Η Νίνα μένει ακριβώς απέναντι από τη Μαντλέν, με την οποία διατηρεί μακροχρόνιο δεσμό από τότε που πέθανε ο σύζυγός της. Οι δυο γυναίκες περνούν τον περισσότερο χρόνο τους μαζί στο σπίτι της Μαντλέν, ώσπου ένα καρδιακό επεισόδιο αναγκάζει τη Νίνα να απομακρυνθεί από τη σύντροφό της και να επιστρέψει στο δικό της διαμέρισμα.
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΔΥΟ (DEUX)
13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥΣ
«Ένα συγκινητικό αφιέρωμα στη δύναμη της αγάπης»
VARIETY
Σκηνοθεσία: Filippo Meneghetti
Σενάριο: Filippo Meneghetti, Malysone Bovorasmy
Ηθοποιοί: Barbara Sukowa, Martine Chevallier, Léa Drucker, Muriel Benazeraf, Jérôme Varanfrain
Σύνοψη
Η Νίνα και η Μαντλέν είναι βαθιά ερωτευμένες. Στα μάτια όλων, είναι απλές γειτόνισσες που ζουν στον τελευταίο όροφο του κτιρίου. Κάθε μέρα, πηγαίνουν και έρχονται μεταξύ των δύο διαμερισμάτων τους και μοιράζονται τη ζωή.
Κανείς δεν γνωρίζει τι πραγματικά συμβαίνει, ούτε καν η Άνν, η κόρη της Μαντλέν που την φροντίζει. Μέχρι την ημέρα που ένα τραγικό γεγονός ανατρέπει τα πάντα.
13 Αυγούστου στους κινηματογράφους από την Tanweer και τη Filmtrade
Συνέντευξη του σκηνοθέτη – Filippo Meneghetti
Συχνά περιμένουμε ότι μια πρώτη ταινία θα αναφέρεται σε προσωπικές εμπειρίες του δημιουργού. Εδώ δεν συμβαίνει αυτό.
Δεν με ενδιαφέρει να μιλήσω για τον εαυτό μου. Δεν είμαι ιδιαίτερα ταλαντούχος σε αυτό. Αντίθετα βρίσκω πολύ ενδιαφέρον να κρυφτώ ο ίδιος σε μια ιστορία. Αναπόφευκτα, μετά από έξι χρόνια γραφής κάτι βάζει κανείς από τον εαυτό του στην ταινία.
Ποια είναι η προέλευση της ταινίας ; Μια ιστορία που σας έχουν πει ;
Έχω παρακολουθήσει ιστορίες που με έχουν σημαδέψει βαθιά. Πάντα έλεγα στον εαυτό μου ότι αν μια μέρα ήμουν σε θέση να κάνω μια ταινία θα ήταν ένας φόρος τιμής στους εμπλεκόμενους ανθρώπους. Ως εκ τούτου η ιστορία του ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΔΥΟ είναι εντελώς κατασκευασμένη. Ήθελα να πω την ιστορία δύο γυναικών που αγαπούσαν η μία την άλλη μυστικά. Αλλά δεν ήξερα πώς να την διηγηθώ.
Μια μέρα ένας φίλος μού είπε για δύο ηλικιωμένες γυναίκες που ζούσαν πάνω από το σπίτι του. Είχαν και οι δύο πρόσφατα χηρέψει και ζούσαν η μία απέναντι από την άλλη. Για να αισθάνονται λιγότερο μόνες πάντα άφηναν τις πόρτες ανοιχτές. Από αυτήν την ιστορία άρχισε να φυτρώνει η ταινία στο μυαλό μου. Στην ίδια κατάσταση θα μπορούσε να βρίσκεται και μια γυναίκα με έναν άνδρα. Όμως αυτό δεν ήταν κάτι που με ενδιέφερε.
Πρόκειται για μια ταινία κυρίως πάνω στο βλέμμα και την αυτολογοκρισία ;
Αυτό που βλέπουμε σε εμάς τροφοδοτείται από τους γύρω μας και την κοινωνία και καταλήγουμε να το εσωτερικοποιήσουμε. Γι’αυτό μιλάει η ταινία.
Η ταινία θέτει θέματα με τα οποία μπορεί να ταυτιστεί ο καθένας, είτε είναι ετεροφυλόφιλος είτε ομοφυλόφιλος. Μιλάει για το πώς να το αποδεχτείς.
