Μία κωμωδία ηθών που θυμίζει Τζέιν Όστιν, μία ταινία εποχής με επίκαιρα θέματα, ένα ακαταμάχητο δίδυμο που ξιφομαχεί με τις λέξεις και μία ρομαντική ιστορία των αρχών του 19ου αιώνα στη Γαλλία.
Ο Καρδιοκατακτητής είναι μία απολαυστική μείξη όλων αυτών με πρωταγωνιστή τον εξαιρετικό στις κωμωδίες και βραβευμένο με Όσκαρ Jean Dujardin (The Artist) και συμπρωταγωνίστρια την, εκτός από αιθέρια, απρόσμενα ξεκαρδιστική Mélanie Laurent (Inglourious Basterds). Τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο Laurent Tirard, σκηνοθέτης του τρομερά επιτυχημένου Μικρού Νικόλα, ο οποίος συνυπογράφει και το εμπνευσμένο σενάριο. Η ταινία διαδραματίζεται με φόντο καθηλωτικά σκηνικά της Γαλλίας του 19ου αιώνα, ντύνει τους πρωταγωνιστές με εντυπωσιακά κουστούμια και χαρίζει έξυπνους και χιουμοριστικούς διαλόγους, πολλές σκηνές γέλιου και άψογου κωμικού ρυθμού σε μία ιστορία για την αιώνια πάλη των δύο φύλων, αλλά και για τον έρωτα που έρχεται από εκεί που δεν τον περιμένεις.
Σύνοψη:
Γαλλία, 1809. Ο γοητευτικός λοχαγός Neuville (Jean Dujardin) ετοιμάζεται να παντρευτεί την αφελή Pauline (Noémie Merlant), όμως ξεσπάει πόλεμος κι αναγκάζεται να φύγει για το μέτωπο. Όταν η Pauline δεν λαμβάνει νέα του για μήνες, πέφτει σε βαριά μελαγχολία. Για να της φτιάξει το κέφι η αδελφή της Elisabeth (Mélanie Laurent) γράφει ψεύτικες και φαντασμαγορικές επιστολές εκ μέρους του Neuville, πιστεύοντας ότι ο εξαφανισμένος αρραβωνιαστικός δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Όταν ο Neuville τελικά επιστρέφει αναπάντεχα, τον καλωσορίζουν με δόξες και τιμές, αφού κανείς δεν ξέρει ότι στην πραγματικότητα είναι ένας λιποτάκτης και δειλός καιροσκόπος. Η Elisabeth, όμως, που ξέρει την αλήθεια, αποφασίζει να τον εκθέσει. Οι δύο αντίπαλοι δολοπλόκοι θα αρχίσουν μία διαμάχη, συνωμοτώντας ο ένας εναντίον του άλλου με όποιο κόλπο μπορούν να σκεφτούν.
Διάρκεια: 90’
28 Ιουνίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood
Συνέντευξη με τον Laurent Tirard
Ο Καρδιοκατακτητής είναι μία ταινία εποχής και μία κωμωδία με στοιχεία δράσης που θυμίζει επιτυχημένο γαλλικό σινεμά του παρελθόντος…Τι σας έκανε να στραφείτε σε αυτό το είδος;
Το κίνητρο μου είναι να κάνω ταινίες που θα ήθελα να δω ο ίδιος, αλλά δεν τις βρίσκω στις αίθουσες. Ταινίες εποχής, κωμωδίες με στοιχεία δράσης έκαναν χαρούμενους τους θεατές και ήταν καταλυτικές στο να θέλω να κάνω αυτή τη δουλειά. Δεν καταλαβαίνω γιατί εξαφανίστηκαν από το πανί, αλλά ξέρω ότι ήταν δύσκολο να χρηματοδοτηθεί η ταινία αυτή. Όταν μιλούσαμε με επενδυτές, μας έλεγαν ότι το κοινό δεν ενδιαφέρεται για τέτοιες ταινίες. Προσωπικά είμαι επιφυλακτικός σχετικά με αυτήν την άποψη, παρ’ όλο που το γαλλικό σινεμά είναι κυρίως κωμωδίες για σημερινά θέματα με μια πολύ ρεαλιστική προσέγγιση χωρίς ιδιαίτερη αισθητική στην εικόνα. Λες και στο όνομα ενός υποτιθέμενου μοντερνισμού μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονα προβλήματα μόνο μέσα από σκηνές καθημερινότητας. Λες και το κοινό δεν θέλει να ξεφεύγει από την πραγματικότητα. Αυτό είναι το γούστο των θεατών ή μήπως είναι μια απόφαση που έχει να κάνει με χρήματα (αφού οι ταινίες εποχής είναι ακριβές); Δεν ξέρω, αλλά θέλω να υποστηρίξω ένα είδος κλασικισμού ή αισθητικής που δεν με εμποδίζει να ασχολούμαι με σύγχρονα θέματα.
