Ήταν 19 Μαΐου του 1919 όταν ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα και άρχισε τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων.
Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα – το 40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.
Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1908 ήταν μια χρονιά – ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας. Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν.
Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.
Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στον στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των Γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.
Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
Δείτε το σχετικό μίνι ντοκιμαντέρ:
Ο θύτης δεν αναγνωρίζει το έγκλημα
Το επίσημο τουρκικό κράτος, που διαδέχθηκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αρνείται ότι διαπράχθηκε «γενοκτονία» εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της Ανατολής τα τελευταία χρόνια ύπαρξης της αυτοκρατορίας.
«Η Τουρκική Δημοκρατία, δημιουργείται το 1923, δηλαδή μετά το τέλος των γεγονότων. Τα γεγονότα και τις γενοκτονίες τις προκάλεσε ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός, οι Νεότουρκοι στην αρχή και ο Κεμάλ στη συνέχεια. Η σχέση του σύγχρονου τουρκικού κράτους με αυτούς που διέπραξαν τις γενοκτονίες μπορεί να μην είναι θεσμική, είναι όμως οργανική, γιατί ουσιαστικά αυτοί δημιουργούν το τουρκικό κράτος» αναφέρει ο κ. Αγτζίδης.
Ο ίδιος, ο όρος «γενοκτονία» διατυπώθηκε και ενσωματώθηκε στο διεθνές δίκαιο, μεταγενέστερα (1948) από τον Πολωνό νομομαθή Ράφαελ Λέμκιν, με σκοπό τη νομική περιγραφή «μαζικών εγκλημάτων» από κυρίαρχες εξουσίες, με προσχεδιασμό, οργάνωση, συστηματικότητα και με σκοπό «τη μεθοδευμένη εξολόθρευση, ολική, ή μερική» διαφόρων «εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών, ή άλλων μειονοτήτων» και έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός ευρύτερου επιστημονικού διαλόγου και κοινωνικού προβληματισμού.
Το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ποντίων, σύμφωνα με μελετητές των γεγονότων, είτε εξαιτίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είτε και του συνεχιζόμενου επιστημονικού διαλόγου και της διαδικασίας τεκμηρίωσης, ή και των δύο, κρατήθηκε χαμηλά για δεκαετίες, ώσπου άρχισε σταδιακά να τίθεται εντονότερα από την προσφυγική «Κοινωνία των Πολιτών», τους επιζήσαντες και τους απογόνους τους, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα
Η οργανωμένη μελέτη των πηγών, η αξιοποίηση των μαρτυριών, αλλά και έργα νεώτερων ιστορικών, ελλήνων και ξένων, μεταξύ αυτών και σύγχρονων τούρκων ιστορικών, τις τελευταίες δεκαετίες βοήθησε στην αποσαφήνιση του ιστορικού τοπίου και σε ευρεία επιστημονική τεκμηρίωση του αιτήματος «μνήμης» και αναγνώρισης «γενοκτονικών» πρακτικών, οι οποίες εφαρμόστηκαν κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, μεταξύ αυτών και κατά του ποντιακού ελληνισμού (1916-1922).
Έγκριτοι Έλληνες και ξένοι, ιστορικοί, νομικοί, κοινωνιολόγοι, αποφαίνονται σήμερα, παραθέτοντας στοιχεία και επιχειρήματα, ότι οι διωγμοί, οι θάνατοι, οι πυρπολήσεις χωριών και οι εκτοπίσεις, εκείνη της περιόδου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αποτελούσαν μέρος ενός «μεθοδευμένου» και «συστηματικού» σχεδίου της εθνικιστικής «ελίτ» των Νεότουρκων, με κύριο στόχο τον «εκτοπισμό», την “εκδίωξη από τα εδάφη της αυτοκρατορίας” με τη χρήση βίαιων, απάνθρωπων πρακτικών που είχαν ως αποτέλεσμα μια τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή, με ανεπανόρθωτες συνέπειες για τις χριστιανικές μειονότητες της Ανατολής.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ παραθέτει τις απόψεις τεσσάρων Ελλήνων επιστημόνων, μελετητών των γεγονότων εκείνης της περιόδου, τα οποία σφράγισαν τη μοίρα του προσφυγικού στοιχείου, του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού.
