Ο Αλέξανδρος Ιόλας (25 Μαρτίου 1907 – 8 Ιουνίου 1987) ήταν Έλληνας γκαλερίστας και σημαντικός συλλέκτης έργων μοντέρνας τέχνης.

 

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ως Κωνσταντίνος Κουτσούδης. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας βαμβακεμπόρων, ο Ιόλας δείχνει από νωρίς την κλίση του στις τέχνες και το 1927 μετακομίζει στην Αθήνα, όπου συναναστρέφεται με όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της εποχής. Στην Αθήνα ξεκινά και τα πρώτα του μαθήματα στο χορό και τη μουσική.

 

Στα 1931 φεύγει με προτροπή του Μητρόπουλου για το Βερολίνο, με ένα σύντομο σταθμό στην Ιταλία. Αφιερώνεται στις σπουδές χορού, γνωρίζεται με προσωπικότητες του χώρου όπως η Kyra Nijinsky, κόρη του διάσημου χορευτή, και δύο χρόνια αργότερα, το 1933, υποχρεώνεται λόγω της ανόδου του ναζισμού να εγκαταλείψει τη Γερμανία.

Μετακομίζει, λοιπόν, στο Παρίσι, όπου συνεχίζει με επιτυχία τη χορευτική του καριέρα και έρχεται σε στενή επαφή και με εικαστικούς καλλιτέχνες και ποζάρει ως μοντέλο π.χ. για τους Ραούλ Ντιφύ (Raoul Dufy), Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Χέρμπερτ Λιστ.

Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930 φεύγει για τη Νέα Υόρκη. Γίνεται κορυφαίος χορευτής στη νεοσύστατη “Ballet Theatre Company” της Νέας Υόρκης και συνεργάζεται ως χορευτής με τον Τζορτζ Μπαλανσίν, την Υβόν Γκεόργκι – για μια συνεργασία με την οποία πάει για λίγο στο Άμστερνταμ – και αργότερα αναλαμβάνει τη διεύθυνση των μπαλέτων του Μαρκησίου de Cuevas στη Νέα Υόρκη. Επιδιώκει να φέρει σε συνεργασία τον de Cuevas με τους Μπαλανσίν, Προκόφιεφ, Ιγκόρ Στραβίνσκι κ.α.

 

Το 1944 εγκαταλείπει το χορό με αφορμή ένα τραύμα στο πόδι και δραστηριοποιείται στο χώρο του εμπορίου τέχνης. To 1944 ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στη Νέα Υόρκη, την “Hugo Gallery”. Χωρίς να διαθέτει χρήματα ο ίδιος στο ξεκίνημα, βασίζεται αφενός στην υποστήριξη της Maria Hugo, δούκισσα του Gramont και τέως συζύγου του εγγονού του Βικτόρ Ουγκό, στην Ελίζαμπεθ Άρντεν, στους συλλέκτες Jean και Dominique de Menil και αφετέρου στις προσωπικές φιλίες του με καλλιτέχνες

Σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην καθιέρωση στις ΗΠΑ των εξόριστων λόγω του Πολέμου σουρεαλιστών. Αν και ήδη ώριμοι και καταξιωμένοι οι σουρεαλιστές στην Ευρώπη, οι εκθέσεις τους δεν είχαν βρει ακόμη ανταπόκριση στο κοινό της Αμερικής. O Ιόλας θα παραμείνει αποκλειστικός αντιπρόσωπος του Μαξ Ερνστ και του Ρενέ Μαγκρίτ για τις Η.Π.Α. μέχρι το θάνατο τους.

Το 1953 διοργανώνει για τον Άντι Γουόρχολ την πρώτη ατομική του έκθεση και συνδέεται στενά με το κίνημα της Ποπ Αρτ. Αργότερα συνεργάζεται με τους Nouveau Realists (Niki de Saint Phalle, Jean Tingueli, Martial Raysse κ.α.), με καλλιτέχνες της Arte Povera (Γιάννης Κουνέλλης, Pino Pascali κ.α.) και πολλούς άλλους.