Αλλά η ιδέα της ταινίας δεν προήλθε μόνο από την ανάγκη να καταπιαστείτε με ένα και μόνο κινηματογραφικό είδος…
Όχι, φυσικά. Η δημιουργική διαδικασία παραμένει μυστήριο και ποτέ δεν ξέρεις από πού έρχεται μια ιδέα. Βλέπω όμως ότι κάποια θέματα επανέρχονται. Είμαι συνήθως υπέρ της φαντασίας, της δημιουργίας, της παραπλάνησης και της υποκρισίας… Δεν το καταλαβαίνω πάντα στην αρχή της ταινίας, αλλά όταν τελειώνει, είναι εξόφθαλμο. Αν συγκρίνεις αυτή την ταινία με την πρώτη μου (The Story of My Life) η ομοιότητα είναι εκπληκτική. Μπορείς να πεις ότι είναι η ίδια ταινία με άλλη μεταμφίεση. Κάνω ταινία για τον Μολιέρο, αλλά τελικά κάνω ταινία για τη δική μου ανησυχία ως συγγραφέα, ενώ κρύβομαι πίσω από τον Μολιέρο. Στην κινηματογραφική μεταφορά του Μικρού Νικόλα, μιλάω στην πραγματικότητα για τη δική μου παιδική ηλικία. Σαν να έχω μια τεράστια ντουλάπα με μεταμφιέσεις και να ψάχνω κάθε φορά μία διαφορετική. Για τον Καρδιοκατακτητή, είχα δύο σύμπαντα, αυτό της Τζέιν Όστιν, με το στυλ και τη φινέτσα του και τους χαρακτήρες που είναι παγιδευμένοι σε αυστηρές κοινωνικές νόρμες, και τον κόσμο των γαλλικών κωμωδιών με στοιχεία δράσης, με τον δυναμισμό, το φρενήρες κυνηγητό και τους απατεωνίσκους. Νομίζω ότι η μείξη των δύο δίνει ένα καλό πολιτισμικό σοκ…
Όπως και στα Αστερίξ και ΟΒελίξ, Μικρό Νικόλα και Μολιέρο, έτσι κι εδώ καταφέρατε να κάνετε μια ταινία εποχής που έχει επίκαιρο θέμα, όπως το κυνήγι του χρήματος, της κοινωνικής καταξίωσης και ανόδου μέσα από τα ψέματα…
Κατ’ αρχήν, άλλο οι ιστορικές ταινίες, άλλο οι ταινίες εποχής. Για μένα, οι ιστορικές ταινίες αποτυπώνουν με ακρίβεια τη ζωή εκείνης της εποχής. Στην ταινία εποχής, όμως, τα κουστούμια είναι η μεταμφίεση και ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός χρησιμοποιείται για να μιλήσουμε για κάτι σημερινό. Η ταινία είναι εποχής και είναι κάπως ανησυχητικό πόσο έντονα επινοούμε τον ίδιο μας τον εαυτό, που είναι το κύριο θέμα της ταινίας, και πόσο κεντρικό είναι αυτό στην κοινωνία μας. Τα κοινωνικά δίκτυα μας δίνουν τη δυνατότητα να μεγεθύνουμε εικονικά τους εαυτούς μας και να ανακηρυχθούμε πρωταγωνιστές στις ζωές μας. Είμαστε λίγο απατεώνες ως ένα βαθμό, ή τουλάχιστον η τεχνολογία μας δίνει αυτή τη δυνατότητα και μερικοί το εκμεταλλευόμαστε χωρίς να το καταλαβαίνουμε μερικές φορές. Αλλά η τέχνη της επινόησης δεν είναι χθεσινή και συμπτωματικά η Τζέιν Όστιν, της οποίας ο πατέρας ήταν υπουργός και ενώ η ίδια δεν είχε ποτέ ρομαντικές σχέσεις, είχε ψεύτικα πιστοποιητικά γάμου με άντρες που ήταν επινοήσεις του μυαλού της και τα οποία αποκαλύφθηκαν μετά τον θάνατο της!
Η ταινία διαδραματίζεται στην εποχή της αυτοκρατορίας του Βοναπάρτη, όταν η αστική τάξη καθιερωνόταν μέσα από μανούβρες και καταχρήσεις, θυμίζοντας τον δικό μας 21ο αιώνα…
Ναι. Είναι πολύ διασκεδαστικό να χρησιμοποιείς αυτή την εποχή για να κλείσεις το μάτι στα σημερινά λάθη, όπως η απάτη με την «πυραμίδα» του πρωταγωνιστή, που θυμίζει το «Σχήμα Πόντσι» (Ponzi Scheme) ή τη διαπραγμάτευση μεταξύ της Elisabeth και του Neuville, που αντηχεί το σημερινό ζήτημα με τις γυναίκες που παίρνουν κατώτερους μισθούς από τους άντρες. Επίσης, η επιλογή της Elisabeth να είναι εργένισσα, χωρίς καμία πικρία, μου αρέσει πολύ, την κάνει σύγχρονη γυναίκα.
