Από τα «Αθηναϊκά», το περιοδικό του Συλλόγου των Αθηναίων διαβάζουμε για τον εορτασμό της Αποκρηάς ( όπως την έγραφαν τότε, με η).
Ο Σύλλογος των Αθηναίων ιδρύθηκε το 1895 ως Αθηναϊκός Σύλλογος» και λειτουργεί ως τις μέρες μας. Από το 1955 εκδίδει τα Αθηναϊκά με άρθρα σχετικά με τη ζωή, τις ιστορίες και τα έπη της Αθήνας.
Σ’ ένα απ’ αυτά, του 1968, ο Κώστας Δημητριάδης, στέλεχος του ΕΟΤ, γράφει για το «Το καρναβάλι στην Αθήνα την παλιά». Ως παλιά Αθήνα εννοούσε την Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα.
«Τα πολιτικά κι όλα τ’ άλλα τερτίπια κι αλληλοτρωγώματα που τριβέλιζαν ανέκαθεν τα μυαλά των Αθηναίων, παραμέριζαν τις Απόκριες στη μικρή ακόμα τότε πρωτεύουσα, κι όλες κι όλοι δε μιλούσαν παρά για τα «Μπαλ Μασκέ» στα «μεγάλα» σπίτια, όπως του Σερπιέρη, του Μαυρομιχάλη κι άλλα, σε δημόσιους αποκρηάτικους χορούς όπως του Δημοτικού Θεάτρου, του Παρνασσού, της Αγγλικής Πρεσβείας, της Ρωσσικής, αργότερα του χορού των Συντακτών και για το γλεντοκόπημα στις ξακουστές τότε ταβέρνες της Πλάκας και του Ψυρρή. Του Τζουτζούρη, του Καβαλλάρη, του Παπαχειμώνα, του Γάκη, του Ρούκουνα, του Κρητικού, του Καρούμπαλα, του Ζαφείρη, του Αλήκοκο και τόσες ακόμα.
Στα σπίτια που δεχόντουσαν παρέες μασκαράδων, για να επιτρέψουν την είσοδο τους, αφού ο αρχηγός της παρέας χτύπαγε το ρόπτρον, ανασήκωνε τη μάσκα του για να τον αναγνωρίσει ο οικοδεσπότης και τότε έπαιρνε την άδεια για να περάσει μέσα με τους φίλους του χωρίς να έχει την υποχρέωση να βγάλει κανένας τους τη μάσκα.
Στα ποιητικά σαλόνια του Σουρή όμως οι παρέες των μασκαράδων έμπαιναν ελεύθερα χωρίς ανασήκωμα της μάσκας.
Ο μπουφές της Αποκρηάς στο σπίτι του Σουρή και της φιλόξενης κυρίας του, της μαντάμ Μαρή, δεν ήταν βέβαια τόσο πλούσιος όσο στου Σερπιέρη. Οι αυτοσχέδιοι όμως στίχοι πασπαλισμένοι με μπόλικον «Αττικόν Αλας» ήταν πλουσιώτατοι και χάριζαν το γέλιο.
Στα σαλόνια του Σουρή πάντα παρόντες οι «μεγάλοι» φίλοι του, ο Παλαμάς, ο Δροσίνης, ο Καμπούρογλου, ο Λάσκαρης, ο Βελιανίτης, ο Μπάμπης Άννινος, ο Τσοκόπουλος, ο Πωπ, ο Στρατήγης, ο Σκόκος, ο Νιρβάνας και άλλοι.
Κάποια αποκρηάτικοι βραδιά, έκαναν την παρουσία τους στου Σουρή δυο υψηλότατοι μασκαράδες με ντόμινα. Ο Αννινος ψιθύρισε στη μαντάμ Μαρή πως ήταν οι πρίγκηπες Νικόλαος και Ανδρέας. Η κα Σουρή άρχισε τότε τις ρεβεράντσες… Σε λίγο όμως οι δύο μυστηριώδεις «πρίγκηπες» έβγαλαν τις μάσκες και δεν ήταν άλλοι από τους «υψηλότατους» αδελφούς, τον Κοκό και το Βασιλάκη Μελά.
Και να πως σατίριζε ο Σουρής στο «Ρωμηό» του το καρναβάλι της Αθήνας.
“Γλέντα λοιπόν Αποκρηά μασκαρεμένη χώρα
που ένα μόνο έμαθες στα φανερά να κλέβεις
Να γίνεσαι ρεντίκολο κάθε στιγμή και ώρα
που όλα τα μασκάρεψες κι όλα τα μασκαρεύεις
Εξω λοιπόν οι λύπες, έξω κακή καρδιά
και πάλι Καρναβάλι ανοίγει βρε παιδιά.”