Θεοδόσης Κυριακίδης. Διδάκτωρ ιστορίας, επιστημονικός συνεργάτης στην Έδρα Ποντιακών Σπουδών του ΑΠΘ
Χρονολογία – σταθμός αποτελεί ασφαλώς η «Επανάσταση των Νεότουρκων» τον Ιούλιο 1908 στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, όταν οι Ταλάτ –Κεμάλ –Ενβέρ, υποβαθμίζουν τη σουλτανική εξουσία και καθίστανται απόλυτα κυρίαρχοι, πολιτικά, ιδίως μετά το 1913. Τα συνέδρια των Νεοτούρκων είναι τακτικά, το πιο σημαντικό είναι αυτό το 1913 στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί αποκρυσταλλώνεται το σύνθημα : «Η Τουρκία στους Τούρκους».
Οι βαλκανικοί πόλεμοι θα δημιουργήσουν έντονα προβλήματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γιατί με την απώλεια οθωμανικών εδαφών και την προσφυγοποίηση των μουσουλμάνων από βαλκανικά εδάφη, πιέζονται οι ελίτ και οι Νεότουρκοι, οι οποίοι θα κληθούν να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Κατηγορούν τους χριστιανούς ότι «κατέστρεψαν τη χώρα» και ότι πάντοτε προσπαθούσαν «να στραφούν κατά της πατρίδας». Υπάρχουν αναφορές τους, για «εσωτερικό καρκίνωμα στο σώμα της αυτοκρατορίας», ή «πληγή που πρέπει να γιατρευτεί», ή για το «άγριο χορτάρι που πρέπει να ξεριζωθεί», κ.τ.λ. Αυτή η τάση του τουρκικού εθνικισμού βρίσκει ιδεολογικούς εκφραστές, όπως ο Ζιγιά Γκιολκάπ, ο οποίος με ποιήματα και με άρθρα στον τύπο ενισχύει αυτόν τον τουρκικό εθνικισμό.
Προς τα τέλη του 1914, λίγες εβδομάδες μετά το ξέσπασμα του Α’ΠΠ, παρατηρείται συσπείρωση των μουσουλμάνων και επικρατεί το σύνθημα: «Ο πόλεμος για τη σωτηρία της πατρίδας δεν είναι μόνο αναγκαίος είναι και θεάρεστος».
Η ελίτ έχει αποφασίσει να εκδιώξει τις χριστιανικές κοινότητες. Αυτό, ασφαλώς, δεν μπορεί να συμβεί χωρίς να προκαλέσει τις μεγάλες δυνάμεις, τη διεθνή κοινότητα. Οπότε το σχέδιο που έχουν είναι προσπάθειες ανταλλαγής υποτίθεται εθελοντικών για ανταλλαγή πληθυσμών, στη συνέχεια με πογκρόμ ιδίως στα παράλια της Μικράς Ασίας 1913-14 να δημιουργήσουν συνθήκες τρόμου, όπως η σφαγή της Φώκαιας, για να διώξουν τους πληθυσμούς αυτούς. Είναι συγκλονιστικές οι μαρτυρίες, έχουν δημοσιευτεί.
Επόμενος σημαντικός σταθμός είναι η γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, όπου οι σφαγές ξεσηκώνουν την κοινή γνώμη. Επειδή, με τις σφαγές των Αρμενίων προκάλεσαν την κοινή γνώμη, οι Γερμανοί στέλνουν συνεχώς τηλεγραφήματα και εκδηλώνουν την ανησυχία τους – καθώς ήταν στενοί σύμμαχοι και συνεργάτες κατά τον Α’ΠΠ – ότι η διεθνής κοινή γνώμη θα κατηγορήσει τους ίδιους ότι προκαλούν αυτοί τις σφαγές αυτές. Μάλιστα, υπάρχει δημοσίευμα από εφημερίδα του Μονάχου ότι οι σφαγές πραγματοποιούνται στο όνομα του Κάιζερ…» Επιλέγεται, λοιπόν, η βίαιη μετατόπιση των χριστιανικών μειονοτήτων προς το εσωτερικό».