Ο διάλογος ακούγεται πολύ μοντέρνος, αλλά όχι συνεπής με τον τρόπο που μιλούσαν τότε…
Είναι θέμα ενστίκτου. Αφού δεν είναι ιστορική αναπαράσταση, θέλαμε να τονίσουμε τη γοητεία της εποχής, έχοντας το σημερινό κοινό στο μυαλό. Το σκεφτήκαμε πολύ ενώ γράφαμε τους διαλόγους, ειδικά σε ό,τι αφορά την Elisabeth. Θέλαμε να είναι μοντέρνα, ακόμα και τότε… Ξέρουμε τη θέση των γυναικών τον 19ο αιώνα, αλλά η Elisabeth δίνει στον εαυτό της πολλές ελευθερίες για να ξεφύγει από τους περιορισμούς που της έχουν επιβληθεί. Αναλαμβάνει δράση και είχε σημασία να μιλάει διαφορετικά από την οικογένεια της και τους γύρω της.
Γιατί επιλέξατε αυτή τη συγκεκριμένη εποχή;
Ο 19ος αιώνας είναι η επιτομή του ρομαντισμού, οπότε ήταν το ιδανικό σκηνικό για μια ρομαντική κωμωδία με δράση.
Πώς καταλήξατε να δώσετε τους ρόλους των δύο πρωταγωνιστών στη Mélanie Laurent και τον Jean Dujardin;
Όλα άρχισαν με τον Jean. Τον συνάντησα στο Up for Love το 2016. Συνεργαστήκαμε υπέροχα και θέλαμε να το ξανακάνουμε. Του είπα την ιδέα που είχα στο μυαλό και στην οποία ταίριαζε γάντι: έναν τύπου Belmondo χαρακτήρα που σκάει μύτη σε ατμόσφαιρα Τζέιν Όστιν. Ενθουσιάστηκε, οπότε η ταινία γράφτηκε πάνω του. Όσο για την Elisabeth, τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα, γιατί χωρίς αρχικά να το καταλάβω, ξεχωρίζει από όλους τους χαρακτήρες. Ταυτίζομαι μαζί της. Είναι εσωστρεφής με πλούσιο εσωτερικό κόσμο και θα αντιμετωπίσει ένα πλάσμα δικής της επινόησης που τελικά ζωντανεύει… Οπότε το να διαλέξω την κατάλληλη ηθοποιό δεν ήταν εύκολο. Ούτε και για τη Mélanie, που δεν έχει ξαναπαίξει σε κωμωδία.
Οπότε ήταν πρόκληση;
Ναι και μου άρεσε! Το να πας με το προφανές είναι ασφαλές, αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο συναρπαστικό από το ρίσκο… Οπότε η Mélanie ήταν ρίσκο, αλλά στο τέλος, αποδείχθηκε φοβερή ιδέα! Και πέρα από την ικανοποίηση του κοινού να τη βλέπει στο πανί με τον Jean για πρώτη φορά, θα ανακαλύψει μια πτυχή της που δεν την έχει ξαναδεί.
Είναι καθαρόαιμο ταλέντο στη κωμωδία, ειδικά σε θέματα ρυθμού…
Εντελώς, και αιφνιδιαστήκαμε και οι δύο. Όταν την πρωτογνώρισα, ανακάλυψα πόσο αστεία είναι, ενώ έχει παίξει μόνο ρομαντικούς και δραματικούς ρόλους. Εξομολογήθηκε αμέσως ότι ήταν τρομαγμένη αλλά και ενθουσιασμένη που θα είχε κωμικό ρόλο. Θυμάμαι ότι στο τέλος της πρώτης εβδομάδας των γυρισμάτων, η Mélanie ήρθε και μου είπε ότι η κωμωδία ήταν εξουθενωτική! Δεν είχε καταλάβει πόσο σωματική παρουσία χρειάζεται και πόση ενέργεια απαιτεί για να κρατάς τον ρυθμό. Αλλά είναι εργατική και της άρεσε!
Ο Jean Dujardin είναι έμπειρος κωμικός ηθοποιός και είναι αξιοσημείωτο πώς δεν ήταν υπερβολικός στο παίξιμο του, για έναν χαρακτήρα που θα μπορούσε να έχει ξεπεράσει τα όρια…
Ο Jean είναι απίστευτα καλός στη δράση και στις επικίνδυνες σκηνές, ένα είδος Belmondo του 21ου αιώνα και είναι γοητευτικός και αυτοσαρκαστικός. Έτσι είναι αγαπητός ακόμα κι αν οι χαρακτήρες που υποδύεται είναι απατεώνες ή ανόητοι. Αλλά στην ταινία, δεν θέλαμε να κάνει παρωδία. Ο Neuville πρέπει να κάνει το κοινό να γελάει, αλλά και να καταλάβει ότι δεν είναι απλώς αστείος στο τέλος. Πρέπει να συμπάσχουμε με τους χαρακτήρες, ό,τι κι αν κάνουν. Πρέπει να βρίσκουν τη λύτρωση στο τέλος. Στην περίπτωση του Neuville, ο χαρακτήρας είναι ένας αδίστακτος απατεώνας, αλλά στο τέλος τον συμπαθούμε. Η κωμωδία δεν είναι ολοκληρωμένη αν σε κάνει μόνο να γελάς. Είναι πραγματικά επιτυχημένη όταν είναι συναισθηματικά δυνατή.
