Η μόνη λύση είναι να απομακρυνθούμε για λίγο ο ένας από τον άλλο και πρέπει να το κάνουμε αμέσως.
Δεν γνωρίζουμε ακόμη τις πλήρεις διακλαδώσεις του νέου κορονοϊού, αλλά τρία κρίσιμα δεδομένα έγιναν σαφείς τους πρώτους κιόλας, μήνες αυτού του γεγονότος που έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις.
Αυτό που υποδεικνύουν αυτές τα τρία δεδομένα δεν είναι να παραμείνουμε ήρεμοι, όπως κυρήτουν τόσοι πολλοί πολιτικοί σε όλο τον κόσμο, αλλά η αλλαγή της συμπεριφοράς μας με ριζοσπαστικούς τρόπους και μάλιστα, τώρα.
Το πρώτο δεδομένο είναι ότι, τουλάχιστον στα αρχικά τους στάδια, οι τεκμηριωμένες περιπτώσεις του COVID-19 φαίνεται να αυξάνονται με εκθετικό τρόπο.
Στις 23 Ιανουαρίου, η επαρχία Hubei της Κίνας, η οποία περιέχει την πόλη Wuhan, είχε 444 επιβεβαιωμένες περιπτώσεις COVID-19. Μια εβδομάδα αργότερα, μέχρι τις 30 Ιανουαρίου, είχε 4.903 περιπτώσεις. Μια άλλη εβδομάδα αργότερα, μέχρι τις 6 Φεβρουαρίου, είχε 22,112.
Η ίδια ιστορία εξελίσσεται τώρα σε άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο. Η Ιταλία είχε εντοπίσει 62 περιπτώσεις COVID-19 στις 22 Φεβρουαρίου. Είχε 888 περιπτώσεις στις 29 Φεβρουαρίου και 4.636 στις 6 Μαρτίου.
Επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν εξαιρετικά υποτονικές στον έλεγχο των ασθενών για τον κορονοϊό, ο επίσημος αριθμός των 604 νοσούντων αντιπροσωπεύει πιθανώς ένα κλάσμα του πραγματικού αριθμού.
Αλλά, ακόμη κι αν πάρουμε αυτόν τον αριθμό στην ονομαστική του αξία, εκείνος μας δείχνει πως πρέπει να προετοιμαστούμε για μέχρι και 10 φορές περισσότερες περιπτώσεις την εβδομάδα από σήμερα και έως και 100 φορές περισσότερες περιπτώσεις σε δύο εβδομάδες από σήμερα.
Το δεύτερο δεδομένο είναι, ότι αυτή η ασθένεια είναι πιο θανατηφόρα από τη γρίπη, με την οποία επιμένουν να τη συγκρίνουν άνθρωποι που δεν είναι σωστά πληροφορημένοι. Πρώιμες προβλέψεις, που έγιναν προτού τα δεδομένα ήταν ευρέως διαθέσιμα, υποδείκνυαν ότι το ποσοστό θνησιμότητας για τον κορονοϊό μπορεί να καταλήξει να είναι περίπου 1 τοις εκατό. Εάν η εικασία αυτή αποδειχθεί αληθινή, ο κορονοϊός είναι 10 φορές πιο θανατηφόρος από τη γρίπη.
Υπάρχει όμως, λόγος να φοβόμαστε ότι το ποσοστό θνησιμότητας θα μπορούσε να είναι πολύ υψηλότερο.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το τρέχον ποσοστό θνησιμότητας, ανέρχεται στο 3,4%. Αυτός ο αριθμός θα μπορεί και να είναι υπερβολικός, επειδή τα ήπια κρούσματα της νόσου είναι λιγότερο πιθανό να διαγνωσθούν. Ή θα μπορούσε να είναι και μια υποτίμηση, επειδή πολλοί ασθενείς έχουν ήδη διαγνωστεί με τον ιό αλλά δεν έχουν ακόμη αναρρώσει (και μπορεί ακόμα να πεθάνουν).
Όταν ο κορονοϊός μεταδόθηκε για πρώτη φορά στη Νότια Κορέα, πολλοί παρατηρητές επεσήμαναν τα συγκριτικά χαμηλά ποσοστά θνησιμότητας στη χώρα για να δικαιολογήσουν την υπερβολική τους αισιοδοξία. Σε χώρες με πολύ ανεπτυγμένα ιατρικά συστήματα, ισχυρίστηκαν, πως ένα μικρότερο ποσοστό ασθενών θα πεθάνει. Ωστόσο, ενώ περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς που έχουν διαγνωσθεί στην Κίνα έχουν θεραπευτεί τώρα, οι περισσότεροι Νοτιοκορεάτες ασθενείς βρίσκονται ακόμα στις αρχές της νόσου. Από τις 7.478 επιβεβαιωμένες περιπτώσεις, μόνον 118 έχουν ανακάμψει. Το χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας μπορεί ακόμα να αυξηθεί.