Η ελίτ των Νεότουρκων οργανώνει την εξόντωση, μέσω των εκτοπισμών. Το σχέδιο λειτουργεί με ένα διπλό μηχανισμό. Η ιδέα ήταν να μετατοπιστούν, όπως έλεγαν, για «στρατιωτικούς λόγους» περί τα 30-50 χλμ. προς την ενδοχώρα. Παρατηρώντας όμως τις πορείες αυτών, όμως, βλέπουμε ότι φτάνουν μέχρι την Μαλάτεια και περιοχές που είναι σε απόσταση 300- 400 χιλιόμετρα. Οπότε βλέπει κανείς ότι δεν εξυπηρετεί στρατιωτικούς λόγους αλλά μέσα από τις πορείες, τις κακουχίες το κρύο, την πείνα σκοπός ήταν η εξόντωση.
Μέχρι και οι σύμμαχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο αυστριακός πρόξενος, ή ο γερμανός πρέσβης σημειώνουν στα τηλεγραφήματα που στέλνουν αναφέρουν ότι «μπορεί κανείς να κατανοήσει την μετακίνηση των ανδρών στο εσωτερικό για στρατιωτικούς λόγους», αλλά διερωτώνται επίσης, «ποιός είναι ο λόγος να εκτοπίζονται γυναίκες και παιδιά;». Το αντάρτικο στον Πόντο δημιουργείται εκείνη την περίοδο, ως προσπάθεια αυτοάμυνας, διαφύλαξης της ζωής τους.
Ο διοικητής της Τεσκιλάτ ι Μαχρουσά, – αφού έχουν εξοντωθεί οι Αρμένιοι – φτάνει το φθινόπωρο του 1916 στον Πόντο, και οι συστηματικές σφαγές στον Πόντο παρατηρούνται ακριβώς, την ίδια περίοδο που φτάνει εκεί. Κάτι που αποτελεί ακόμη μια ακόμη ένδειξη της στοχευμένης και της οργανωμένης εξόντωσης των ελλήνων του πόντου. Οι συστηματικές εκτοπίσεις, οι δολοφονίες, οι διώξεις αρχίζουν από το φθινόπωρο του 1916 και εξελίσσονται με σφοδρότητα μέχρι το καλοκαίρι του 1917.
Από τον Απρίλιο του 1916 μέχρι το Φεβρουάριο του 1918 η περιοχή της Τραπεζούντας και ο ανατολικός πόντος καταλαμβάνεται από το ρωσικό στρατό. Στις 15 Μαΐου του 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολη και στις 19 Μαΐου φτάνει στην Αμισό, στη Σαμψούντα, με αποστολή να ειρηνεύσει την περιοχή από τη δράση ένοπλων συμμοριών. Αυτονομείται από την Υψηλή Πύλη και κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δέκα μέρες μετά την άφιξη του, στις 29 Μαΐου συναντιέται στη Χάμσα με τον Τοπάλ Οσμάν, τον τοπικό αρχηγό μουσουλμανικών συμμοριών, ο οποίος δρα κυρίως στην περιοχή της Κερασούντας.
Φαίνεται ότι τον ενισχύει με άνδρες και οπλισμό και του χορηγεί αμνηστία «για όσα έκανε, αλλά και για το μέλλον». Και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στα διπλωματικά αλλά και ιεραποστολικά έγγραφα, όπου όλοι αναρωτιούνται πώς ένας απλός βαρκάρης πριν από μερικά χρόνια, να πραγματοποιεί όλα αυτά τα εγκλήματα ατιμώρητος. Η απάντηση βρίσκεται σε αυτή τη συνάντηση και στην ασυλία που έχαιρε από τον Μουσταφά Κεμάλ. Η δράση του Τοπάλ Οσμάν και των ομάδων του κορυφώνεται από το 1919 και το 1920 και στις περιοχές γύρω από Τραπεζούντα και στον ανατολικό Πόντο.
Ο ίδιος ο Κεμάλ έχει διακριθεί στη μάχη της Καλλίπολης, χαίρει εκτίμησης και καταφέρνει να συσπειρώσει τα απομεινάρια των τούρκων ατάκτων στο εσωτερικό της Ανατολίας. Ισχυροποιείται το 1921 με τις υπογραφές συνθηκών με τους συμμάχους μας κατά τον Α’ΠΠ και αργότερα και με τους μπολσεβίκους. Από το τέλος του 1921 μέχρι το Μάιο του 1922 έχουμε το δεύτερο μεγάλο κύμα των σφαγών στον Πόντο.
