Όταν η συναρπαστική και πολυτάραχη ζωή της σπουδαιότερης Ελληνίδας στιχουργού, πέφτει στα χέρια του βραβευμένου σκηνοθέτη Άγγελου Φραντζή, έχουμε την «Ευτυχία», που γίνεται το απόλυτο mainstream των τελευταίων χρόνων και αποδεικνύει ότι ο Ελληνικός Κινηματογράφος μπορεί.
Κριτική – Παρουσίαση: Γιάννης Ζαμπατής
Με αφορμή την προβολή και προς μεγάλη μου έκπληξη, της πρόσφατης μεγάλης εμπορικής επιτυχίας της ταινίας του Άγγελου Φραντζή «Ευτυχία» από την τηλεόραση, δράττομαι της ευκαιρίας να καταθέσω κι εγώ φόρο τιμής με τις απόψεις μου για το μεγάλο αυτό εγχείρημα.
Κρίμα όμως που ο ΑΝΤ1 δεν ολοκλήρωσε αυτήν την κίνηση, κόβοντάς τη βιαστικά στους τίτλους του τέλους, στερώντας την ευκαιρία στους θεατές να ακούσουν ένα σημαντικό κομμάτι, που έκλεινε αριστοτεχνικά ως επιμύθιο την ταινία.
Και μιλάμε για το ομότιτλο τραγούδι «Ευτυχία» σε μουσική Μίνου Μάτσα και στίχους της πολυτάλαντης και εξαιρετικά ανερχόμενης Σοφίας Καψούρου, που ερμηνεύουν οι Γιώργος Νταλάρας, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, Κώστας Τριανταφυλλίδης και Μαρία Κίτσου. Ένα τραγούδι που σίγουρα έχει πάρει το δρόμο του.
Η Ευτυχία ήταν ανεπιτήδευτα μεγάλη. Δεν διεκδικούσε την προβολή της, δεν νοιαζόταν για την «υστεροφημία» της, δεν κλείστηκε σε καλούπια, δεν χώραγε στα κυκλώματα.
Αν «κυνηγούσε τ’ όνειρό της», με την έννοια που έχει επικρατήσει στην κοινωνία που θεοποιεί το κέρδος, θα μπορούσε να έχει τα πάντα.
Ίσως όμως να μην κατακτούσε ποτέ την αγάπη του απλού κόσμου, των λαϊκών ανθρώπων με το αλάνθαστο κριτήριο, που ξέρουν να αναγνωρίζουν τον αυθεντικό λαϊκό δημιουργό και να κάνουν κτήμα το δημιούργημά του.
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, αν και υπήρξε η μεγαλύτερη ίσως ποιήτρια και λαϊκή στιχουργός μας, δεν ήταν γνωστή στο ευρύ κοινό, πέρα από το θεατρόφιλο κοινό που την γνώρισε μέσα από την παράσταση του Πέτρου Ζούλια «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» με την Νένα Μεντή.
Σήμερα την γνωρίζει πολύ περισσότερος κόσμος μέσα από την ταινία «Ευτυχία» που ανέλαβε σκηνοθετικά ο Άγγελος Φραντζής με αρωγό το σενάριο της Κατερίνας Μπέη, βασισμένο στο αυτοβιογραφικό «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» της εγγονής της Ρέας Μανέλη και παραγωγό τον Δημήτρη Σαμιώτη.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.
Η Ευτυχία, προέρχεται από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας και είναι παντρεμένη με έναν πλούσιο πολύ μεγαλύτερο της άντρα (Παύλος Ορκόπουλος) που ταξίδευε συνεχώς.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, βρίσκεται ξενιτεμένη στην Αθήνα με τη μάνα της (Ντίνα Μιχαηλίδου) και τα δύο μικρά παιδιά της.
Στην Αθήνα, η Ευτυχία παίρνει τις αποφάσεις που θα την ακολουθήσουν στην υπόλοιπη ζωή της. Αφήνει τον άντρα της που δεν τον αγαπούσε, σε αντίθεση προς τα στερεότυπα της εποχής και κάνει ένα καινούριο ξεκίνημα στο θέατρο.
Περνάει χρόνια παίζοντας σε μπουλούκια στην επαρχία ενώ αργότερα έρχεται στην Αθήνα και δουλεύει με τη Μαρίκα Κοτοπούλη (Κατερίνα Διδασκάλου).
Όλο αυτό τον καιρό γράφει στιχάκια όπου βρει, σε χαρτοπετσέτες, σε πακέτα από τσιγάρα, χαρτάκια λογαριασμών, παντού. Κάθε δύσκολη στιγμή, κάθε τραγωδία της μεταμορφωνόταν αυτόματα σε στίχο.