Πότε καταλάβατε ότι το ζευγάρι που δημιουργήσατε στη σελίδα θα έβγαινε καλά στο πανί;
Έπρεπε να περιμένω το γύρισμα. Γρήγορα είδα, τη δεύτερη μέρα, ότι λειτουργούσε υπέροχα μεταξύ τους. Γυρίζαμε μία σκηνή που ο Neuville γυρίζει μετά από καιρό και η Elisabeth του αποκαλύπτει τι έχει κάνει όσο αυτός έλειπε… Περάσαμε μια ολόκληρη μέρα να γυρίζουμε αυτή την καθοριστική σκηνή και η χημεία ήταν προφανής…
Περιγράψτε μας τα γυρίσματα.
Είναι κάπως τρελό να κάνεις ταινία. Αν είσαι τυχερός, έχεις ομάδα που αντιμετωπίζει όλες τις δυσκολίες. Και έτσι έρχεται η ευχαρίστηση, παρά την εξόντωση, τις αμφιβολίες και τα παντός είδους προβλήματα που σε ρίχνουν. Έχεις μια φωνή στο κεφάλι που σου λέει ότι κάνεις κάτι που ίσως εμπνεύσει χιλιάδες ανθρώπους για να ονειρευτούν, που θα τους κάνει χαρούμενους ή ακόμα μπορεί να αλλάξει τη ζωή τους και ότι είσαι τυχερός που κάνεις αυτή την απίστευτη δουλειά. Βρίσκω ευχαρίστηση μέσα από αυτή τη διαδικασία. Η γραφή είναι μοναχική, με στιγμές έντονης αμφιβολίας, αλλά τότε το όνειρο είναι πιο δυνατό. Το γύρισμα τα κάνει όλα απτά, το όνειρο έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το ανθρώπινο, το υλικό. Έχει όμως και συλλογική ενέργεια. Όσο για το μοντάζ, το τρίτο μέρος «συγγραφής» της ταινίας, αυτό είναι το πιο ήρεμο. Υπάρχουν ακόμα αμφιβολίες, φυσικά, αλλά δεν είναι τόσο έντονες όσο στην αρχική γραφή του σεναρίου και έχεις τον ενθουσιασμό του να βρίσκεις λύσεις για να σώσεις κάποιες σκηνές ή να μεγεθύνεις στιγμές. Τότε, όταν τελειώσει η ταινία, έχεις μόνο φόβο: τον φόβο να ανακαλύψεις πώς θα τη δεχτεί το κοινό, κάτι στο οποίο δεν έχεις έλεγχο.
Συνέντευξη με τον Jean Dujardin
Τι σας άσκησε έλξη στην ταινία; Το θέμα ή η ευκαιρία να συνεργαστείτε ξανά με τον Laurent Tirard;
Και τα δύο. Είχαμε μόλις τελειώσει το Up for Love και ήταν ωραία εμπειρία. Κανόνισε μια συνάντηση σε ένα εστιατόριο και μιλήσαμε για ένα άλλο πρότζεκτ και σε δέκα λεπτά μου εξήγησε την ιστορία του Καρδιοκατακτητή. Ενθουσιάστηκα και δέχτηκα αμέσως! Μου αρέσει ο τρόπος που χτίζει τις ιστορίες. Δεν χρειάζεται να μιλάμε πολύ, καταλαβαινόμαστε. Μας έχουν αναθρέψει αυτές οι σπιρτόζες κωμωδίες και νομίζω ότι η ταινία μας έδωσε την ευκαιρία να ανανεώσουμε αυτό το είδος…
Γιατί έχει εκλείψει αυτό το είδος από τη μεγάλη οθόνη, αφού κάποτε ήταν μόδα στο γαλλικό σινεμά;
Γιατί οι μόδες αλλάζουν και αντικαθίστανται. Πιστεύω ότι το σημερινό κοινό θέλει να εμπλέκεται στις ιστορίες που του λέμε. Εμείς μέσα σ’ όλο αυτό ξεχάσαμε τις ταινίες εποχής ή ακόμα και την ιδέα να χρησιμοποιείς διαφορετική εποχή για να μιλήσεις για κάτι που συμβαίνει τώρα! Πρέπει να έχεις μοντέρνους γυναικείους χαρακτήρες, ή να μιλάς για τα αντρικά λάθη που μας απασχολούν και τώρα, αλλιώς δεν έχει νόημα. Οι κωμωδίες του Laurent δεν είναι εφησυχασμένες. Κινούνται γρήγορα και αντηχούν την εποχή και τις σχέσεις των δύο φύλων, ένα αιώνιο ζήτημα.