Βλάσης Αγζίδης. Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σχολής ΑΠΘ
«Οι Έλληνες σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν την έναρξη των διωγμών, σε ήταν περίπου 2 με 2.2 εκατομμύρια. Στο χώρο του Πόντου ήταν περίπου 450.000. Στην επίσημη απογραφή του 1928 καταμετρήθηκαν, ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, επισήμως, 1.2 εκατομμύρια. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των Ελλήνων που χάθηκαν στην περίοδο 1914-22, αυτών που αγνοείται η τύχη τους, είναι της τάξης των επτακοσίων, οκτακοσίων χιλιάδων, σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Να υπογραμμίσουμε, ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην γενοκτονία των Αρμενίων που συντελέστηκε και ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγους μήνες και στην γενοκτονία των υπολοίπων χριστιανικών πληθυσμών, ιδιαίτερα των Ελλήνων της Ανατολής, η οποία είναι μια διαδικασία που ξεκινά από το 1913 ως το 1922, με κορύφωση σε δύο περιόδους, 1916-17 και 1920-1922.
Η «πρωτοτυπία» των Νεότουρκων στην Ιστορία ήταν ότι για πρώτη φορά στα σύγχρονα χρόνια, μια εξουσία, τελείως ψύχραιμα, επιλέγει εξαρχης, εντοπίζει και προγράφει τα θύματα, διαμορφώνει και διαχέει στους υπόλοιπους μια ιδεολογία μίσους, ακολουθεί μεθόδους κοινωνικού αποκλεισμού των στοχοποιημένων πληθυσμών, συγκροτεί και οργανώνει σε ήρεμους καιρούς παρακρατικούς μηχανισμούς που θα αναλάβουν δράση, όταν το επιτρέψουν οι γενικότερες συνθήκες.
Σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση των διώξεων έχει και ο οθωμανικός στρατός, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ συντάσσεται στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών απέναντι στην Αντάντ και έχει εκπαιδευτεί και εξοπλιστεί από γερμανούς αξιωματικούς. Πρώτος στόχος να ακυρωθεί η δυνητική αντίδραση, καταρχήν του μειονοτικού πληθυσμού που μπορεί να πάρει όπλα, αλλά οι εκτοπίσεις δεν περιορίζονται μόνο σε άνδρες, λαμβάνουν τη μορφή μεγάλων από μεγάλες εθνικών εκκαθαρίσεων με θύματα και γυναικόπαιδα. Θα χτυπηθεί αρχικά ο δυτικός πόντος, ανατολικά της Τρίπολης, οι περιοχές Σαμψούντας, Μπάφρας, κ.τ.λ. με εκτεταμένες μετακινήσεις και πορείες «θανάτου» από τα παράλια στο εσωτερικό της Ανατολίας, με αποτέλεσμα τις κακουχίες, την πείνα, το θάνατο και τον εγκλεισμό όσων επιβίωσαν στα «αμελέ ταμπουρού».
Ο στόχος είναι η εκδίωξη, με βίαιες, απάνθρωπες πρακτικές , των χριστιανικών μειονοτήτων της ανατολής από τα εδάφη της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως των ανθρωπιστικών συνεπειών.
Στη δεύτερη φάση, μετά την αποχώρηση των Ρώσων από τον ανατολικό Πόντο, την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα το 1919 και τη δημιουργία του στρατού του, οι εθνικές εκκαθαρίσεις με τη συμμετοχή και παρακρατικών μουσουλμανικών ομάδων θα ενταθούν και θα επεκταθούν σε όλη την έκταση του Πόντου, μέχρι και το 1923.
Βασίλειος Μεϊχανετζίδης. Μέλος της Διεθνούς Ένωσης Μελέτης Γενοκτονιών
Η «Διεθνής Ένωση Μελέτης Γενοκτονιών» έχει αποφανθεί από το 2007 ότι οι διώξεις που έλαβαν χώρα από το 1913-14 μέχρι το 1923 συνιστούν όντως γενοκτονία, όπως αυτή ορίζεται στο διεθνές δίκαιο. Με αυτή την άποψη συμφωνεί ένας αυξανόμενος αριθμός γενοκτονολόγων, νομικών και ιστορικών και αυτό συνιστά το πρώτο βήμα για την περαιτέρω αναγνώριση της γενοκτονίας.