Η ταινία μιλάει επίσης για την εξαπάτηση. Για το παιχνίδι των προσόψεων, των καθρεφτών. Όπως αυτές οι δύο πόρτες, της Νίνας και της Μαντλέν. Διασκεδάζουν όταν παριστάνουν τις γειτόνισσες στον μεσίτη. Όμως αυτό που τις κάνει να γελούν καταλήγει να τις κάνει να υποφέρουν. Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων είπα στην Barbara Sukowa (Νίνα) και την Martine Chevallier (Μαντλέν) ότι η Νίνα έγινε Μαντλέν και αντιστρόφως. Στην αρχή η Μαντλέν είναι αυτή που οδηγεί, στην συνέχεια τα πράγματα αντιστρέφονται.
Πρόκειται για μια ταινία που αρνείται να καταφύγει στον διάλογο. Τολμάτε τη σιωπή και είναι συστατικό της ιστορίας και του τρόπου διήγησης.
Κατά την συγγραφή του σεναρίου με την συνεργάτιδά μου Malysone Bovorasmy είχαμε δύο στόχους: Πρώτος στόχος η συγκράτηση, η αποφυγή του πάθους. Θέλαμε να δημιουργήσουμε συγκίνηση, αλλά σταδιακά. Στην συνέχεια θέλαμε να αποφύγουμε τις αναδρομές στο παρελθόν ή να αποκαλύψουμε τις πληροφορίες για τους χαρακτήρες, θέλαμε να παίξουμε με τις προσδοκίες του κοινού. Έτσι, όταν το κοινό ανακαλύπτει κάτι για τους χαρακτήρες συγκινείται.
Λέτε ότι τα δύο διαμερίσματα το ένα απέναντι από το άλλο ήταν η ιδέα για την ταινία. Εντάξατε αυτόν τον ιδιαίτερο χώρο στην συγγραφή του σεναρίου ;
Ναι, παράλληλα με την συγγραφή του σεναρίου εργαστήκαμε πάνω σε ένα μοντέλο του σκηνικού. Τα δύο διαμερίσματα είναι ένας χαρακτήρας από μόνα τους. Έπρεπε να αναγνωρίζονται εύκολα από τον θεατή.
Τα δύο διαμερίσματα , αντίκρυ το ένα απ’ το άλλο, αρκούν για να εξηγήσουν τις ζωές της Νίνας και της Μαντλέν. Οι χώροι που ζουν είναι καθρέφτες της ψυχής τους. Στην διακόσμηση του διαμερίσματος της Μαντλέν κάθε αντικείμενο λέει την ιστορία της οικογένειας της. Το ζεστό αυτό μέρος θυμίζει το βάρος που κρέμεται πάνω της, τους δεσμούς που την περιβάλλουν, τις αλυσίδες που την ακινητοποιούν. Είναι ένα διαμέρισμα τόσο ζεστό που δεν θέλεις να βρίσκεσαι εκεί. Αντίθετα, το διαμέρισμα της Νίνας είναι εντελώς άδειο.
Ήθελα αυτές οι πληροφορίες να αποκαλυφθούν αργά. Ήθελα το κενό αυτό να εκπλήσσει. Είναι μια μεταφορά για την αγωνία της Νίνας. Είναι ένα ψεύτικο διαμέρισμα, οι τοίχοι είναι άδειοι, το ψυγείο επίσης… Μπορείτε να δείτε ότι κανείς δεν χρησιμοποιεί το κρεβάτι.
Η ταινία ανοίγει με μια σκηνή που αργεί κανείς να συνδέσει με την ιστορία. Για ποιον λόγο γίνεται αυτό ;
Μου αρέσει να ανοίγω τις ταινίες μου με μια σκηνή που βάζει τον θεατή σε μια κατάσταση ιδανική να υπνωτιστεί. Θέλω να αφήσει ανοιχτό το μυαλό του. Θέλω να αποφύγω να κλειδώσει από τα πρώτα λεπτά της ταινίας το μυαλό του στο κοινωνικό δράμα, την καθημερινή ζωή η οποία καταλαμβάνει πολύ χώρο. Ήθελα να δημιουργήσω έναν πνευματικό χώρο. Έναν χώρο που θα τον μοιραστούν η Νίνα, η Μαντλέν και ο θεατής… Δεν ξέρω πραγματικά τί αντιπροσωπεύει αυτός ο διανοητικός χώρος. Είναι ο φόβος του χωρισμού ; Της απώλειας ; Μια υπαρξιακή αγωνία ; Αυτή η ασάφεια είναι ηθελημένη και ελπίζω ιντριγκάρει το κοινό και γεννά ερωτήματα.
