Γραμμένος σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο, ο “Επιτάφιος” του Γιάννη Ρίτσου απηχεί στον ορθόδοξο Επιτάφιο θρήνο.
Γράφτηκε το 1936. Μια απεργία καταληγεί στο αίμα. 12 νεκροί και πολλοί τραυματίες και μια μάνα να κλαίει πάνω από το νεκρό γιο της. Το ενσταντανέ αυτό φορτίζει τον ποιητή και μας αφήνει ένα μοναδικό σε σύλληψη ποιητικό έργο. “Ο Επιτάφιος” θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά του έργα.
Παραθέτουμε το 1ο απόσπασμα εκεί που η χαροκαμένη μάνα διαπιστώνει ότι ο γιος της είναι νεκρός και τον μοιρολογεί.
I
Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πως κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονο μου,
που μάντευες τι πέρναγε κάτω απ’ το τσίνορο μου,
Τώρα δεν με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιέ μου, μπήγω.
“Ο Επιτάφιος” του Γιάννη Ρίτσου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.