρες”. Μια μουσικοχορευτική ταινία πολύ μακριά από τα αμερικάνικα πρότυπα των προηγούμενων μιούζικαλ.
Ένα από τα καλύτερα μιούζικαλ
Με έξοχο χρώμα, κεφάτη μουσική του Μίμη Πλέσσα αλλά κυρίως, χαριτωμένους διαλόγους ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης φτιάχνει ίσως το καλύτερο μιούζικαλ του Ελληνικού κινηματογράφου, μαζί με τις “Διπλοπενιές” του Γιώργου Σκαλενάκη. Ο Μάρκος Ζέρβας, πολύτιμος συνεργάτης του Φίνου, στήνει ως ντεκόρ δρόμους ολόκληρους της Πλάκας μαζί με τα εσωτερικά των μαγαζιών. Αυτός είναι ο χώρος στον οποίο κινούνται οι πρωταγωνιστές, η Ζωή Λάσκαρη με μίνι φούστα και μποτάκια και ο μυστακοφόρος Φαίδων Γεωργίτσης.
Γύρω τους ένας κόσμος ολόκληρος στον οποίο ξεχωρίζει το εκρηκτικό ταλέντο του Κώστα Βουτσά και η Μάρθα Καραγιάννη, πραγματικά απολαυστική σε χιούμορ. Η Μαίρη Χρονοπούλου εμφανίζεται ως γκεστ – σταρ αφού από την ημέρα που είχε περάσει τις πύλες της Φίνος Φιλμ, παρακαλούσε καθημερινά το Δαλιανίδη να της δώσει ένα ρόλο σε μιούζικαλ. Η ευκαιρία ήρθε με τις “Χάντρες” ενώ θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια, το “Μια Κυρία Στα Μπουζούκια“(1967) και “Γοργόνες και Μάγκες“(1968). Ξεχωριστή ίσως αναφορά θα έπρεπε να γίνει και στους Γιάννη Βογιατζή, Χρήστο Δοξαρά, Γιώργο Τσιτσόπουλο, το ζεύγος των αριστοκρατικών γονέων Νανά Σκιαδά και Άρη Μαλλιαγρό, την τραγουδίστρια Αλέκα Μαβίλη και φυσικά τη σπουδαία Μαίρη Μεταξά που εδώ για πρώτη φορά θα ερμηνεύσει τη μάνα του Βουτσά. Ένας ρόλος που θα την περάσει στην κινηματογραφική μας μυθολογία.
Το σάουντρακ της ταινίας
Τη μουσική της ταινίας υπογράφει ο Μίμης Πλέσσας, μόνιμος συνεργάτης του Δαλιανίδη. Μάλιστα σχεδόν μαζί με την πρεμιέρα του φιλμ (20 Φεβρουαρίου 1967), από τη δισκογραφική εταιρεία Lyra κυκλοφορεί σε δίσκο 33 στροφών, το σάουντρακ της ταινίας. Ένας δίσκος από τον οποίο όμως έλλειπαν σχεδόν τα περισσότερα τραγούδια, καθώς οι ερμηνευτές τους τότε βρίσκονταν κάτω από άλλη μουσική στέγη. Οι εταιρείες, την εποχή εκείνη δεν έδιναν εύκολα άδειες για συμμετοχές καλλιτεχνών τους σε άλλες παραγωγές εκτός από τις δικές τους. Για δεκαετίες λοιπόν το συγκεκριμένο OST δεν κυκλοφορούσε ολοκληρωμένο.
Φέτος ο υποφαινόμενος συγκέντρωσε όλες τις μουσικές γέφυρες αλλά και όλα τα τραγούδια, έτσι ακριβώς όπως ακούστηκαν στην ταινία. Το “Βρέχει Πάλι Απόψε” με την Αλέκα Μαβίλη, το “Έκλαψα Χθες” με τη Μαίρη Χρονοπούλου, τα “Πίσω απ΄το Παράθυρο” και “Απόψε Κάποιος Θα Χαθεί” με το Γιάννη Πουλόπουλο, το “Φέρε μου την Άνοιξη” με το Σάκη Παπανικολάου και φυσικά το αγγλόφωνο “Crazy Girl” με τη Νέλλη Μάνου. Για πρώτη φορά επίσης καταγράφεται και το μεγάλο Φινάλε της ταινίας ενώ ως Bonus ο ακροατής ακούει το “Έκλαψα Χθες” με τη Μαρινέλλα αλλά και με διαφορετική ενορχήστρωση, το “Πίσω απ΄το Παράθυρο” με την υπέροχη φωνή του Σάκη Παπανικολάου.
Οι προβληματισμοί του Δαλιανίδη και τα μηνύματα του σεναρίου
Σεναριακά “Οι Θαλασσιές οι Χάντρες” για τους περισσότερους αποτελούν μια τυπική μουσική κωμωδία. Παρακολουθώντας την όμως, σχεδόν μισό αιώνα μετά την πρώτη προβολή της, από τα πρώτα λεπτά της ταινίας φαίνεται η σατιρική διάθεση του σκηνοθέτη για τον ελληνικό πολιτισμό, με μια ομάδα πλανόδιων να διαφημίζουν τα εμπορεύματα τους στους ξένους, σε σπασμένα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Ακολουθεί η χαρά των μικροπωλητών που γνωρίζουν έναν Αμερικανό, από τον οποίο περιμένουν ιδέες αλλά κυρίως κεφάλαια (η λεγόμενη βοήθεια από την Αμερική). Ο Δαλιανίδης πέρα από τη διασκεδαστική χροιά της ταινίας δίνει τους δικούς του προβληματισμούς σχετικά με τη θέση της γυναίκας, πάντα όμως με ανάλαφρη διάθεση δίνοντας την ευκαιρία στη Μάρθα Καραγιάννη να παίξει τον πιο ολοκληρωμένο ρόλο στη μέχρι τότε κινηματογραφική της καριέρα.
“Οι Θαλασσιές οι Χάντρες” έκαναν πρεμιέρα στις 2ο Φεβρουαρίου 1967, συγκεντρώνοντας 531.278 θεατές στις αίθουσες Α΄προβολής, σε Αθήνα, Πειραιά και Προάστια. Το μιούζικαλ προβάλλεται ανεπίσημα στο Φεστιβάλ των Καννών και λίγο αργότερα στο Παρίσι με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Ελληνικές Χάντρες“. Το γαλλικό περιοδικό “Σινεμόντ” που πατρονάρει την ταινία στο Παρίσι, αφιερώνει ένα δισέλιδο στη Ζωή Λάσκαρη χαρακτηρίζοντας την ως τη Μπαρντό της Ελλάδας.