Ο κινηματογράφος μιλάει συχνά για το βλέμμα των γoνιών προς τα παιδιά. Εδώ γίνεται το αντίθετο μέσα από τον χαρακτήρα της Léa Drucker.
Ο χαρακτήρας που υποδύεται η Léa δεν αμφισβητεί την ομοφοβία. Δεν είναι αυτό το θέμα της ταινίας. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το να παραδεχτεί ότι η μητέρα της στα 70 εξακολουθεί να έχει ενεργή σεξουαλική ζωή. Είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι οι γονείς μας εξακολουθούν να έχουν πόθους κι ότι η ερωτική τους ζωή δεν τελείωσε. Τείνουμε να τους εξιδανικεύουμε και να τους κλείνουμε σε μια εικόνα φωτογραφίας.
Λέτε ότι δεν πρόκειται περί κοινωνικού δράματος, αλλά εντάσσετε συχνά την πραγματικότητα σε αυτήν την ιστορία. Όπως για παράδειγμα τα χρήματα που έχει η Νίνα για το ταξίδι τους στην Ρώμη.
Δεν θέλω να εντάξω την ταινία στο είδος του κοινωνικού δράματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζω τα κοινωνικά θέματα. Είναι θέματα που με ενδιαφέρουν πολύ. Τα χρήματα είναι ένα στοιχείο που αγκιστρώνει τις πρωταγωνίστριες στην πραγματικότητα. Θυμίζουν ότι δεν είναι μόνο κινηματογραφικές φιγούρες.
Είπατε ότι το «Εμείς οι δύο» είναι μια ταινία πάλης. Ένα καλός τρόπος για να συνοψίσω;
Αυτό ακριβώς θέλαμε να κάνουμε με την συνεργάτιδα μου. Θέλαμε να κάνουμε μια ταινία χωρίς θύματα γιατί προτιμούμε τους χαρακτήρες που αγωνίζονται, ακόμα κι όταν υποφέρουν. Ήθελα να οικοδομήσω την ενσυναίσθηση, ακόμα κι όταν η Μαντλέν ή η Νίνα κάνουν πράγματα που δεν εγκρίνουμε. Είναι ικανές για κακία, για χειραγώγηση.
Κινηματογραφήσατε αυτήν την εξάρτηση από την αγάπη. Όταν η Νίνα γλιστρά στο κρεβάτι της Μαντλέν, έχει ανάγκη να αγκαλιάσει το σώμα της ακόμα κι αν αυτό δεν αντιδρά.
Είναι μια αγάπη που αποκαλύπτεται σταδιακά στον θεατή. Και πάλι δεν ήθελα να δείξω τα πάντα από την αρχή. Αυτή η εξάρτηση σε αυτή την συγκεκριμένη στιγμή αποκαλύπτει την ένταση της αγάπης τους. Μια ένταση που μεγαλώνει την μοναξιά της Νίνας. Η ανάγκη για επαφή. Η Μαντλέν μιλάει γι’ αυτό. Το σώμα είναι ο φορέας όλων των αγώνων
Επιλέγετε ένα ανοιχτό τέλος με αυτό το στιγμιότυπο παρακολούθησης των αντικειμένων στο έδαφος που προκαλούν τον φόβο του ανεπανόρθωτου.
Δεν ήθελα ένα happy-end. Είναι σημαντικό για εμένα όταν η κάμερα τις συναντά να μην είμαστε σίγουροι ότι πράγματι είναι εκεί… Ήθελα ένα διφορούμενο τέλος, το οποίο να μπορεί να διαβαστεί με διάφορους τρόπους. Είναι σε ένα μέρος από το οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν, εκτός κι αν κάνουν το ανεπανόρθωτο. Αλλά είναι και ένα τέλος ευτυχές επειδή τελικά είναι μαζί κι η Μαντλέν αποδέχεται το ποια είναι. Η Νίνα όμως κλαίει και αυτό δεν είναι μέρος του σεναρίου… Η Barbara (Sukowa) αφέθηκε να παρασυρθεί από το συναίσθημά της και πρέπει να παραδεχτώ ότι αυτό με ευχαρίστησε πολύ.