Η γενοκτονία είναι νομικός, αλλά και ιστοριογραφικός όρος, γιατί έχει εισαχθεί στην ιστοριογραφία ως τέτοιος, επειδή εκφράζει κατά τρόπο ακριβή ένα συγκεκριμένο γεγονός που είναι η γενοκτονία ενός λαού.
Όταν συντελέσθηκαν τα γεγονότα αυτά, ο όρος «γενοκτονία», τουλάχιστον στη μορφή που του έδωσε ο Λέμκιν, μπορεί να μην υπήρχε σε αυτή τη μορφή, υπήρχε όμως στις γερμανικές γλώσσες με την ίδια ακριβώς σημασία. Ο Λέμκιν, ο οποίος επινόησε τον όρο και τον εισήγαγε στο διεθνές ποινικό δίκαιο, με τη σύμβαση του ΟΗΕ το 1948 βασίστηκε στα προηγούμενα, κατά Αρμενίων και Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά των Εβραίων στο Β’ΠΠ, για να ορίσει την έννοια του συγκεκριμένου εγκλήματος. Και μας το λέει αυτό ο ίδιος.
Η αναγνώριση μιας γενοκτονίας είναι ένα περίπλοκο γεγονός. Προηγείται η επιστημονική αναγνώριση και ακολουθεί ενδεχομένως η πολιτική αναγνώριση, κοινοβουλίων, πολιτικών φορέων και διεθνών οργανισμών. Η σημαντικότερη αναγνώριση είναι η επιστημονική γιατί σε αυτή βασίζεται η πολιτική αναγνώριση που έρχεται κατόπιν. Αυτό έγινε πιο φανερό, στην περίπτωση των Αρμενίων. Αυτοί που μελετούν την αρμενική γενοκτονία διαβλέπουν ότι ίδια πράγματα συνέβησαν την ίδια εποχή και αργότερα και στους έλληνες τις Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η πολιτική αναγνώριση έχει καταρχήν σημασία ηθική. Και είναι πάρα πολύ σημαντική και απαραίτητη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι ο θύτης, η Τουρκία, είναι και αμετανόητος κα δυνητικά επιρρεπής στην επανάληψη του εγκλήματος. Επειδή, λοιπόν, το 1918 με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ή αργότερα το 1923, δε συστήθηκαν διεθνή δικαστήρια για να δικάσουν την Τουρκία για τα εγκλήματα που διέπραξε, από τον Α’ΠΠ, μέχρι το 1923 και παραμένει εκ τούτου ατιμώρητη και χωρίς μεταμέλεια έρχεται η διεθνής κοινότητα να επανορθώσει, εν μέρει, δια της πολιτικής αναγνώρισης της γενοκτονίας, τις συνέπειες της γενοκτονίας. Διότι οι συνέπειες της γενοκτονίας παραμένουν αθεράπευτες.
Η Τουρκία δεν ακολούθησε το πρότυπο της Γερμανίας, όπως όφειλε να ακολουθήσει. Εκ τούτου είναι απαραίτητο να συνεχιστεί η διαδικασία αναγνώρισης και διεθνοποίησης της γενοκτονίας, ώστε ο θύτης να μην παραμένει παντελώς ατιμώρητος.
Νίκος Μιχαηλίδης. Κοινωνικός Ανθρωπολόγος, Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον :
«Το έγκλημα της γενοκτονίας συντελέστηκε από οθωμανικές παρακρατικές ομάδες και τμήματα του οθωμανικού στρατού κυρίως, με τη συμμετοχή μιας πολύ ιδιαίτερης οργάνωσης «Τεσκιλάτ-ι-Μαχουσά», της μυστικής υπηρεσίας (ελεγχόμενης από το Κομιτάτο Ένωσης και Προόδου) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκείνης της περιόδου. Στόχος ήταν να εντοπίσει που ζούσαν χριστιανικοί, ελληνικοί και αρμενικοί πληθυσμοί, ώστε να εκδιωχθούν και να εξαφανιστούν από την περιοχή.
Οθωμανοί αξιωματούχοι σχεδίαζαν ήδη από τα τέλη του 19ου αι. – έχουμε νεώτερες μελέτες που έρχονται στο φως της δημοσιότητας και από νέους τούρκους ιστορικούς – να εκδιώξουν ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό, μετά την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το 1930. Σχεδίαζαν να εκδιώξουν τον ελληνικό πληθυσμό ακόμη και από την Αίγυπτο. Για διαφόρους λόγους αυτό το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε, αλλά είναι πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας, γιατί δείχνει τη γενοκτονική πρόθεση που διαμορφώθηκε σταδιακά ως αντίληψη.
