Το πάθος του Δημήτρη Λιγνάδη για τα ανήλικα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που χρονολογείται τουλάχιστον από το 1984 επικαλείται το Συμβούλιο Πλημμελειοδικείο της Αθήνας στο βούλευμά του για την απόρριψη της αίτησης που κατέθεσε ο συνήγορός του Αλέξης Κούγιας περί της ακυρότητας της προδικασίας, λίγο πριν την απολογία του στη 19η τακτική ανακρίτρια.

 

 

Το δικαστικό συμβούλιο, υιοθετώντας και τη σχετική εισαγγελική πρόταση, θεωρεί πως το θέατρο, τα σχολεία, τα θεατρικά εργαστήρια αλλά και οι πλατείες της Αθήνας, όπου σύχναζαν ανήλικοι που «διψούσαν» για επαγγελματική ανέλιξη ήταν οι χώροι από τους οποίους «αλίευε» τα θύματά του ο κατηγορούμενος ηθοποιός και σκηνοθέτης. Ως αφετηρία για τη «νοσηρή» αυτή δράση του, υπολογίζουν τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου, με βάση το «δελτίο εγκληματικότητάς του», τουλάχιστον το έτος 1984, «οπότε χρονολογείται η σήμανσή του για αδίκημα σχετιζόμενο με τη γενετήσια ελευθερία σε βάρος ανηλίκου».

 

 

Δικαστικό συμβούλιο: «Εκμεταλλευόταν τη θέση που κατείχε…»

Η σταθερή και επαναλαμβανόμενη σεξουαλική προσέγγιση ανηλίκων είχε γίνει, σύμφωνα με το βούλευμα, στοιχείο πια του χαρακτήρα του Δημ. Λιγνάδη αφού διήρκεσε για διάστημα τουλάχιστον τριάντα ετών, μέχρι δηλ. την τελευταία καταγγελλόμενη πράξη βιασμού, το 2015.

Όπως αναφέρεται ο κατηγορούμενος «προσέγγιζε ανηλίκους και εν γένει άτομα νεαρής ηλικίας, πέραν των κατονομαζομένων στη δικογραφία και πλήθος άλλων, τους οποίους εντόπιζε είτε με αφορμή τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες στο χώρο των θεάτρων που λειτουργούσε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, είτε ως διδάσκων θεατρική αγωγή σε σχολεία και εργαστήρια, είτε από φιλικούς κύκλους, ακόμη δε και τυχαία σε διάφορες περιοχές των Αθηνών, που σύχναζαν ανήλικοι και νέοι και υποσχόμενος να τους καθοδηγήσει και να τούς βοηθήσει να σταδιοδρομήσουν στον καλλιτεχνικό χώρο, τελούσε σε βάρος τους αδικήματα σχετιζόμενα με τη γενετήσια ελευθερία τους, είτε με την άσκηση βίας, ακόμη και με την περιαγωγή τους σε κατάσταση αναισθησίας και ανικανότητας για αντίσταση με τη χρήση ουσιών, είτε και χωρίς βία, εκμεταλλευόμενος όμως ακριβώς την ανηλικότητα και το νεαρό της ηλικίας των θυμάτων, καθώς και τις θέσεις που κατά καιρούς κατείχε, αλλά και εν γένει το «status quo» του.

 

 

Ο κατηγορούμενος επεδείκνυε την παραβατική και αντικοινωνική αυτή συμπεριφορά του επί σειρά πολλών ετών, ως στοιχείο πλέον της προσωπικότητάς τού, έχοντας μεθοδεύσει τη δράση του, επιλέγοντας ανήλικους και άτομα νεαρής ηλικίας, που λόγω ακριβώς της μη διαμορφωμένης προσωπικότητάς τους και της ανάγκης τους για επαγγελματική εξέλιξη, ήταν ευάλωτα και εύκολα διαχειρίσιμα. Εκμεταλλευόμενος δε την αδυναμία τους αυτή και αξιοποιώντας την αναγνωρισιμότητά του, τη ρητορική του δεινότητα και την ικανότητα πειθούς, που αναμφισβήτητα φύση και θέσει κατείχε, υπό το πρόσχημα της καθοδήγησης και διαπαιδαγώγησης τους, προσέγγιζε τα άτομα αυτά, κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και ακολούθως τα χειραγωγούσε, ώσπου εντέλει να επιτύχει την εκπλήρωση των ανάρμοστων προθέσεών του».

 

Γιατί δεν κλήθηκε σε εξηγήσεις

Το δικαστικό συμβούλιο, αξιολογώντας τα στοιχεία που έχουν μέχρι στιγμής προκύψει δικαιολόγησε την ποινική δίωξη σε βάρος του Δημ. Λιγνάδη, χωρίς να έχει δώσει προηγουμένως εξηγήσεις καθώς «η κλήση του υπόπτου στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης προς παροχή εξηγήσεων για πράξη τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος, μπορεί να παραλειφθεί, αν από τα στοιχεία της προκαταρκτικής, προκύπτει σαφώς ότι ο ύποπτος έχει σχεδιάσει τη φυγή του ή την τέλεση νέων εγκλημάτων και έχουν προκύψει επαρκείς ενδείξεις για την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης».