Εν τω μεταξύ, τα νέα από την Ιταλία, μια άλλη χώρα με εξαιρετικά ανεπτυγμένο ιατρικό σύστημα, μέχρι στιγμής ήταν συγκλονιστικά κακά. Στην ευημερούσα περιοχή της Λομβαρδίας, για παράδειγμα, υπήρξαν 7.375 επιβεβαιωμένες περιπτώσεις του ιού από την Κυριακή. Από αυτούς τους ασθενείς, 622 είχαν αναρρώσει, 366 είχαν πεθάνει και η πλειοψηφία είναι ακόμα άρρωστοι. Ακόμη και κάτω από την εξαιρετικά αβάσιμη υπόθεση ότι όλοι οι άρρωστοι θα ανακάμψουν πλήρως, αυτό θα έδειχνε ένα ποσοστό θανατηφόρων περιπτώσεων 5% – σημαντικά υψηλότερο από ό, τι στην Κίνα.
Το τρίτο δεδομένο, είναι ότι μέχρι τώρα μόνο ένα μέτρο ήταν αποτελεσματικό κατά του κορονοϊού: ακραία κοινωνική αποστασιοποίηση.
Πριν η Κίνα ακυρώσει όλες τις δημόσιες συγκεντρώσεις, ζήτησε από τους περισσότερους πολίτες να μπουν εθελοντικά σε καραντίνα και σφράγισε την περιοχή που έχει πληγεί περισσότερο, όσο ο ιός εξαπλωνόταν με εκθετικό τρόπο. Μόλις η κυβέρνηση επέβαλε κοινωνική αποστασιοποίηση, ο αριθμός των νέων νοσούντων υποχώρησε.
Τώρα, τουλάχιστον σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, καθημερινά υπάρχουν περισσότερα νέα για τους υπάρχοντες ασθενείς που θεραπεύονται απ’ ότι για τους ασθενείς που έχουν πρόσφατα μολυνθεί.
Ορισμένες άλλες χώρες έχουν και αυτές λάβει δραστικά μέτρα για να αυξήσουν την κοινωνική αποστασιοποίηση, πριν η επιδημία φθάσει σε καταστροφικές διαστάσεις. Στη Σιγκαπούρη, για παράδειγμα, η κυβέρνηση ακύρωσε γρήγορα δημόσιες εκδηλώσεις και εγκατέστησε ιατρικούς σταθμούς για τη μέτρηση της θερμοκρασίας του σώματος των περαστικών, ενώ οι ιδιωτικές εταιρείες διέδωσαν δωρεάν απολυμαντικό για τα χέρια. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των περιπτώσεων έχει αυξηθεί πολύ πιο αργά από ό, τι στις κοντινές χώρες.
Τα τρία αυτά δεδομένα συνεπάγονται ένα απλό συμπέρασμα. Ο κορονοϊός μπορεί να εξαπλωθεί με τρομακτική ταχύτητα, επιβαρύνοντας το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και αφαιρώντας ζωές, μέχρι να υιοθετήσουμε σοβαρές μορφές κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Αυτό υποδηλώνει ότι οποιοσδήποτε σε θέση εξουσίας, αντί να υποβαθμίζει τους κινδύνους του κορονοϊού, θα πρέπει να ζητήσει από τους ανθρώπους να μείνουν μακριά από δημόσιους χώρους, να ακυρώσουν μεγάλες συγκεντρώσεις και να περιορίσουν τις περισσότερες μορφές μη απαραίτητων ταξιδιών.
Δεδομένου ότι οι περισσότερες μορφές κοινωνικής απομάκρυνσης θα είναι άχρηστες αν οι άρρωστοι δεν μπορούν να θεραπευτούν, οι κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να λάβουν κάποια επιπλέον μέτρα για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας. Θα πρέπει να αναλάβουν το κόστος της ιατρικής περίθαλψης για τους νοσούντες από τον κορονοϊό, να χορηγήσουν άδεια ασθένειας στους νοσούντες εργαζόμενους, να υποσχεθούν να μην εκτοπίσουν μετανάστες χωρίς έγγραφα, οι οποίοι ζητούν ιατρική βοήθεια και να επενδύσουν σε ταχεία επέκταση των εγκαταστάσεων των ΜΕΘ.