Ας μιλήσουμε λίγο για την σκηνοθεσία και την επιλογή του να κινηματογραφήσετε σε scope format.
Μου αρέσει πολύ αυτό το format. Σου επιτρέπει να κινηματογραφήσεις και τα σώματα και το ντεκόρ μαζί. Επίσης είναι κάτι που δεν περιμένει κανείς και αυτό είναι μια πρόκληση. Το scope προσφέρει μια απόσταση από τα πράγματα κι αυτό συμβαδίζει με το ζητούμενο του σεναρίου για εγκράτεια.
Η σκηνοθεσία λειτουργεί συνεχώς με μια ένταση, μια ανησυχία που θα περίμενε κανείς σε ταινίες άλλου είδους.
Ήθελα να κάνω ένα μελόδραμα να μοιάζει με θρίλερ. Ένα θρίλερ ηθών. Μου αρέσουν τα διαφορετικά είδη κινηματογράφου και μου αρέσει να ανατρέπω τους κώδικες. Ειδικά επειδή ο θεατής γνωρίζει αυτούς τους κώδικες. Για παράδειγμα, ο νοσηλευτής υπενθυμίζει μια τυπολογία χαρακτήρων που έχουμε ήδη συναντήσει στο σινεμά. Και παίζουμε με αυτό.
Η ταινία έχει τις ρίζες της στην πραγματικότητα, χάρη σε πράγματα όπως τα χρήματα. Αλλά επίσης εκμεταλλεύεται την φαντασία του θεατή.
Το scope format βρίσκει καλή εφαρμογή σε μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας. Η Νίνα και η Μαντλέν χορεύουν και παρά το κοντινό πλάνο ξεφεύγουν από το κάδρο. Είναι μια μεταφορά για την σχέση τους. Κάδραρα αυτήν την σκηνή με τρόπο καθαρά διαισθητικό. Είναι έγκλειστες στην κατάσταση τους και συνεπώς μέσα στο κάδρο. Έτσι χορεύοντας απελευθερώνουν τον εαυτό τους. Κρύβονται από τα μάτια μας. Γιατί αυτή η σκηνή ανήκει μόνο σε εκείνες.
Το φως είναι πάντα σε αντίθεση και σε υψηλό κοντράστ προκαλώντας ανησυχία σαν μια σταθερή αντίφαση στην οθόνη.
Η λέξη αντίφαση είναι η λέξη κλειδί για όλη την ταινία. Αυτή η αντίφαση που λύνεται με το τέλος. Με τον διευθυντή φωτογραφίας Aurelien Marra διασφαλίσαμε ότι θα υπήρχε πάντα στην οθόνη ένα στοιχείο που θα διατάρασσε την αρμονία του κάδρου. Το διαμέρισμα είναι ζεστό αλλά και τρομαχτικό. Θέλαμε να δείξουμε αποκρύπτοντας και να αποκρύψουμε δείχνοντας. Βασικά τα πιο σημαντικά πράγματα βρίσκονται εντός κάδρου. Αυτό περιλαμβάνει τη δουλειά που κάναμε στον ήχο, τον οποίο εξετάσαμε παράλληλα με την γραφή του σεναρίου. Όλα αυτά που δεν ακούτε ή που ακούτε αλλά δεν μπορείτε να δείτε. Ένα μικρό δείγμα είναι η σκηνή του καθαριστηρίου.
Αρχίζετε με ένα σχέδιο με όλα μετρημένα και αποφασισμένα. Και στη συνέχεια τα σπάτε όλα αυτά με την κάμερα και τις αντίστροφες λήψεις.
Για την σκηνή αυτή ήταν απαραίτητα να βγάλουμε τον θεατή από την προοπτική της Μαντλέν. Ήθελα ο θεατής να αντιλαμβάνεται ότι κάτι αγνοεί, να μαντεύει ότι κάτι οδυνηρό θα συμβεί. Ένας πόνος που ενισχύεται από τον θόρυβο του πλυντηρίου. Σαν μουσική που επαναλαμβάνεται. Όλα έχουν σχεδιαστεί για να αυξήσουν το συναίσθημα.