Η ταινία απευθύνεται και σε άλλα επίκαιρα θέματα όπως ζητήματα εμφάνισης, χρημάτων κτλ…
Ναι, η εμμονή με την εικόνα του εαυτού, με την αυτοπροβολή, με τα χρήματα. Η ταινία κλείνει συνέχεια το μάτι στον 21ο αιώνα με τις χρηματικές απάτες, τους κοινωνικά φιλόδοξους, τους κόλακες, όλα αυτά που δεν φεύγουν ποτέ από τη μόδα.
Τι σας τροφοδότησε όταν δημιουργούσατε τον χαρακτήρα που έχει πολλές όψεις;
Πρώτα από όλα, ήθελα να κάνω πλάκα με τον εαυτό μου. Πολύ συχνά ξεκινάω έτσι. Μετά ξαναδιάβασα υλικό, όπως ποιήματα του Ουγκό, τα οποία χρησιμοποιούνται στην ταινία, όταν ο Neuville διηγείται τη μαζική σφαγή στη μάχη ενάντια στους Αυστριακούς. Πήρα την ιδέα από μια παλιά ταινία με τον Henry Fonda (Drums Along the Mohawk, John Ford, 1939), στην οποία όταν επιστρέφει από την Αμερικανική Επανάσταση εναντίον των Άγγλων, διηγείται ένα φριχτό αιματοκύλισμα, ενώ απλώς ακουμπάει σε έναν τοίχο…. Φοβερή ιδέα! Και μας ταίριαξε γάντι γιατί δεν ξοδέψαμε ολόκληρο τον προϋπολογισμό μας στο ιππικό.
Ειδικά αφού η συγκεκριμένη σκηνή, στο τέλος της ταινίας, είναι πολύ σημαντική για τον τρόπο με τον οποίο τελικά αντιλαμβανόμαστε τον Neuville…
Φυσικά. Και η σκηνή αυτή επί της ουσίας δεν ανήκει σε κωμωδία. Δίνει στον Neuville πειστικότητα. Δεν είναι αστείος πια. Ο τύπος μπορεί να ξεκίνησε ως στρατιώτης που δεν έχει σχέση με τον πόλεμο και τελικά τον είδε κατά πρόσωπο… Γνώρισε τον φόβο του πολέμου. Τα χαρακώματα. Για ποιον; Για ποιο λόγο; Για τη Γαλλία, για τον Αυτοκράτορα; Μου αρέσει πολύ αυτή η μείξη των ειδών: η ταινία δεν είναι απλώς κωμωδία. Θέλαμε να εκπλήξουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας και το κάναμε.
Μιλώντας για κουστούμια, η εμφάνιση σας στην ταινία είναι μεγαλοπρεπής. Το μούσι, το μουστάκι, η κατακόκκινη στολή. Είναι μέρος της πλάκας που κάνατε με τον χαρακτήρα;
Φυσικά. Είχαμε όλο το πακέτο! Λίγες φορές κάνω τέτοιες ταινίες, οπότε ήταν φυσικό να τα δώσω όλα… Το μουστάκι του Neuville μοιάζει με το μουστάκι του Harvey Keitel στο The Duellists (Ridley Scott). Είναι αρρενωπό, πολύ διαφορετικό από το λεπτό που είχα στο The Artist. Βουτήξαμε στον μύθο του χαρακτήρα, πηγαίναμε για να τον κάνουμε θρύλο, οπότε δοκιμάζαμε πράγματα που δεν ξέραμε αν θα λειτουργούσαν στο τέλος. Έτσι είναι το σινεμά, δεν προβλέπεις τα πάντα… Ξέρω ότι γενικά μου πάνε τα ρούχα εποχής και μου άρεσε η ιδέα να γίνω αξιωματικός στο στρατό του Ναπολέοντα.