Ποτέ δεν υπολόγιζε την αξία τους, σε σημείο να την εκμεταλλεύονται πολλές φορές. Άλλωστε είναι γνωστό ότι εκατοντάδες τραγούδια της ηχογραφήθηκαν χωρίς να φέρουν το όνομά της ως στιχουργού.
Καπνίζει μανιωδώς, χαρτοπαίζει μέχρι τελικής πτώσης σε πολυτελή σαλόνια, αλλά και σε παράνομα υπόγεια.
Γνωρίζει όμως και ερωτεύεται τον άντρα που έμελλε να γίνει ο δεύτερος σύζυγός της και παντοτινός σύντροφος, τον αστυνόμο Γιώργο Παπαγιαννόπουλο (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης), στον οποίο μένει πιστή, χωρίς να χάσει όμως τη χειραφέτησή της..
Η Ευτυχία δεν αργεί να αναδειχθεί ως η μεγαλύτερη Ελληνίδα στιχουργός του λαϊκού τραγουδιού.
Τους στίχους της κάνουν τραγούδια όλες οι διάσημες μουσικές προσωπικότητες της χώρας, από τον Βασίλη Τσιτσάνη (Λεωνίδας Κακούρης) και τον Απόστολο Καλδάρα (Χάρης Μαυρουδής), ως τον Μανώλη Χιώτη (Κρατερός Κατσούλης), τον Αντώνη Ρεπάνη και τον Μάνο Χατζιδάκι (Αντώνης Λουδάρος), τον οποίο και θεωρούσε τον μόνο απροσπέλαστο.
Η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη: Αντιλαλούνε τα βουνά, Δυο πόρτες έχει η ζωή, Είμαι αητός χωρίς φτερά, Ηλιοβασιλέματα, Τα καβουράκια, Γυάλινος κόσμος, Όνειρο απατηλό, Σε τούτο το παλιόσπιτο, Συρματοπλέγματα βαριά, Περασμένες μου αγάπες, Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι και πάρα πολλά ακόμα.
Μια γυναίκα παθιασμένη και γεμάτη ταλέντο, ασυμβίβαστη και θαρραλέα, είχε καταφέρει να εισχωρήσει σε ένα σκληρό και τυπικά ανδροκρατούμενο κόσμο.
Μια γυναίκα με ιδιόρρυθμο χαρακτήρα, εκρηκτική με τσαμπουκά πάντα να υποστηρίζει τις επιλογές της όσο και προχωρημένες να είναι, όπως η μέχρι τέλους εγκάρδια φιλία της με έναν ανοιχτό γκέι της εποχής (Θάνος Τοκάκης).
Την γυναίκα αυτή ρισκάρει ο σκηνοθέτης να υποδυθούν δύο διαφορετικές ηθοποιοί, θεωρώντας ότι είναι μεγάλη η χρονική απόκλιση μέσα στις πέντε δεκαετίες που διανύει η ιστορία για μια μόνο ηθοποιό.
Εδώ έρχεται και ένα από τα μεγάλα ατού της ταινίας, η επιλογή των συγκεκριμένων ηθοποιών Γκουλιώνη και Καραμπέτη να φωτίσει κάθε μια με το δικό της ταμπεραμέντο την εποχή της.
Η Κάτια Γκουλιώνη πραγματικά δίνει μια ερμηνεία αξιώσεων ερμηνεύοντας την νεαρή Ευτυχία με ανεπιτήδευτη αμεσότητα και σπιρτάδα, κρατώντας την υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό της στο καράβι του ξεριζωμού, να μην στερηθεί τη ζωή της.
Στη συνέχεια έρχεται με το ανυπέρβλητο εκτόπισμά της η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, να φωτίσει την γερασμένη πια Ευτυχία που έχει μαλακώσει και χαμηλώσει τους τόνους και που προσπαθεί να ισορροπήσει την δυναμική γυναίκα που υπήρξε, την σύντροφο, την μάνα.
Αλλά και οι δυο τους μαζί σαν σύνολο ήταν έτοιμες να φωτίσουν την μεγάλη αυτή προσωπικότητα της Ευτυχίας, αφού δούλεψαν πολύ μαζί, ακόμα και με εναλλαγή των ρόλων για να δέσουν και να γίνουν η Ευτυχία.
«Δεν θέλω να θυμάμαι», λέει εκείνη στην πρώτη φράση της ταινίας, η οποία ξεκινά με μια γιορτινή βραδιά προς τιμήν της λαϊκής στιχουργού, όπου παρευρίσκονται όλοι οι σπουδαίοι συνθέτες με τους οποίους είχε συνεργαστεί.