Μια λέξη για την επιλογή των ηθοποιών και τη συνεργασία σας.
Ήθελα να δουλέψω με ηθοποιούς που αισθάνονται άνετα με την ηλικία τους και να είναι διαφορετικοί χαρακτήρες , γιατί χρειαζόταν αυτή η συμπληρωματικότητα για την δραματουργία. Η Martine Chevallier είναι σπουδαία θεατρική ηθοποιός και αυτή η εμπειρία φαίνεται στο ρόλο της. Η Barbara Sukowa είναι εμβληματική ηθοποιός του ανεξάρτητου σινεμά και φέρνει μια διαφορετική ενέργεια. Όσον αφορά λοιπόν την προσέγγιση, λειτουργούν πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, όπως και η Νίνα με τη Μαντλέν. Μου αρέσει η ιδέα ότι κάθε χαρακτήρας τρέφεται από το ταλέντο και την ιστορία εκείνου που τον ενσαρκώνει. Κάναμε ελάχιστες πρόβες. Όμως, όσο γράφαμε το σενάριο, είχαμε συνομιλίες με τους ηθοποιούς που θα συμμετείχαν, γεγονός που μας επέτρεψε να γράψουμε χαρακτήρες για εκείνους.
Και η Léa Drucker ;
Δεν είμαι βέβαιος ότι εκείνη το γνωρίζει, αλλά η Léa είναι η πρώτη ηθοποιός που σκέφτηκα, πριν ακόμα από τη Martine και τη Barbara. Την είδα στο Festival d’ Angers στη μικρού μήκους ταινία, που ενέπνευσε την ταινία Μετά τον χωρισμό (Jusqu’a la garde) και εντυπωσιάστηκα πολύ με την ερμηνεία της. Μόλις είχα υπογράψει για να γράψω το “ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΔΥΟ” και σκέφτηκα ότι θα ήταν τέλεια για να ενσαρκώσει την Άννα. Η Άννα είναι μια γυναίκα που αγαπά πολύ την μητέρα της και την έβλεπε πάντα ως πρότυπο.
Είναι έτοιμη να κάνει οτιδήποτε για εκείνη, αλλά αποσταθεροποιείται όταν ανακαλύπτει ότι η μητέρα της πέρασε τη ζωή της λέγοντάς της ψέματα. Αυτό είναι που την αναγκάζει να αντιδράσει τόσο σκληρά. Η Άννα έχει έναν πολύ εύθραυστο χαρακτήρα, που μας ωθεί να τη συμπονέσουμε. Ήθελα ο θεατής να είναι σε θέσει να κατανοήσει τα κίνητρα της Άννας παρά τις αμφιλεγόμενες πράξεις της. Η Léa φέρνει αυτή την ένταση στην δραματουργία.
Filippo Meneghetti
Με καταγωγή από την Πάντοβα της Ιταλίας, είχε τις πρώτες του εμπειρίες στο σινεμά στους κύκλους του ανεξάρτητου κινηματογράφου στη Νέα Υόρκη. Μετά από σπουδές στον κινηματογράφο και την ανθρωπολογία στη Ρώμη, εργάστηκε ως πρώτος βοηθός για αρκετά χρόνια. Συνέχισε στη σκηνοθεσία με τις μικρού μήκους ταινίες «Undici» (σε συμπαραγωγή με τον Piero Tomaselli, 2011) και το «L’intruso» (2012) το οποίο επιλέχτηκε και βραβευτηκε σε δεκάδες ιταλικά και διεθνή φεστιβάλ (συμπεριλαμβανομένου του Βραβείου Κοινού στο Φεστιβάλ Premiers Plan d’Angers το 2013).
Ο Filippo Meneghetti μετακόμισε στη Γαλλία και το 2018 σκηνοθέτησε το μικρού μήκους «The Beast», το οποίο, αφού διαγωνίστηκε στο SXSW South by Southwest το 2019, κέρδισε πολλά βραβεία και σε άλλα διεθνή φεστιβάλ.
H ταινία «ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΔΥΟ» (Deux) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του.