 

Ο Αλέξανδρος Ιόλας αποτέλεσε έναν από τους πρωτοπόρους στην ανάπτυξη ενός «δικτύου» από αίθουσες τέχνης δορυφόρους μιας κεντρικής γκαλερί: ανοίγει νέες Alexandre Iolas Galleries σε Γενεύη (1963), Παρίσι (1964), Μιλάνο (1965), Ζυρίχη, Μαδρίτη και Ρώμη, καθώς και περισσότερες στη Νέα Υόρκη. Εκδίδει επίσης και καταλόγους τέχνης στους οποίους προλογίζουν μεταξύ άλλων ο Andre Breton και o Pierre Restany καθώς και συλλεκτικά βιβλία καλλιτεχνών και ποιητών σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων (Μαξ Ερνστ, Γιάννης Ρίτσος, Οδυσσέας Ελύτης κ.α.).

Παράλληλα, προώθησε στο εξωτερικό Έλληνες καλλιτέχνες, όπως τους Χατζηκυριάκο Γκίκα, Βαγή, Γουναρό, Μόραλη και Τσαρούχη. Συνεργάζεται και με τη νεότερη γενιά Ελλήνων όπως οι Τσόκλης, Παύλος, Τάκις και η Μάρα Καρέτσου, οι οποίοι είχαν ήδη ξεκινήσει μια καριέρα στο εξωτερικό. Κάποιοι από αυτούς θα επιστρέψουν «παρασυρμένοι» από τον Ιόλα πίσω στην Ελλάδα, προκειμένου να δώσουν ώθηση στην τοπική παραγωγή της σύγχρονης τέχνης.

 

Δωρίζει και πουλάει έργα σε μεγάλα μουσεία, όπως τα Metropolitan Museum of Art και Museum of Modern Art στη Νέα Υόρκη, το Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού στο Παρίσι (δωρεές 1977), αλλά και η Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας (δωρεά 1971). Το 1976, κλείνει όλες τις γκαλερί του εκτός μιας στη Νέα Υόρκη, κρατώντας έτσι την υπόσχεση που είχε δώσει στον Max Ernst, να σταματήσει όταν εκείνος θα πέθαινε.

Από τη δεκαετία του 1960 περνάει όλο και περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα. Συνεργάζεται με διάφορες γκαλερί όπως οι Ζουμπουλάκη-Ιόλα, Μέδουσα, Βίκυ Δράκου, Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, Σκουφά. Χτίζει στην Αγία Παρασκευή Αττικής ένα σπίτι, για τα δεδομένα ιδίως της Ελλάδας ένα ανάκτορο, όπου μεταφέρει την τεράστια προσωπική συλλογή του από έργα αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης Τέχνης, καθώς και άλλα κομμάτια όπως ταπισερί, έπιπλα και σερβίτσια μεγάλης καλλιτεχνικής και χρηματικής αξίας.

Από το 1983 αντιμετωπίζει την κακεντρέχεια μερίδας του ελληνικού τύπου ενάντια στον εκκεντρικό και επιδεικτικό τρόπο ζωής και συμπεριφοράς του. Το φαινόμενο παίρνει από το 1984 διαστάσεις σκανδάλου. Αφορμή στάθηκαν τόσο κάποιες προκλητικές για την εποχή δηλώσεις του όσο και κυρίως οι καταγγελίες πρώην συνεργάτη του. Η υπόθεση έφτασε ως τη δικαιοσύνη και απασχόλησε και τον διεθνή τύπο. Υπήρξε από το εξωτερικό και προσπάθεια υπεράσπισης του Ιόλα, με πρωτοβουλία του Κώστα Γαβρά, την οποία συνυπέγραψαν πολλές διεθνείς προσωπικότητες, ανάμεσά τους και ο Φρανσουά Μιτεράν. αφετέρου στις προσωπικές φιλίες του με καλλιτέχνες.

Λίγο πριν πεθάνει η επιθυμία του να δωρίσει την αμύθητη συλλογή του από έργα τέχνης στο ελληνικό κράτος δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε την προσφορά του και έτσι το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του χάθηκε.

Το 1984, δωρίζει στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης 47 έργα σύγχρονης τέχνης από την προσωπική του συλλογή, ενώ υπόσχεται να προσθέσει και άλλα στη δωρεά. Το 1987 ωστόσο πεθαίνει σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης νικημένος από τη νόσο του AIDS και δεν προλαβαίνει να εκπληρώσει το όνειρο του.

Σήμερα τα περισσότερα έργα της συλλογής του έχουν κλαπεί από την έπαυλη του στην Αγία Παρασκευή Αττικής.
Η βιογραφία του κυκλοφόρησε το 2012 (είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του) έπειτα από δική του εντολή που είχε αφήσει στον δικηγόρο του και στον βιογράφο του, Νίκο Σταθούλη.

Πηγή: El Wikipedia