Κάνατε γύρισμα σε κάστρα, σε ιστορικά μέρη. Σας επηρέασε αυτή η ατμόσφαιρα;
Ναι, γιατί σε κάνουν να πιστέψεις στο όλο πράγμα. Δεν είσαι σε ένα πλατό, αλλά περπατάς σε ξύλινο πάτωμα, έχεις φωτισμό από αναμμένα κεριά και όλα είναι πιο πιστευτά, ακόμα και οι κομπάρσοι. Τους κοίταζα στο γύρισμα και ποτέ δεν μου φάνηκαν αναχρονιστικοί… Αυτά τα στοιχεία αλήθειας με έχουν βοηθήσει. Βασίζομαι σ’ αυτά. Νομίζω ότι όλοι μοιραστήκαμε αυτό το συναίσθημα, ο Laurent Tirard, ο διευθυντής φωτογραφίας Guillaume Schiffman, ο ενδυματολόγος Pierre-Jean Larroque και μάλιστα με περιορισμένο προϋπολογισμό και μέσα σε οχτώ εβδομάδες εντατικού γυρίσματος…
Σε αυτή την ταινία, κάνετε ιππασία, χορεύετε. Σας άρεσαν αυτές οι σωματικές απαιτήσεις του ρόλου;
Ναι! Έχω ανέβει σε άλογα για το Lucky Luke (James Huth, 2009), αλλά όσο μεγαλώνω, νιώθω μεγαλύτερη νοσταλγία για την αρχή της καριέρας μου. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, έμαθα να κάνω ιππασία, έμαθα να παλεύω και σε κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν μου ζητάνε πια καινούρια πράγματα… Είμαι εργατικός τύπος. Για αυτή την ταινία εξασκήθηκα στον χορό, στην ιππασία, στον χειρισμό όπλων. Είναι μέρος της ικανοποίησης και του κινήτρου ενός ηθοποιού και παραδέχομαι ότι μου είχε λείψει λίγο αυτό…
Αυτό που λέτε θυμίζει αυτό που είχε πει ο Jean-Paul Belmondo για τη δουλειά του ηθοποιού. Η ομοιότητα ανάμεσα σας είναι εντυπωσιακή σε μερικές στιγμές της ταινίας. Νιώθετε άνετα με αυτό ή είναι βαρύ το φορτίο μερικές φορές;
Καθόλου. Φάγαμε μαζί πρόσφατα με τον Jean-Paul και σε κάποια στιγμή μίλησε για τον θαυμασμό που τρέφει για τον ηθοποιό Jules Berry. Είδα ξανά τις παλιές ταινίες και κατάλαβα ότι υπάρχει σίγουρα λίγος Jules Berry στον Jean-Paul Belmondo… Το να θαυμάζεις δεν σημαίνει απλώς να μιμείσαι. Θαυμάζω τον Jean-Paul αλλά δεν έχω προσπαθήσει να τον μιμηθώ. Αυτό που πήρα από αυτόν ήταν η διαβολική και παιδική ευχαρίστηση του να είσαι ηθοποιός, που διαρρέει στην οθόνη. Αυτή είναι η σύνδεση μεταξύ μας. Έχουμε όλοι προγενέστερους. Ο Vincent Cassel αναφέρει τον Patrick Dewaere. Όταν ήμουν παιδί, είδα αυτόν τον τύπο να κάνει την πλάκα του στο πανί, όταν οι ενήλικες υποτίθεται ότι είναι υπεύθυνοι. Ο Jean-Paul είναι ορισμένες φορές εντελώς ανεύθυνος στις ταινίες του! Με βοηθάει να βελτιωθώ, διαλέγω ό,τι με διασκεδάζει, ενώ παράλληλα καταλαβαίνω πόσο τυχερός είμαι που κάνω αυτή τη δουλειά και μπορώ να κάνω τους ανθρώπους χαρούμενους.
Για τους θεατές, η ευχαρίστηση έρχεται από το να ανακαλύπτουν ένα καινούριο κινηματογραφικό ζευγάρι, όπως εσείς με τη Mélanie Laurent. Ήταν πραγματική πρόκληση, αφού ήταν ο πρώτος της κωμικός ρόλος. Πώς βυθίστηκε στη διαδικασία;
Η Mélanie ήρθε γεμάτη ενθουσιασμό μικρού κοριτσιού που θέλει να περάσει καλά και να φοράει κοστούμια εποχής! Ήδη από τις πρώτες κοινές αναγνώσεις, ήταν πολύ γρήγορη, πολύ αποτελεσματική. Βρήκε κατευθείαν τη σωστή τεχνική. Έπαιζε τον ρόλο της χωρίς να προσπαθεί να είναι αστεία ή να το παρακάνει. Βγήκε φυσικά. Έτσι λειτουργεί η κωμωδία: με κοιτάς στα μάτια, σε κοιτάω στα μάτια και θα ανταποκριθώ σε ό,τι έχεις να μου δώσεις… Η Mélanie ήταν καταπληκτική συνεργάτιδα, ήμασταν κοντά αυτόματα. Εκτός από ευχάριστο, αυτό βοήθησε στη δυναμική ανάμεσα στους χαρακτήρες, σαν ένα παιχνίδι πινγκ-πονγκ. Δεν φοβόμασταν να ξεφύγουμε λίγο από τις ατάκες μας, ξέραμε ότι θα βρούμε τρόπο να ξαναμπούμε στο κείμενο. Οι διάλογοι της ταινίας είναι αρκετά λογοτεχνικοί, οπότε δεν ήταν πολύ εύκολο να τους αποστηθίσουμε, αλλά τους απλοποιήσαμε. Η Mélanie κατάφερε να βάλει την προσωπικότητα της, αυτή που δεν ξέρει το κοινό, το χιούμορ της, τον αστείο της τρόπο…
Πώς περιγράφετε τον Laurent Tirard ως σκηνοθέτη;
Κάνει κάτι πολύ σωστό: δεν αοριστολογεί. Δεν ψάχνει για ώρες πού θα βάλει την κάμερα. Ξέρει από πριν. Είναι σχολαστικός, δημιουργικός και ευαίσθητος. Καταλαβαινόμασταν, μπορούσαμε να συνεργαζόμαστε να μοιραζόμαστε, να κάνουμε λάθη και να βρίσκουμε λύσεις μαζί. Ο Laurent είναι το είδος του σκηνοθέτη που δίνει αρκετό χώρο. Μπορούσα να προτείνω ό,τι ήθελα. Σε εμπιστεύεται και έχει καλή ματιά, οπότε αν του αρέσει, το κάνει! Ο Michel Hazanavicius είναι το ίδιο πράγμα! Και οι δύο είναι σκηνοθέτες που σου δίνουν κατευθύνσεις, αλλά σου δίνουν και χώρο.