Barbara Sukowa
Η Barbara Sukowa είναι μια διεθνώς αναγνωρισμένη γερμανίδα ηθοποιός. Ξεκίνησε την καριέρα της σε μεγάλα θέατρα, πριν εμφανιστεί για πρώτη φορά στην οθόνη στο «Berlin Alexanderplatz» (1980) του Rainer Werner Fassbinder. Συνεργάζεται με τον ίδιο σκηνοθέτη τον επόμενο χρόνο στην ταινία Lola. Αλλά είναι χάρη στο ρόλο της στο «Les Annes de Plomb» της Margarethe von Trotta όπου αποκαλύπτεται το ταλέντο της και κερδιζει βραβείο γυναικείας ερμηνείας στη Βενετία.
Το 1986, στις Κάννες βραβεύεται για την ερμηνεία της στην ταινια «Rosa Luxemburg». Γυρίζει ταινίες επίσης με πολλούς διεθνείς σκηνοθέτες όπως Serge Gainsbourg, Michael Cimino, Lars Von Trier, David Cronenberg και πιο πρόσφατα ο Andrew Fierberg στο «The Sky is Blue». Το 2012, στην ταινία «Hannah Arendt» της Margarethe von Trotta, η Barbara Sukowa βραβεύτηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Κινηματογράφου Καλύτερης Ηθοποιού.
Martine Chevallier
Φοιτήτρια του Εθνικού Ωδείου Δραματικής Τέχνης, το 1968 η Martine Chevallier προσλαμβάνεται στο Théâtre de la Ville. Το 1986 γίνεται μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Comédie-Française. Εργάζεται με σκηνοθέτες και διάσημους καλλιτέχνες όπως ο Jean-Louis Benoît, ο Philippe Adrien, ο Pierre Romans, ο Peter Brook, ο Francis Huster και ο Jean-Louis Barrault. Το 2007 κέρδισε το βραβείο κωμικού Molière για το έργο «Le Retour au desert» του Bernard-Marie Koltès. Στον κινηματογράφο, συνεργάζεται κυρίως με τους: Guillaume Canet («Ne le dis a personne»), Benoît Jacquot («Les adieux a la reine»), Lucas Belvaux («Pas son genre») και Lucie Borleteau («Chanson douce»).
Léa Drucker
Η Léa Drucker έκανε το ντεμπούτο της στην μεγάλη οθόνη το 1991 στο «La Thune» του Philippe Galland. Έγινε γνωστή στο κοινό χάρη στο ρόλο της στο «Papillons de nuit» του John R. Pepper, κινηματογραφικη προσαρμογή του έργου «Danny et la grande bleue», το οποίο της χάρισε μια υποψηφιότητα στα Βραβεία Molières το 2011. Συνέχισε την καριέρα της με εναλλαγές μεταξύ κινηματογράφου, τηλεόρασης και θεάτρου. Ειδικότερα, με εμφανίσεις στη σειρά «Le Bureau des Légendes», στο «La Chambre bleue» του Mathieu Amalric, «Place Publique» της Agnès Jaoui και το «Synonymes» του Nadav Lapid. Το 2019, κέρδισε Βραβείο César Καλύτερης Ηθοποιού για το ρόλο της στην ταινια « Jusqu’ à la garde» του Xavier Legrand.
Διανομή:
Νίνα : Barbara Sukowa
Μαντλέν : Martine Chevalliers de La Comédie-Française
Άνν : Léa Drucker
Μυριέλ : Muriel Benazeraf
Φρεντρίκ : Jérôme Varanfrain
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: | Filippo Meneghetti |
Σενάριο: | Filippo Meneghetti, Malysone Bovorasmy |
Ηθοποιοί: | Barbara Sukowa, Martine Chevallier, Léa Drucker, Muriel Benazeraf, Jérôme Varanfrain |
Διεύθυνση φωτογραφίας: | Aurélien Marra |
Μοντάζ: | Ronan Tronchot |
Ήχος: | Céline Bodson |
Μουσική: | Michele Menini |
Παραγωγή: | Paprika Films, Tarantula, Artémis Productions |
Παραγωγός/Παραγωγοί: | Pierre-Emmanuel Fleurantin, Laurent Baujard |
Συμπαραγωγοί: | Elise André, Donato Rotunno, Patrick Quinet, Stéphane Quinet |
Executive producer: | Pierre-Emmanuel Fleurantin, Laurent Baujard |
Έτος Παραγωγής: | 2019 |
Χώρα Παραγωγής: | Γαλλία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο |
Διάρκεια: | 95΄ |
13 Αυγούστου στους κινηματογράφους από την Tanweer και τη Filmtrade