 

Η σεξουαλική εμμονή με ανηλίκους

Η εισαγγελέας που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης του κατηγορούμενου ηθοποιού και σκηνοθέτη, υποστηρίζοντας πως μοναδικός στόχος των επαφών του με τους ανηλίκους ήταν η ικανοποίηση των αρρωστημένων ορέξεών του. Τοποθετώντας η ίδια χρονικά την αξιόποινη δράση από το 1995 έως το 2016, είπε ότι « έχων εμφανή παραφιλική εφηβοφιλική σεξουαλική τάση και προτίμηση, την οποία εξεδήλωνε χωρίς καμιά αναστολή, ακόμα και σε δημόσιους χώρους, για ένα πολύ μακρό χρονικό διάστημα και δη από τουλάχιστον το έτος 1995 έως και τουλάχιστον το 2016, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία της δικογραφίας, εκμεταλλευόμενος, αφενός την ευαίσθητη ηλικία των ανήλικων που προσέγγιζε, ιδίως αγοριών, (από 14 έως 16), αφετέρου την ματαιοδοξία τους και την έλλειψη οικογενειακού περιβάλλοντος, δρώντας σχεδόν με πανομοιότυπο μεθοδικό και συστηματικό τρόπο κάθε φορά, καλλιεργούσε αρχικά κλίμα εμπιστοσύνης, επικαλούμενος και προβάλλοντας την επαγγελματική του ιδιότητα, ως καταξιωμένου σκηνοθέτη – ηθοποιού, πείθοντας αυτά ότι πρόθεσή του ήταν να τα βοηθήσει να ανελιχθούν στο χώρο του θεάματος και παρασύροντάς τα με τις υποσχέσεις αυτές στο σπίτι του, με αποκλειστικό σκοπό την τέλεση γενετήσεων πράξεων μαζί του.

Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις, προκειμένου να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή του η οποία ήταν πολύ συχνά ανεξέλεγκτη, χρησιμοποίησε, στην μεν πρώτη, σωματική βία σε βάρος του θύματός του, ενώ στη δεύτερη, αλκοόλ και ναρκωτική ουσία προκειμένου να περιάγει το θύμα του σε κατάσταση πλήρους ανικανότητας αντίστασης. Η εμμονική αυτή παραφιλική του τάση, η οποία περιγράφεται με σαφήνεια στις ληφθείσες καταθέσεις, αλλά και στις εγκλήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Εισαγγελέα, καθώς και η σταθερή, εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φύλων, η οποία (ροπή) έφτασε στην εγκληματική και μάλιστα κακουργηματική της μορφή, με παθόντες δύο αλλοδαπούς, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτός συνεχίζει να μένει στην ευρύτερη περιοχή του Μεταξουργείου όπου ανέκαθεν αλίευε ανηλίκους για τον ανωτέρω σκοπό, δικαιολογούσαν κατά την άποψή μας απόλυτα την εφαρμογή στο πρόσωπό του της παραγράφου 2 του αρ. 244 ΚΠΔ περί παράλειψης κλήσης του ως υπόπτου για λήψη χωρίς όρκο εξηγήσεων και της άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του με σκοπό την αποτροπή τέλεσης νέων παρόμοιων αδικημάτων σε βάρος των ανηλίκων παθόντων».

 

Προτάσεις για «ομαδικό σεξ»

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει το βούλευμα στις μηνύσεις σε βάρος του Δημ. Λιγνάδη, μεταξύ των οποίων και εκείνη που κατατέθηκε πρώτη, στις 5 Φεβρουαρίου και είναι παραγεγραμμένη. Στη μήνυση αναφέρεται ότι «ο ανήλικος διαπίστωνε ότι ο αιτών είχε εξωσχολικές σχέσεις και με άλλα ανήλικα παιδιά από τα σχολεία Αρσάκειο Ψυχικού και Μωραΐτη όπου δίδασκε θέατρο, για τις οποίες (σχέσεις) του εκμυστηρευόταν την ανησυχία του μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου με τραγουδιστή το έτος 1998, για τον οποίο είχε γίνει ευρέως γνωστό ότι είχε σχέση με ανήλικη.

Εκμεταλλευόμενος τα συναισθήματα του ανήλικου, του ζητούσε συχνά να συμμετέχει σε ομαδικό σεξ με άλλους μαθητές ή μαθήτριες τις οποίες έφερνε στο σπίτι του, κάτι που ο καταγγέλλων αρνούνταν κατηγορηματικά διότι δεν ήθελε να τον μοιράζεται. Κατά τη διάρκεια του έτους 1997 μάλιστα ο αιτών, εβρισκόμενος εντός της οικίας του με τον ανήλικο και μια άλλη ανήλικη μαθήτρια από το Αρσάκειο Ψυχικού, του πρότεινε ενώπιον της να συνευρεθούν όλοι μαζί ερωτικά, στη δε άρνησή του να συμμετέχει, πήρε την ανήλικη στο δωμάτιό του και προέβησαν σε γενετήσιες πράξεις, ενώ ο καταγγέλλων βρισκόταν στο σαλόνι και τους άκουγε, μέχρι να βρει τη δύναμη να φύγει κρυφά από το διαμέρισμα…».