«…Η βασίλισσα του λαϊκού καρναβαλιού ήταν η Γκαμήλα. Την έφτιαχναν στις αυλές του Ψυρρή με λίγα σανίδια, λίγες προβιές, παλιά χαλιά, μια μασέλα αλόγου και πολλή φαντασία. Οι γαβριάδες της γειτονιάς χωνόντουσαν, μικροί σατανάδες, από κάτω της και τη ζωντάνευαν, τη χόρευαν, την έτρεχαν, την έκαναν ν’ αρπάζει καπέλα, πορτοφόλι, κουλούρια, ακόμη και να δαγκώνει.
Διάσημος Πετραλωνίτης γκαμηλιέρης ήταν τότε ο Βαγγελάρας με τ’ όνομα. Μα με τα χρόνια τον έφαγε το «ποτήρι” και μια μέρα πέθανε κάτω στα Καρναβάλια.
Ο Τίμος Μωραϊτίνης τότε, που ήταν μέγας θαυμαστής του, του έγραψε αυτόν τον επικήδειο:
…Κι ο Βαγγελάρας πέθανε.
Κι οι φίλοι του τον κλάψανε
μ’ αληθινό τους δάκρυ
Μουτζούρη τον επήγανε, μουτζούρη τον εθάψανε
κι εγράψανε στην άκρη
Εδώ κοιμάται ήσυχα ένας μεγάλος φουκαράς
που η δουλειά του ήτανε να είναι μασκαράς.
«…Τα επίσημα καρναβάλια τα διοργάνωνε μια επιτροπή, το λεγόμενο «Κομιτάτο της Αποκρηάς», με επικεφαλής το Δήμαρχο. Συγκέντρωνε χρήματα από τους εμπόρους, το Δήμο, τους ταβερναρέους κι έστηνε ξύλινες εξέδρες στην οδό Σταδίου, στην οδό Κοραή απ’ όπου θα περνούσε η μεγάλη παρέλαση από λουλουδιασμένα άρματα, άλλα με αρχαίες παραστάσεις, που έσερναν έξι και οχτώ άλογα, πολλά στολισμένα αμάξια με μασκαρεμένες χορωδίες, πλούσιο άρμα με τον Καρνάβαλο, άλλο άρμα με τη βασίλισσα της Αποκρηάς, άλλο με το «Πανεπιστήμιο», που απ’ τη μια μεριά έβγαζαν από το φούρνο νεαρούς φοιτητές κι απ’ την άλλη έβγαζαν …τούβλα κι άλλα πλήθη από ομίλους εύθυμων μασκαράδων με συμβολικά σατιρικά κοστούμια.»
«…Ο πιο μεγάλος συνωστισμός γινότανε στο σταυροδρόμι των οδών Κυδαθηναίων και Αδριανού, όπου και το σπίτι του ποιητού Γεωργίου Δροσίνη.
Πόσο χαιρόμουν τα Καρναβάλια τότε απ’ το παράθυρο μου και ποσο θαύμαζα, σαν παιδί, την περίφημη παρέλαση του άρματος με την «Αρπαγή της Ωραίας Ελένης» που ήτανε …αρσενικιά και φρεσκοξουρισμένη… ιστορούσε ο ποιητής της Ανθισμένης Μυγδαλιάς.
Ξέφτισε όμως το Αθηναϊκό καρναβάλι και ύστερα από τις αντάρες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, έμεινε ανάμνηση.
Το 1930 ωστόσο, κάποιοι παλιοί Αθηναίοι με τη στήριξη του Ε.Ο.Τ. συνέστησαν πάλι ένα Κομιτάτο της Αποκρηάς και το 1931 διοργάνωσαν τις αποκρηάτικες γιορτές.
Τότε βραβεύτηκε και το καλύτερο τραγούδι της αποκριάς σε στίχους Στέλιου Χειλαδάκη.
Μέσα στης Πλάκας τα στενά
και στου Ψυρρή γλέντι αρχινά
κι ανάβει και κορώνει
και στον παλιό καλό σκοπό,
θα γίνει χαλασμός
θα ξεχαστούν οι πόνοι….
…Η νύχτα απόψε είναι μακριά
και μέσα στην Αποκρηά
ξανάζησε η Αθήνα!
Όταν πια, με τη δικτατορία του Μεταξά, απαγορεύτηκε αυστηρά η μάσκα, σταμάτησε οριστικά ο εορτασμός της Αποκριάς.