Θεώρησαν ότι οι Έλληνες θα γίνουν εργαλείο των δυτικών στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και θεώρησαν σκόπιμο να τους εκδιώξουν όχι μόνο από τον Πόντο, αλλά και από τη Θράκη, τη Μακεδονία, από την Αίγυπτο από όλα τα εδάφη που ζούσαν ελληνικές κοινότητες.
Η τουρκική αστική τάξη δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την περιουσία των εκδιωχθέντων Ελλήνων και Αρμενίων. Πολλοί μεγάλοι τουρκικοί επιχειρηματικοί όμιλοι, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, έχουν τις ρίζες τους στη γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών στην εκδίωξη και στην κατάχρηση του πλούτου από τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Έχει τη και αυτό τη σημασία του.
Δημιουργήθηκε ο «μύθος» του τουρκικού απελευθερωτικού αγώνα. Στην ουσία δεν υπήρξε απελευθερωτικός αγώνας, αυτό που υπήρξε ήταν μια πολιτική γενοκτονίας και διώξεων των χριστιανικών πληθυσμών. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι συγκροτήθηκαν οι λεγόμενες ομάδες «τουρκικής αυτοάμυνας» μόνο στις περιοχές που ζούσαν χριστιανικοί πληθυσμοί, πουθενά αλλού στην Ανατολία δεν υπήρξε κάτι τέτοιο.
Ο Κεμάλ Ατατούρκ, ως κομμάτι αυτού του νεοτουρκικού κινήματος, του «Κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος» κατάφερε να κινητοποιήσει, χρησιμοποιώντας το μουσουλμανικό σουνιτικό ένστικτο, σημαντικά τμήματα του μουσουλμανικού πληθυσμού τα οποία γειτόνευαν με χριστιανικούς πληθυσμούς και να τους χρησιμοποιήσει ως εργαλεία για την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών.
Δυστυχώς, η κυρίαρχη αντίληψη σήμερα στην Τουρκία είναι ότι η ίδια υπήρξε θύμα του λεγόμενου δυτικού ιμπεριαλισμού κι όχι θύτης και αυτό ερμηνεύει και τη συμπεριφορά της προς άλλους, ιδιαίτερα τους πρώην υποτελείς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Φανταστείτε, την ίδια οπτική και συμπεριφορά να είχαν άλλες πρώην δυτικές αυτοκρατορίες προς τους πρώην αποικιοκρατούμενους τους; Κάτι τέτοιο σήμερα είναι αδιανόητο.
Θεωρώ, ότι η αναγνώριση της γενοκτονίας και από ελληνικής πλευράς – αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις – χρειάζεται μια νέα προσέγγιση, η οποία θα ενσωματώνει το ζήτημα της γενοκτονίας και θα το κάνει θεμελιώδες στις σχέσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, ως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοκρατίας και προοπτικής συνεργασίας.
Το γεγονός, ότι μέχρι στιγμής η Τουρκία δεν έχει πιεστεί να αναγνωρίσει αυτό το έγκλημα σημαίνει ότι ουσιαστικά ότι έχουμε μια αναπαραγωγή της πολιτικής κουλτούρας της βίας και των διώξεων. Η προώθηση του ζητήματος αναγνώρισης της γενοκτονίας μέσα στην ίδια την τουρκική κοινωνία και στο εξωτερικό θα συμβάλει καθοριστικά στην αλλαγή και στη φιλελευθεροποίηση της κυρίαρχης τουρκικής πολιτικής κουλτούρας, που είναι μια κουλτούρα επεκτατισμού και κρατικής βίας, όχι μόνο έναντι των γειτόνων, αλλά και των ίδιων των πολιτών της χώρας.