Ας με συγχωρέσουν οι εκλεκτοί Αντώνης Λουδάρος για τον Χατζηδάκι του και Φοίβος Δεληβοριάς για τον κονφερασιέ του που δεν με έπεισαν.
Συμπαθείς, χωρίς κάποια υπέρβαση, ο Κρατερός Κατσούλης στην απόδοση της γλυκύτητας και της ευγένειας του Μανώλη Χιώτη, όπως και ο Λεωνίδας Κακούρης στον ρόλο του Τσιτσάνη.
Επιστρέφουμε γρήγορα στην καταστροφή της Σμύρνης και στο ριψοκίνδυνο πέρασμά της στην Ελλάδα του 1922, όπου έχουμε μια αριστοτεχνική σκηνή με προσεγμένα κοντινά, που θα ζήλευε κάθε ταινία του είδους.
Ακολουθεί στη συνέχεια μια στρωτή αφήγηση που χτίζεται με τις αναμνήσεις της ηρωίδας με τα επαναλαμβανόμενα flash-forward, όπου το «φάντασμα» κάθε ιστορικού κεφαλαίου της ζωής της που κλείνει (ο πρώτος και ο δεύτερος σύζυγός της, η μητέρα της…) την επισκέπτονται στο τραπέζι της τιμητικής γιορτής.
Αναμφισβήτητα σκηνές συναισθηματικής φόρτισης και τρυφερότητας.
Μέσα από αυτήν τη στρωτή αφήγηση παρακολουθούμε κομμάτια της ζωής της μεγάλης στιχουργού, με στοιχεία μυθοπλασίας οπωσδήποτε, αφού σε αυτό έχει επικεντρωθεί ο σκηνοθέτης.
Τα χρόνια που περνούν και ο ιστορικός περίγυρος δεν την αγγίζουν, αλλιώς φοβάμαι ότι θα πήγαινε αλλού το πράγμα σε έπος τύπου Αδελφών Καραμαζώφ.
Μέσα από την αφήγηση αυτής της μυθοπλασίας περνάνε πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή της, όπως η Σωτηρία Μπέλλου που ενώ νοσηλευόταν το σκάει για να πάει στο μπαρμπούτι (Χρύσα Ρώπα).
Ή την τρυφερή σχέση με την φίλη της Ρένα Βλαχοπούλου που ερμηνεύει η Ματθίλδη Μαγγίρα, ίσως κάπως υπερβολικά, που εκ πρώτης όψεως θυμίζει σατυρικό τρολάρισμα, όμως μυθοπλαστικά το ξεπερνάς.
Όλα προχωράνε φυσικά και αβίαστα με τις σκηνές να εναλλάσσονται από το γέλιο στο δάκρυ, σε μια πορεία όπου στις πιο επίπεδες στιγμές, έχεις την ευκαιρία να προσέξεις και να θαυμάσεις τα υπέροχα κοστούμια εποχής που επιμελήθηκε η Ιουλία Σταυρίδου, αλλά και τα εξαιρετικά χρώματα, ή την περίφημη δουλειά της Ιουλίας Γιατράκου και του Κωνσταντίνου Σαββάκη στο makeup και το hairstyling.
Θέλω να σταθώ όμως και σε κάποιες ερμηνείες που ξεχώρισα όπως της Ντίνας Μιχαηλίδη στο ρόλο της Μαριόγκας, της αυστηρής, συντηρητικής μα και τρυφερής συνάμα μάνας.
Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης στο ρόλο του δεύτερου συζύγου της Ευτυχίας, παρότι δεν αναπτύσσεται πολύ, δίνει εξαιρετικό δείγμα ερμηνείας.
Όμορφες και οι παρουσίες των Ευαγγελία Συριοπούλου και Λίλα Μπακλέση, που παίζουν τις κόρες της, αλλά και η Ευγενία Σαμαρά με το κοριτσίστικο ταμπεραμέντο στο ρόλο της αγαπημένης εγγονής.
Τέλος, για την περίφημη φιγούρα του γκέι, είχα ακούσει τόσα αντιφατικά πριν δω την ταινία, που με σόκαρε πόσο πραγματικά καλός ήταν ο Θάνος Τοκάκης, που δίκαια απέσπασε και το Βραβείο Β’ Αντρικού ρόλου στα Βραβεία Ίρις.
Πολλές οι παρουσίες των guest που δίνουν το στίγμα τους σε κάποιες σκηνές, όπως του Ανδρέα Κωνσταντίνου στον αδιευκρίνιστο ρόλο του Αλεξίου ή τον Ζήση Παπαϊωάννου σαν μια εντυπωσιακή φιγούρα που συναντάει στο δρόμο της η νεαρή Ευτυχία, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και περισσότερο.