Συνέντευξη με τη Mélanie Laurent
Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση όταν διαβάσατε το σενάριο;
Ένιωσα ότι προσγειώθηκα σε μία κωμική περιπέτεια με δύο χαρακτήρες που δεν αντέχουν ο ένας τον άλλον, γιατί μοιάζουν πολύ και δεν ξέρουν πώς να εξομολογηθούν τον έρωτα τους. Μου άρεσε και η ευφράδεια του χαρακτήρα μου. Μιλάω γρήγορα και είχα να αντιμετωπίσω έναν χαρακτήρα που έχει την ίδια ενέργεια! Ερωτεύτηκα αμέσως αυτή τη νεαρή γυναίκα που είναι τελείως τρελή και δυνατή την ίδια στιγμή. Κατάλαβα ότι θα παίξω τελικά κωμωδία και θα περάσω τέλεια… Εντελώς τρελός χαρακτήρας για να τον κατακτήσεις.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον με την Elisabeth, πέρα από την κωμική πλευρά, είναι ότι υπερασπίζεται μια κοινωνική θέση για τις γυναίκες σε μία σοβινιστική και ανδροκρατούμενη κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα. Είναι μια φεμινίστρια, πριν επινοηθεί ακόμα ο όρος!
Εντελώς. Λέει τη γνώμη της. Πάντα μου άρεσε να παίζω γυναίκες με έντονες προσωπικότητες και πεποιθήσεις. Έχω διαλέξει γυναικείους χαρακτήρες που αντιστέκονται. Αυτή είναι μία από τις έγνοιες μου όταν αρχίζω να προετοιμάζομαι για μία ταινία: να αρχίζω από την αρχή, να χτίζω έναν χαρακτήρα. Πάντα ψάχνω για στοιχεία που θα με βοηθήσουν να είμαι φυσική στην ερμηνεία μου. Στις κωμωδίες που μου είχαν προτείνει στο παρελθόν, η ιστορία μου φαινόταν πολύ ανισόρροπη για να βρω τον σωστό ρυθμό, να ερμηνεύσω σωστά την ταινία. Εδώ, η Elisabeth είναι πραγματικά φεμινίστρια πριν τον καιρό της, μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της, είναι η ίδια καλλιτέχνης, είναι αβίαστα αστεία…
Ας μιλήσουμε για τις σωματικές απαιτήσεις του ρόλου. Υπάρχουν σκηνές που κάνετε βουτιά, μεταφορικά και κυριολεκτικά, για να ακολουθήσετε τον τρελό ρυθμό της κωμωδίας. Είναι εξουθενωτικό αυτό;
Ναι και λίγα λέμε. Σκέφτομαι την πρώτη μέρα του γυρίσματος, που η Elisabeth αναγνωρίζει τον Neuville, που εμφανίζεται με κουρέλια. Είχαμε πολύ διάλογο. Οπότε, ήμουν εκεί, κάνοντας τη σκηνή ξανά και ξανά, όταν κατάλαβα πόσο σωματικά απαιτητική ήταν. Έπρεπε να τρέχω, να προλάβω τον Jean, να είμαι σχεδόν υστερική… Ήξερα το σενάριο απέξω, είχα προετοιμαστεί σοβαρά για έναν μήνα, αλλά κάναμε συνεχώς διορθώσεις επί τόπου στον ρυθμό, ενώ λέγαμε τα λόγια μας. Είχα καταρρεύσει. Όταν ο Laurent είπε cut στις πέντε το απόγευμα, πήγα για ύπνο κατευθείαν… Ήταν η πρώτη φορά που μου είχε συμβεί αυτό, ποτέ δεν κουράζομαι…Θυμάμαι να λέω στον Jean: «Καλά, αυτό είναι κωμωδία;» Εννοώ, δεν μπορείς ούτε ένα ποτήρι κρασί να πιείς με το βραδινό. Και ο Jean απάντησε: «Καλώς ήρθες στον κόσμο μας».