Βαθύτατα πιστεύω ότι αν καταφέρουμε και προωθήσουμε το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας θα αλλάξει αυτή η πολιτική κουλτούρα και η πολιτική συμπεριφορά του τουρκικού κράτους, όχι μόνο έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και στο εσωτερικό. Θα είναι ένα σημαντικό λιθαράκι προς τον εκδημοκρατισμό αυτής της χώρας και επομένως στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ιστορική διαδρομή Ποντιακού Ελληνισμού
Ο Ελληνισμός του Πόντου σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία χρονολογείται από τον 8ο π.Χ. αιώνα. Είχε δε την εξής διαδρομή. Ίωνες Αθηναίοι κατέλαβαν τον 11ο π.Χ. αιώνα την περιοχή που πήρε την ονομασία Ιωνία λόγω της καταγωγής των νέων εποίκων. Οι Ίωνες κατέστησαν την Μίλητο μεγάλη ναυτική και εμπορική δύναμη και τα πλοία της διέσχιζαν αρχικά όλη τη Μεσόγειο. Στη συνέχεια στράφηκαν προς τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο εγκαθιστώντας νέες αποικίες.
Τον 8ο π.Χ. αι. Μιλήσιοι ιδρύουν η Σινώπη η οποία γρήγορα γίνεται μεγάλο εμπορικό λιμάνι και ισχυρή ναυτική δύναμη. Με τη σειρά της η Σινώπη δημιουργεί νέες αποικίες-πόλεις σε όλο το μήκος των βορείων παραλίων της Μικράς Ασίας με σπουδαιότερες την Αμισό, τα Κοτύωρα, την Κερασούντα, την Τραπεζούντα κ.α. Σπουδαιότερη όλων η Τραπεζούντα που πήρε το όνομα λόγω του τραπεζοειδούς σχήματος της τοποθεσίας πάνω στην οποία είχε χτιστεί. Η ίδρυσή της χρονολογείται από το 756 π.Χ. και είναι κατά τέσσερα χρόνια αρχαιότερη της Ρώμης και πολλά περισσότερα του Βυζαντίου. Γρήγορα γίνεται μεγάλο κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και κεντρικής και νότιας Ασίας.
Από τον 5ο π.Χ. αι. οι παράλιες πόλεις του Πόντου είναι υποτελής φόρου στους Πέρσες διατηρώντας μια ιδιότυπη αυτονομία και ανεξαρτησία. Την εποχή της κοσμοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου πλήρως ανεξάρτητες στρέφονται προς τα μεσόγεια όπου ανακαλύπτουν νέες πηγές πλούτου, όπως σίδηρο, χαλκό, άργυρο.
Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου ιδρύεται το Βασίλειο του Πόντου. Ένα ελληνιστικό κράτος δημιουργός του οποίου ήταν ο Μιθριδάτης ο Α’, Πέρσης σατράπης που εξελληνίστηκε πλήρως. Η διάρκεια αυτού του κράτους ήταν από το 322 έως το 64 π.Χ. οπότε η περιοχή καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους και αποτελούσε πλέον επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Επί Ρωμαϊκής κυριαρχίας ο ανατολικός Πόντος (από τον Θερμόδωντα ποταμό και πέρα) ονομάστηκε Πολεμωνιακός, επειδή το 36 π.Χ. αποδόθηκε από τον Μάρκο Αντώνιο στον Πολέμωνα, εγγονό του Μιθριδάτη Στ’ του Ευπάτορα. Πρωτεύουσα του Πολεμωνιακού Πόντου έγινε η Νεοκαισάρεια. Ο δυτικός Πόντος ονομάστηκε Γαλατικός και είχε πρωτεύουσα την Αμάσεια.
Τα δύο αυτά τμήματα ενώθηκαν πάλι το 536 μ.Χ. επί Αυτοκρατορίας Ιουστινιανού. Πρωτεύουσα του ενιαίου Πόντου γίνεται η Τραπεζούντα. Στην περιοχή ανθεί το εμπόριο οι τέχνες αλλά και τα γράμματα. Στα χρόνια που ακολουθούν η περιοχή του Πόντου διάγει υπό ένα καθεστώς αυτονομίας με τοπικούς διοικητές, τους δούκες. Λόγω της μεγάλης απόστασης από την έδρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και λόγω ανυπαρξίας στρατιωτικών δυνάμεων, την αντιμετώπιση των διαφόρων εισβολέων ανέλαβαν με επιτυχία οι τοπικοί άρχοντες. Από τα μέσα του 11ου αι. στις περιοχές της Μ. Ασίας εισβάλουν και εδραιώνονται διάφορα τουρκικά φύλλα, με σπουδαιότερα τους Σελτζούκους, τους Τουρκομάνους και τους Ντανισμεντίδες. Την περιοχή του Πόντου και κυρίως την επαρχία Χαλδίας υπερασπίζονται οι δούκες της οικογένειας των Γαβράδων οι οποίοι αναχαιτίζουν με επιτυχία τις επιθέσεις των Τούρκων.