 

Η χειριστική συμπεριφορά και τα κοπλιμέντα

Από την πρώτη κιόλας μήνυση διαφαίνεται ο χειριστικός τρόπος του κατηγορουμένου. «Ο αιτών εκδήλωσε το ενδιαφέρον του προς αυτόν λόγω της εξωτερικής του εμφάνισης, κέρασε την παρέα του και του έκανε πολλά κοπλιμέντα, λέγοντάς του ότι με αυτό το πρόσωπο που έχει, θα πήγαινε πολύ μπροστά, όπως επίσης κι ότι λόγω των γνωριμιών του θα μπορέσει να τον βοηθήσει να εισέλθει στο χώρο του θεάτρου που τον ενδιέφερε …Αφού συζήτησαν αρκετή ώρα για το θέατρο, λόγω του ότι ο καταγγέλλων επιθυμούσε να γίνει ηθοποιός, ο αιτών διέκοψε τη συζήτηση λέγοντας «φτάνει πια με το θέατρο… κουράζομαι πολύ να μιλάω συνέχεια γι’ αυτό», ενώ μετά από τη φανερή αμηχανία του ανήλικου, του είπε «πόσο γλυκό είναι το απαγορευμένο, ειδικά όταν κάνεις πράγματα που δεν γνωρίζουν οι γονείς», στο τέλος δε της κουβέντας του, τον πλησίασε και, αιφνιδιάζοντάς τον, τον φίλησε στο στόμα».

Περιγράφοντας το χρονικό της έρευνας για την υπόθεση του Δημ. Λιγνάδη, το βούλευμα αναφέρεται στην καταγγελία για το βιασμό του 2015 σημειώνοντας πως «κατά τη διάρκεια των επαφών τους, ο αιτών τον έκανε με τα λόγια και τη συμπεριφορά του, να νιώθει ξεχωριστός, να εθίζεται στην παρουσία του και να αρχίσει να τον ερωτεύεται… Αυτό που είχε κάνει εντύπωση στον παθόντα κατά τη διάρκεια της σχέσης του με τον αιτούντα ήταν ότι του έλεγε ότι είχε τη φαντασίωση να είναι ο παθών μόνος του στο δωμάτιο, να μπαίνουν οι φίλοι του μέσα για να κάνουν σεξ μαζί του κι εκείνος να φωνάζει «ο επόμενος».

 

 

 

16χρονα στο σπίτι του καλλιτέχνη

Ιδιαίτερη επιβαρυντική θεωρήθηκε από το συμβούλιο και η κατάθεση της 40χρονης η οποία υποστήριξε πως «κατά τη διάρκεια των επισκέψεών της στο σπίτι του στην Επτανήσου, αντελήφθη δύο φορές να τον επισκέπτονται διάφορα άτομα ηλικίας 16-17 χρονών, ένα εκ των οποίων μάλιστα είχε κάνει και απόπειρα αυτοκτονίας δια της κατάποσης χαπιών. Το ίδιο παιδί η μάρτυρας το είχε δει και τον δεκαπενταύγουστο του 2004 στην Πάρο, αφού ο αιτών το είχε πάρει μαζί του κατά την επίσκεψή του στο νησί…».

 

Τα… ανοιχτά μυαλά των καλλιτεχνών

Στο βούλευμα περιλαμβάνεται και η τελευταία μήνυση που κατατέθηκε σε βάρος του Δημ. Λιγνάδη για το βιασμό του 2010, όταν το θύμα ήταν μόλις 14 ετών. όπου καταγράφεται ο ίδιος τρόπος προσέγγισης. «Με χειριστικό και πιεστικό τρόπο, εκείνος αντέτεινε ότι δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεται, ούτε να φοβάται για την ερωτική του ταυτότητα, γιατί μπορεί να ενδιαφέρεται μεν για κορίτσια, πλην όμως, είναι απολύτως υγιές να έχουν δυο άνδρες φίλοι σωματική επαφή, ιδίως αν ανήκουν στον καλλιτεχνικό χώρο, όπου οι συμπεριφορές αυτές θεωρούνται απολύτως φυσιολογικές… Άλλωστε, για να ασχοληθεί κανείς με την τέχνη, πρέπει να έχει ανοιχτό μυαλό… Όταν αυτός του είπε ότι δεν θέλει να τον ξαναδεί ποτέ στη ζωή του κι ότι θα τον καταγγείλει στην αστυνομία, τότε ο αιτών άρχισε να τον εκλιπαρεί να τον λυπηθεί, λέγοντάς του ότι έχει καρκίνο στο λάρυγγα…».