Τα ρούχα της Elisabeth, τα φορέματα της, τα μαλλιά της συντελούν στην ευχαρίστηση του να παίζετε τον χαρακτήρα;
Ναι, αλλά από την αρχή με τον ενδυματολόγο δεν θέλαμε να το κάνουμε επίδειξη μόδας. Στην πραγματικότητα, στην ταινία, φοράει το ίδιο φόρεμα σε αρκετές περιστάσεις. Όσο για τα χτενίσματα, ζήτησα να είναι απλά. Η ιδέα ήταν να βρούμε τη σωστή ισορροπία: είναι ταινία εποχής που διαδραματίζεται σε μεγαλοαστικό φόντο, αλλά αυτή η γυναίκα δεν ακολουθεί τους κοινωνικούς κώδικες της κοινωνικής της τάξης. Και πρέπει να προσθέσω ότι στην αρχή του 19ου αιώνα οι γυναίκες δεν φορούσαν μακιγιάζ, σε αντίθεση με το τέλος της μοναρχίας με τα υπερβολικά πουδραρισμένα πρόσωπα. Στην αρχή του 19ου αιώνα οι άνθρωποι ανακάλυψαν την αξία του να κάνουν μπάνιο. Σχεδόν σαν μια επιθυμία να είναι αγνοί… Ήταν ωραία που δεν είχα πολύ χρόνο στο μακιγιάζ, ειδικά αφού η δουλειά από μόνη της ήταν χρονοβόρα και εξουθενωτική! Ω ναι, ένα πράγμα ήταν κουραστικό. Οι κορσέδες. Δεν διευκολύνουν την αναπνοή, ειδικά όταν έχεις σελίδες και σελίδες διαλόγου…
Μιλήστε μας για τον συμπρωταγωνιστή σας στην ταινία, τον Jean Dujardin…
Θαύμαζα τον Jean ως ηθοποιό, έχω διασταυρωθεί μαζί του, αλλά δεν τον ήξερα προσωπικά. Από την πρώτη κοινή ανάγνωση, ήταν ευγενής και περιποιητικός! Ήταν μία από τις πιο ευτυχείς συναντήσεις της καριέρας μου… Ο Jean ήταν φοβερός συνεργάτης, ποτέ δε με απογοήτευσε, ήταν πάντα εκεί όταν είχα αμφιβολίες. Στην πραγματικότητα, μου έμαθε κωμωδία. Μου έμαθε να ξεπερνάω τον εαυτό μου και με κάλεσε να αφεθώ και να το απολαύσω. Είχα ακούσει ότι όταν κάνεις κωμωδία μπορεί να είναι μονότονο, γιατί είναι απαιτητικό είδος που θέλει ακρίβεια, το οποίο ισχύει, αλλά γελάσαμε πολύ στο γύρισμα και ένιωσα ότι συνεργάστηκα με τον καλύτερο συνάδελφο. Τον αγαπώ αυτόν τον τύπο!
Ο άλλος πιο σημαντικός συνοδοιπόρος ήταν ο σκηνοθέτης Laurent Tirard…
Η καριέρα ενός ηθοποιού χτίζεται γύρω από τους ανθρώπους που γνωρίζεις και τις ψήφους εμπιστοσύνης που σου δίνουν. Ήταν δύσκολη ταινία και ο Laurent συγκεντρώθηκε πολύ στη σκηνοθεσία με την επιθυμία να μας πάει στον κόσμο που είχε ονειρευτεί… Είναι έξυπνος και ενστικτώδης σκηνοθέτης: όταν είδε τη σύνδεση ανάμεσα σε μένα και τον Jean, κατάλαβε ότι έπρεπε να μας αφήσει να το απολαύσουμε. Μας έδωσε αυτοπεποίθηση και ένα πολύ χαρούμενο γύρισμα…
Στο τέλος της περιπέτειας αυτής, της πρώτης σας κωμωδίας, νιώθετε ότι θέλετε να το ξανακάνετε σύντομα;
Είναι πολύ εθιστική άσκηση. Μετά την πρώτη εξουθενωτική μέρα γυρίσματος, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου κοιτάζοντας το ταβάνι, σκεφτόμουν ήδη ότι ήταν υπέροχα! Οι καλλιτεχνικές ταινίες με έχουν κάνει χαρούμενη για χρόνια, μου άρεσε που ήμουν σε σκληρές ταινίες με συναισθήματα που απαιτούν να σκάψεις βαθιά για να δώσεις κάτι αληθινό στην κάμερα… Στο τέλος όμως, είναι βαρύ να φέρνεις στους ώμους σου όλο αυτόν τον πόνο. Καμία φορά αρρώσταινα. Εδώ, σκεφτόμουν πότε θα το ξανακάνω.
28 Ιουνίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood
Συντελεστές:
Σενάριο: Laurent Tirard, Gregoire Vigneron
Σκηνοθεσία: Laurent Tirard
Παίζουν: Mélanie Laurent, Jean Dujardin, Noemie Merlant, Evelyne Buyle, Christian Bujeau, Christophe Montenez
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Guillaume Schiffman
Ενδυματολόγος: Pierre-Jean Larroque
Μοντάζ: Yann Malcor