Οι προηγούμενες μέρες δείχνουν ότι πολλές κυβερνήσεις είναι απίθανο να κάνουν αυτά τα πράγματα καλά ή γρήγορα.
Ως εκ τούτου, η ευθύνη για την κοινωνική απομάκρυνση πέφτει πλέον στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας.
Διευθύνετε μια αθλητική ομάδα; Παίξτε τα παιχνίδια σας κεκλεισμένων των θυρών.
Οργανώνετε μια διάσκεψη; Αναβάλλετε την μέχρι να κοπάσουν τα κρούσματα.
Έχετε μια επιχείρηση; Πείτε στους υπαλλήλους σας να εργάζονται από το σπίτι.
Διευθύνετε ένα σχολείο ή πανεπιστημίου; Κάντε διαδικτυακά τα μαθήματα πριν οι μαθητές σας αρρωστήσουν και μολύνουν τους ευπαθείς συγγενείς τους.
Διεξάγετε προεκλογική εκστρατεία; Ακυρώστε όλες τις συγκεντρώσεις αυτή τη στιγμή.
Όλες αυτές οι αποφάσεις έχουν πραγματικές απώλειες.
Το κλείσιμο των δημοσίων σχολείων στη Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, θα στερούσε δεκάδες χιλιάδες παιδιά από σχολικά γεύματα, τα οποία δεν μπορούν να έχουν στο σπίτι τους. Αλλά το καθήκον των θεσμικών οργάνων και των αρχών είναι να μετριάσουν τα κόστη αυτά όσο το δυνατόν ανθρώπινα και να μην τα χρησιμοποιήσουν ως δικαιολογία για να εκθέσουν το κοινό στον κίνδυνο μιας θανατηφόρα μεταδοτικής νόσου.
Τέλος, η σημαντικότερη ευθύνη βαρύνει τον καθένα μας. Είναι δύσκολο να αλλάξουμε τη δική μας συμπεριφορά, αλλά πρέπει να το κάνουμε ούτως ή άλλως. Αν νιώθετε ακόμα και λίγο άρρωστοι, μην πηγαίνετε στη δουλειά.
Όταν η επιδημία γρίπης του 1918 μόλυνε το ένα τέταρτο του πληθυσμού των ΗΠΑ, σκοτώνοντας δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων, φαινομενικά μικρές επιλογές κατέστησαν τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου.
Καθώς η ασθένεια εξαπλωνόταν, ο Wilmer Krusen, Επίτροπος Υγείας της Φιλαδέλφειας, επέτρεψε μια τεράστια παρέλαση να λάβει χώρα στις 28 Σεπτεμβρίου, στην οποία παρέλασαν, περίπου 200.000 άνθρωποι. Τις επόμενες μέρες και εβδομάδες, τα σώματα τους συσσωρεύτηκαν στα νεκροτομεία της πόλης. Μέχρι το τέλος της εκείνης της χρονιάς, 12.000 κάτοικοι είχαν πεθάνει.
Στο Σαιντ Λούις των ΗΠΑ, ένας επίτροπος δημόσιας υγείας ονόματι Max Starkloff, αποφάσισε να κλείσει τα πάντα στην πόλη. Αγνοώντας τις αντιρρήσεις σημαντικών επιχειρηματιών, έκλεισε τα σχολεία, τα μπαρ, τους κινηματογράφους και σταμάτησε τα αθλητικά γεγονότα. Χάρη στις τολμηρές και μη δημοφιλείς ενέργειές του, το ποσοστό θνησιμότητας κατά κεφαλήν στο St. Louis ήταν το μισό της Φιλαδέλφειας. (Συνολικά, περίπου 1.700 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους το 1918, από τη γρίπη στο Σαιντ Λούις).
Τις επόμενες ημέρες, χιλιάδες άνθρωποι σε ολόκληρη τη χώρα θα αντιμετωπίσουν την επιλογή ανάμεσα στο να γίνουν Wilmer Krusen ή Max Starkloff.
Αυτή τη στιγμή θα φανεί ευκολότερο να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Krusen. Για λίγες μέρες, ενώ κανένας από τους γύρω σας δεν θα κάνει τo ίδιo,το να γίνονται διαδικτυακά μαθήματα ή να ακυρώνονται εκδηλώσεις θα φαίνεται βαθιά περίεργο. Θα γελοιoποιηθείτε ως εξτρεμιστές, αλλά εξακολουθεί να είναι το σωστό πράγμα και αυτό πρέπει να κάνετε.