Το 1204 οι σταυροφόροι της Δ’ σταυροφορίας, αντί να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους όπως διακήρυξαν, άρπαξαν το Βυζάντιο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαλύθηκε και τρία νέα ελληνικά κρατίδια δημιουργήθηκαν. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Οι εγγονοί του πρώην Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α΄ του Κομνηνού, Αλέξιος και Δαυίδ εκείνη την περίοδο βρίσκονταν φιλοξενούμενοι της θείας τους Θάμαρ, βασίλισσας της Γεωργίας. Με την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια της θείας τους ίδρυσαν την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Πρώτος Αυτοκράτορας στέφθηκε ο Αλέξιος. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας διήρκεσε 257 χρόνια (1204-1461). Δηλαδή συνέχισε να υφίσταται ακόμη και μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο το 1261, σε αντίθεση με το Δεσποτάτο της Ηπείρου που διαλύθηκε το 1337. Στη διάρκεια των 257 χρόνων, 20 Αυτοκράτορες και Αυτοκράτειρες ανέβηκαν στο θρόνο με την παρακάτω σειρά:
Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός 1204-1222
Ανδρόνικος Α’ ο Γίδων 1222-1235
Ιωάννης Α’ ο Αξούχος 1235-1241
Μανουήλ Α’ ο Μέγας Κομνηνός 1241-1263
Ανδρόνικος Β’ 1263-1266
Γεώργιος Α’ 1266-1280
Ιωάννης Β’ 1280-1297
Αλέξιος Β’ 1297-1330
Ανδρόνικος Γ’ 1330-1332
Μανουήλ Β’ 1332-1336
Βασίλειος 1336-1340
Ειρήνη η Παλαιολογίνα 1340-1341
Αννα η Κομνηνή 1341-1342
Ιωάννης Γ’ ο Κομνηνός 1342-1344
Μιχαήλ Α’ 1344-1349
Αλέξιος Γ’ ο Μέγας Κομνηνός 1349-1390
Μανουήλ Γ’ 1390-1417
Αλέξιος ο Δ’ 1417-1446
Ιωάννης Δ’ ο Καλογιάννης 1446-1458
Δαυίδ ο Κομνηνός 1458-1461
Η Τραπεζούντα κατελήφθη από τον Μωάμεθ Β΄ στις 15 Αυγούστου 1461 και ήταν η διακοσιοστή επέτειος της επανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους. Σε όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής σκλαβιάς γίνονται προσπάθειες εξισλαμισμού των Ελλήνων. Ορισμένοι μη αντέχοντας υποκύπτουν, άλλοι εξισλαμίζονται επιφανειακά διατηρώντας στα κρυφά την χριστιανική τους πίστη. Η Ρωσία που βρισκόταν σε συνεχείς πολέμους με τους Οθωμανούς, κατά τη λήξη των πολέμων συμπεριλάμβανε στις συνθήκες, όρους προστασίας των χριστιανών. Έτσι υπήρχαν και περίοδοι ηρεμίας για τους Έλληνες του Πόντου. Ώσπου ήρθαν οι μαύρες μέρες της γενοκτονίας και του ξεριζωμού.
Τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό του Πόντου, εμφανίστηκαν το 1916 και αφού είχε συντελεστεί η γενοκτονία των Αρμενίων. Είχε έρθει η σειρά των Ελλήνων. Στην αρχή εξοντωτικές εκτοπίσεις και στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας. Μετά φυλακίσεις και εκτελέσεις. Για να ακολουθήσει ο ξεριζωμός και η ανταλλαγή. 353.000 Πόντιοι και Πόντιες όλων των ηλικιών έχασαν τη ζωή τους στις εκτοπίσεις, στις εκτελέσεις και στο μακρύ δρόμο της προσφυγιάς. Οι επιζήσαντες ήρθαν στην Ελλάδα, προαιώνια πατρίδα, μόνο με τις ψυχές τους.