Ο Ορέστης Μακρής γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 30 Σεπτεμβρίου 1899 στη Χαλκίδα. Σπούδασε φωνητική μουσική στο Ωδείο Αθηνών και στα 20 του στρατεύτηκε και υπηρέτησε στη Μικρά Ασία.

 

Στη σκηνή πρωτοεμφανίστηκε ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας στο θίασο Ροζαλίας Νίκα το 1925 και μετά την παρακμή της μεταπήδησε στην επιθεώρηση το 1932. Ο Αντώνιος Βώττης του ανέθεσε το νούμερο τού «μεθυσμένου», που είχε γράψει πριν από τρία χρόνια και δεν έβρισκε τον κατάλληλο ηθοποιό να ερμηνεύσει τον συγκεκριμένο ρόλο.  Τραγουδώντας και παίζοντας το νούμερο «Με λεν μπεκρή» στην επιθεώρηση «Ο παπαγάλος του 1932» με τον θίασο του Σπύρου Πατρίκιου, έγινε εν μία νυκτί πρωταγωνιστής του ελαφρού θεάτρου.

25 χρόνια αργότερα,το 1950,τον ίδιο χαρακτήρα ενσάρκωσε και στον κινηματογράφο στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Ο Μεθύστακας».

Ο Φιλοποίμην Φίνος που παρακολουθούσε τον Γιώργο Τζαβέλλα να εξηγεί τον ρόλο και τις ατάκες στον Ορέστη Μακρή, έκρινε ότι ο ηθοποιός δεν διέθετε τα απαραίτητα προσόντα. «Τι παιδεύεσαι; Δεν βλέπεις που είναι κάφρος;» είπε στον σκηνοθέτη. Ο Μακρής που άκουσε το αρνητικό σχόλιο δεν απάντησε και βγήκε ατάραχος από το πλατό. Όταν ξαναστήθηκε μπροστά στην κάμερα και άρχισε τον μονόλογό του, ξαφνικά διέκοψε και γυρνώντας προς το Φίνο, τον κοίταξε και του είπε : «Εμένα είπες κάφρο ρε;»

Η ταινία, που μέχρι σήμερα θεωρείται μια από τις καλύτερες του ελληνικού κινηματογράφου, έκοψε περισσότερα από 300.00 εισιτήρια, χάρη στον «κάφρο» που την απογείωσε με την ερμηνεία του.
Ο ήρωας που υποδυόταν ήταν πραγματικό πρόσωπο που πολύ συχνά περιφερόταν στα γραφικά ταβερνάκια της Πλάκας. Ο Μακρής τον είχε δει και είχε αντιγράψει εκφράσεις και κινήσεις του για να τις μεταφέρει στον ρόλο που έπαιζε στην παράσταση. Που να ήξερε τότε ότι το ρόλο του μεθύστακα θα τον κουβάλαγε σε όλη τη μελλοντική του καλλιτεχνική διαδρομή.. Έκτοτε, όποιος θέλει να πειράξει κάποιον που πίνει δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο, παρά να τον αποκαλέσει Ορέστη Μακρή. Ο Μακρής έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στις σκηνές και σε μια από αυτές, λογόφερνε έντονα με τον Δημήτρη Χορν. Όταν ολοκληρώθηκε το πλάνο οι δύο ηθοποιοί συνέχισαν να βρίζονται με χυδαίο τρόπο που στη συνέχεια μετατράπηκε σε σπαρταριστά γέλια….

 

 

Παράλληλα, έπλασε τον τύπο του συντηρητικού, γκρινιάρη και ανάποδου γέροντα, που στο βάθος κρύβει καλά αισθήματα, αλλά ‘κρύβεται’ πίσω από την παραξενιά του για να επιβιώσει. Τους τύπους αυτούς απαθανάτισε ο κινηματογραφικός φακός στις ταινίες «Ο γρουσούζης» (1952), «Η κάλπικη λίρα» (1955), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), «Το αμαξάκι» (1957), «Η κυρά μας η μαμή» (1958), «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα» (1960), που τον ανέδειξαν σε θεμελιωτή του νεορεαλιστικού ύφους στην υποκριτική, σύμφωνα με τον κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο.

Επίσης, έγραψε ιστορία στο θέατρο το 1959, όταν ήρθαν στην Αθήνα τα μπαλέτα Μπολσόι για παραστάσεις στο Ηρώδειο. Ο Μακρής εργαζόταν τότε στο Περοκέ και για να σατιρίσει το διάσημο χορευτικό σχήμα, έστησε τη δική του χορογραφία με θέμα την «Λίμνη των κύκνων». Οι μπαλαρίνες-κύκνοι όμως ήταν ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Νίκος Σταυρίδης και ο Σταύρος Παράβας. Όσο για τον ρόλο της πριμαντόνας, που δεν ήταν άλλος από έναν τεράστιο και αλλοπρόσαλλο φτερωτό κύκνο, τον είχε κρατήσει για τον εαυτό του, ξεσηκώνοντας και πάλι το κοινό.

Το 1955 απέδωσε τόσο αληθινά τον χαρακτήρα του μισητού ιδιοκτήτη που έγινε αποδέκτης ευτράπελου επεισοδίου σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας θεωρούμενος ως πραγματικός ιδιοκτήτης. Συμμετείχε σε περίπου σαράντα ταινίες παίζοντας χαρακτηριστικούς ρόλους, όπως του μεθυσμένου, του άστοργου, του ανάποδου μα και στοργικού πατέρα. Κάθε ταινία του Ορέστη Μακρή θεωρείται μια ξεχωριστή δημιουργία ρόλου που σήμερα αποτελούν όλοι πρότυπα θεατρικής μελέτης.

Τιμήθηκε με το Τάγμα του Φοίνικος.

Ο Ορέστης Μακρής – ηθοποιός ευγενής, μετρημένος με σπάνιο ήθος ,πέθανε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 1975. Η κηδεία του έγινε την επομένη στο Α’ Νεκροταφείο και ήταν πάνδημη.