Συμπαθής ο Γιάννης Δρακόπουλος, χωρίς να με εντυπωσιάσει σαν Φραγκίσκος Μανέλης.
Ύστερα είναι και τα τραγούδια, αυτά που ήταν χαραγμένα στο μυαλό του Έλληνα και πιο γνωστά από την ίδια τη δημιουργό. Μέσα από αυτά ο σκηνοθέτης περνάει στοχευμένα και έξυπνα τις σημαντικότερες πτυχές της ζωής της, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην διαδρομή της.
Ο Μίνως Μάτσας έχει ντύσει εξαιρετικά την ταινία με την μουσική του που ακολουθεί αρμονικά την δραματουργία, ενώ έχει διασκευάσει κάποια από τα μεγάλα τραγούδια της μεγάλης δημιουργού που ακούγονται με τις φωνές των Κώστα Τριανταφυλλίδη και Ασπασίας Στρατηγού.
Η μόνη μου ένσταση είναι το play back στη σκηνή που αφήνει μετέωρες τις δυο φιγούρες που δείχνουν αμήχανες να «τραγουδούν» στην σκηνή και θεωρώ ότι αδικεί πολύ την ταινία.
Ένα μεγάλο και σημαντικό επιτελείο δούλεψε για την πραγματοποίηση αυτής της ταινίας, ξεκινώντας από τον Διονύση Σαμιώτη («Πολίτικη Κουζίνα», «Βαλκανιζατέρ», «Μόλις Χώρισα») που επιλέγοντας τον Άγγελο Φραντζή που μόλις είχε τελειώσει το «Ακίνητο Ποτάμι» και με εκτελεστές παραγωγής τους Γιώργο Κυριάκο και Κώστα Λαμπρόπουλο («Νύφες», «To Βλέμμα του Οδυσσέα», «Νοτιάς») ξεκίνησαν αυτό το εγχείρημα.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι λόγω της δυσκολίας και του πενιχρού προϋπολογισμού κάποια γυρίσματα δεν ήταν δυνατόν να γίνουν εξωτερικά. οπότε επιλέχτηκαν κάποιες σκηνές να γυριστούν σε σκηνικά.
Σε ένα σοκάκι όπου επιστρέφει η Ευτυχία από το περίπτερο μετά από την είδηση του θανάτου της κόρης της, διαδραματίζεται η κορυφαία σκηνή του θρήνου της μάνας.
Ανυπέρβλητη και μεγαλειώδης εδώ η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, δίνει το ρεσιτάλ της ζωής της σε μια breath taking ερμηνεία, άξια ενός Oscar. Όχι ότι περίμενα κάτι λιγότερο από την μεγάλη αυτή θεατρίνα, μια από τις καλύτερες ηθοποιούς, που μας έχει δώσει άπειρα δείγματα τέτοιας έξαρσης.
Εδώ δικαιώνεται και η τέχνη του μιξάζ, όταν ο Κώστας Βαρυμποπιώτης απομονώνει κάθε εξωτερικό ήχο για να αναδείξει την στεντόρεια κραυγή της Καραμπέτη, μεγαλειώδες δείγμα μιας μεγάλης ηθοποιού.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο Γιάννης Δρακουλαράκος με την κάμερά του αναδεικνύοντας την δραματουργία της βιογραφικής αυτής μυθοπλασίας, που θα ήταν άτοπο, κατά τη γνώμη μου να τη συγκρίνει κάποιος με την καλλιτεχνική τοποθέτηση των εικόνων στο «Ακίνητο Ποτάμι», του Φραντζή που ήταν καθαρά ένα ταρκοβσκικό, υπαρξιακό whodunnit.
Μια σημαντική ταινία λοιπόν η «Ευτυχία» με τις μικρές της ατέλειες, μπορεί να μην ήταν η συγκλονιστική, όπως την αναφέρουν οι φαν της, αλλά ούτε και αδύναμη, όπως την έχουν υποβιβάσει κάποιοι εξτρεμιστές… πάντα κατά την προσωπική μου άποψη.
Μια αξιοπρεπέστατη και όμορφη ταινία που θέλεις να ξαναδείς για να θαυμάσεις ότι δεν πρόλαβες την πρώτη φορά, από τις πανέμορφες εικόνες που ξεδιπλώνονται με ταχύτητα μπροστά σου.
Μια ταινία που αποδεικνύει ότι και τους καλλιτέχνες και το δυναμικό έχουμε και ότι με την βοήθεια των αντίστοιχων παραγόντων και μια απλόχερη ενίσχυση, ο Ελληνικός Κινηματογράφος μπορεί να αποκτήσει την αίγλη που του πρέπει.
Απολαύστε υπέροχες σκηνές από το trailer της ταινίας: