Στην απόφαση παρατίθενται συνοπτικά οι βασικές τροποποιήσεις του ν. 3869/2010 από τον ν. 4549/2018 που σχετίζονται με τη θέση του Δημοσίου ως πιστωτή που συμμετέχει στην εν λόγω δικαστική διαδικασία ρύθμισης οφειλών και με το χειρισμό των υποθέσεων αυτών από τη Φορολογική Διοίκηση (σχετική η εγκύκλιος ΠΟΛ.1036/2016).
Μεταξύ άλλων, η εγκύκλιος ορίζει τα εξής:
Απαλλαγή από υπόλοιπα χρεών
Καθίσταται πλέον προαιρετική η υποβολή αίτησης από τον οφειλέτη στο Ειρηνοδικείο για πιστοποίηση της απαλλαγής του από το υπόλοιπο των χρεών του. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νέα διάταξη, «ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο, με αίτηση που κοινοποιείται της πιστωτές και εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την πιστοποίηση της απαλλαγής του από το υπόλοιπο των οφειλών». Η απαλλαγή του οφειλέτη, της ρητά τέθηκε στη νέα διάταξη, είναι «αυτοδίκαιη» και επέρχεται με την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεών του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην εν λόγω παράγραφο, η οποία, κατά τα λοιπά έχει το ίδιο περιεχόμενο με την προϊσχύουσα.
Η ανωτέρω τροποποίηση, εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις κατά της οποίες ο οφειλέτης έχει «αποπερατώσει» τη ρύθμιση των οφειλών του κατά την έναρξη ισχύος του νόμου (14/6/2018).
Υποχρεώσεις οφειλέτη
Μια ακόμα νέα διάταξη προβλέπει ότι εφαρμόζονται και στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών τα οριζόμενα περί υποχρέωσης του οφειλέτη να εργάζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης και να γνωστοποιεί κάθε μεταβολή κατοικίας ή εργασίας, αλλαγή εργοδότη, καθώς και κάθε αξιόλογη βελτίωση των εισοδημάτων του ή των περιουσιακών του στοιχείων. Στόχος είναι η δυνατότητα τροποποίησης/μεταρρύθμισης της απόφασης ως της το ύψος των μηνιαίων καταβολών, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη ή πιστωτή, όταν αυτό δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη, περί ορισμού της δικασίμου για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών, σε περιπτώσεις που έχουν οριστεί μικρού ύψους ή μηδενικές καταβολές και περί του αμέσως εκτελεστού της απόφασης ρύθμισης.
Η ως άνω νέα παράγραφος 6 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010 εφαρμόζεται και στις δίκες επί των οποίων δημοσιεύθηκε απόφαση πριν από την 14η/6/2018.
Διαδικασία ρευστοποίησης περιουσίας
α) Με τη νέα παράγραφο (2α του άρθρου 9 του ν. 3869/2010) προβλέπεται η δυνατότητα οποιουδήποτε διαδίκου να ζητήσει από το δικαστήριο να λάβει υπ’ όψιν την εμπορική και όχι την αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, προκειμένου να κρίνει το αίτημα του οφειλέτη για εξαίρεση της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση.
Υπενθυμίζεται ότι για αιτήσεις που κατατίθενται από 1/1/2016 και μετά, τίθεται ανώτατο όριο αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας, ως μία από της προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά για την προστασία της (βλ. και ΠΟΛ.1036/2016).
Για να ληφθεί υπ’ όψιν από το δικαστήριο η εμπορική αξία της κύριας κατοικίας, αντί της αντικειμενικής, πρέπει να υποβληθεί σχετικό αίτημα για διορισμό πραγματογνώμονα από οποιονδήποτε διάδικο, είτε με την αίτηση είτε με αυτοτελές δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης, άλλως είναι απαράδεκτο.
Το δικαστήριο διορίζει ως πραγματογνώμονα πιστοποιημένο εκτιμητή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών και τα έξοδα της πραγματογνωμοσύνης βαρύνουν το διάδικο που τη ζητεί. Σημειώνεται ότι, αν το αίτημα διορισμού πραγματογνώμονα περιλαμβάνεται στην αίτηση του οφειλέτη, η οποία επιδίδεται στους πιστωτές, ο διορισμός γίνεται κατά την «ημέρα επικύρωσης» (ημέρα συζήτησης του αιτήματος προσωρινής διαταγής), ενώ αν το αίτημα υποβάλλεται με αυτοτελές δικόγραφο (από οποιονδήποτε διάδικο), ο διορισμός γίνεται με πράξη του δικαστηρίου, που εκδίδεται σύμφωνα με το νόμο μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κατάθεση του αιτήματος, με κλήτευση των διαδίκων πριν από 24 ώρες.
Ωστόσο ο διορισμός πραγματογνώμονα δεν απαιτείται, αν οποιοσδήποτε διάδικος προσκομίσει έκθεση πιστοποιημένου εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο ανωτέρω μητρώο.
Περαιτέρω, αν το δικαστήριο δεν εξαιρέσει την κύρια κατοικία του οφειλέτη από τη ρευστοποίηση, επειδή κρίνει ότι η αξία της υπερβαίνει το ανώτατο όριο αξίας, τότε για 3 έτη από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης η τιμή πρώτης προσφοράς κατά τον πλειστηριασμό της κύριας κατοικίας δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ως άνω προβλεπόμενου στο νόμο ορίου αξίας για την προστασία της κύριας κατοικίας.
Αν σε δύο διαδοχικούς πλειστηριασμούς, με τιμή πρώτης προσφοράς ίση με το προβλεπόμενο στο νόμο όριο αξίας για την προστασία της κύριας κατοικίας δεν γίνει κατακύρωση, τεκμαίρεται αμάχητα κατά το νόμο ότι η εμπορική αξία της κατοικίας είναι κατώτερη του ανωτέρω ορίου και ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει μεταρρύθμιση της οριστικής απόφασης για τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του, προκειμένου να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία του από τη ρευστοποίηση, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν ο χρονικός περιορισμός της 31ης/12/2018, ο οποίος απαιτείται να έχει τηρηθεί μόνο για την άσκηση της αρχικής αίτησης.
Σύμφωνα με τις σχετικές μεταβατικές διατάξεις:
• αυτά ισχύουν και για δίκες που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, ήτοι την 14η/6/2018.
• Σε υποθέσεις της οποίες η προσδιορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της αίτησης απέχει λιγότερο από επτά μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου (14/6/2018), οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν το διορισμό πραγματογνώμονα για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται μέσα σε δύο μήνες από την 14η/6/2018.
Β) σε περίπτωση που έχει γίνει δεκτό από το δικαστήριο το αίτημα του οφειλέτη για την προστασία της κύριας κατοικίας του, το δικαστήριο κατανέμει το ποσό που μπορεί να καταβάλει ο οφειλέτης της πιστωτές του μεταξύ αφενός της δικαστικής ρύθμισης οφειλών και αφετέρου του σχεδίου διευθέτησης οφειλών για την προστασία της κύριας κατοικίας, για τρία έτη από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης, διάστημα κατά το οποίο και οι δύο ρυθμίσεις θα βρίσκονται σε ισχύ, ώστε το συνολικό ποσό να μην υπερβαίνει την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, διασφαλίζοντας όμως και ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης.
Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται και τις δίκες που είναι εκκρεμείς κατά την 14η/6/2018.
Άρση απορρήτου με την αίτηση
Στα έγγραφα που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση του οφειλέτη για υπαγωγή στον Νόμο Κατσέλη (ν. 3869/2010) προστέθηκαν:
i) δήλωση του οφειλέτη ότι συναινεί για την άρση του τραπεζικού απορρήτου του, υπέρ των πιστωτών του που περιλαμβάνονται στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών, για την χρονική περίοδο από 5 έτη πριν από την άσκηση της αίτησης μέχρι και την ημέρα της συζήτησης αυτής
ii) υπεύθυνη δήλωση του οφειλέτη ότι «δεν έχει πτωχευτική ικανότητα», δηλαδή ότι δεν είναι έμπορος ή, σε περίπτωση πρώην εμπόρου, ότι δεν είχε παύσει τις πληρωμές του πριν από την παύση της εμπορίας.
Όσον αφορά στις αιτήσεις που είναι εκκρεμείς σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό, η δήλωση περί άρσης τραπεζικού απορρήτου λογίζεται ότι υποβλήθηκε την 14η/9/2018 (μετά την πάροδο τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου) εκτός αν σε αυτό το χρονικό διάστημα ο οφειλέτης παραιτηθεί από την αίτησή του.
Από «κόσκινο» οι αιτήσεις
Προβλέπεται η διεξαγωγή ελέγχου από τη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο κατατίθεται η αίτηση του ν. 3869/2010, εντός προθεσμίας δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή αυτής, για να διαπιστώσει:
i) αν από τα συνυποβαλλόμενα έγγραφα προκύπτει εισόδημα του οφειλέτη από επιχειρηματική δραστηριότητα και το είδος αυτής και
ii) αν έχει υποβληθεί άλλη αίτηση από τον ίδιο οφειλέτη, είτε είναι εκκρεμής είτε όχι και, σε καταφατική περίπτωση, η σχετική επισημείωση στο φάκελο της αίτησης.
Η ανωτέρω σημείωση αξιολογείται από το δικαστήριο που κρίνει το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς (κατά την 14η/6/2018) αιτήσεις, εφόσον η «ημέρα επικύρωσης» (ημέρα της συζήτησης αιτήματος προσωρινής διαταγής) απέχει πέραν των δύο μηνών από έναρξη ισχύος του νόμου (14η/6/2018) ήτοι έχει οριστεί μετά τις 14/8/2018.
Αν η γραμματεία σημειώσει στο φάκελο της αίτησης, ότι ο οφειλέτης έχει εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, ο Ειρηνοδίκης αποφασίζει μέσα σε δέκα ημέρες, εξετάζοντας αποκλειστικά και μόνο τη συνδρομή εμπορικής ή όχι ιδιότητας του οφειλέτη, «αν μέχρι την ημέρα της επικύρωσης ή της συζήτησης της αναστολής ή της αίτησης του άρθρου 5α» θα ισχύει απαγόρευση των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη (για την αναστολή καταδιωκτικών μέτρων ως έννομη συνέπεια της αίτησης του ν. 3869/2010).
Παραίτηση από αίτηση φέρνει μέτρα και διώξεις
Εισάγεται εξαίρεση στον κανόνα για αυτοδίκαιη απαγόρευση λήψης καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, μετά από την ολοκλήρωση κατάθεσης αίτησης του ν. 3869/2010 και έως την ημέρα συζήτησης του αιτήματος προσωρινής διαταγής, όσον αφορά τις απαιτήσεις πιστωτών που έχουν περιληφθεί στην αίτηση του.
Συγκεκριμένα ορίζεται ότι η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει, αν ο οφειλέτης έχει ήδη καταθέσει δύο φορές αίτηση υπαγωγής στο ν. 3869/2010 και έχει παραιτηθεί ισάριθμες φορές από αυτήν. Ως παραίτηση, κατά τις νέες διατάξεις, λογίζεται και η άπρακτη παρέλευση χρονικού διαστήματος τριάντα ημερών από τη ματαίωση της συζήτησης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να έχει ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης.
Οι εξαιρέσεις αυτές ισχύουν και για αιτήσεις που ήταν εκκρεμείς κατά την 14η/6/2018. Ειδικά για την εφαρμογή σε εκκρεμείς αιτήσεις του προαναφερθέντος τεκμηρίου παραίτησης, που εισάγει ο νόμος, πρέπει η ματαίωση της συζήτησης να έχει λάβει χώρα μετά την 14η/6/2018. Για υποθέσεις που ματαιώθηκαν σε α΄βαθμό πριν από την έναρξη ισχύος του του ν. 4549/2018 (14/6/2018), χωρίς να έχει ζητηθεί προσδιορισμός νέας συζήτησης, θεωρείται ότι οι αιτούντες έχουν παραιτηθεί από τις αιτήσεις τους,
Αν δεν ζητηθεί προσδιορισμός νέας συζήτησης μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την ανωτέρω ημερομηνία. Στην προθεσμία αυτή δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών.
Τι αλλάζει με τις δόσεις
Σύμφωνα με τη νέα διάταξη, οι μηνιαίες καταβολές που διενεργούνται από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης συνυπολογίζονται πλέον όχι στο τριετές χρονικό διάστημα καταβολών της οριστικής απόφασης, το οποίο, επομένως, αρχίζει να υπολογίζεται από τη δημοσίευση αυτής, αλλά στο ποσό των καταβολών που διατάσσονται με την οριστική απόφαση.
Από το ποσό των καταβολών που ορίζει το δικαστήριο με την οριστική απόφαση αφαιρείται ό,τι καταβλήθηκε συνολικά «σε εκτέλεση της προσωρινής διαταγής του άρθρου 5 ή της απόφασης αναστολής του άρθρου 6 του νόμου», διαιρούμενο διά το πλήθος των δόσεων της δικαστικής ρύθμισης.
Επιπροσθέτως, αν οι καταβολές που έχουν πραγματοποιηθεί βάσει της προσωρινής διαταγής, υπολείπονται αυτών που ορίζονται με την οριστική απόφαση, ο οφειλέτης υποχρεούται να εξοφλήσει εντόκως το ποσό της διαφοράς που υπολείπεται μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών που προβλέπει η οριστική απόφαση αυτή.
Οι ανωτέρω τροποποιήσεις εφαρμόζονται και σε δίκες που είναι εκκρεμείς κατά την 14η/6/2018.
Από την άλλη, αν οι καταβολές που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της πρωτοβάθμιας απόφασης υπολείπονται αυτών που ορίζονται με τη δευτεροβάθμια, ο οφειλέτης υποχρεούται να εξοφλήσει άτοκα το ποσό της διαφοράς που υπολείπεται. Το δικαστήριο εντάσσει τη διαφορά αυτή στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών, κατά τρόπο ώστε οι καταβολές να μην υπερβαίνουν τη μέγιστη ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου παρατίθεται παράδειγμα σχετικά με την εφαρμογή της διάταξης της.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και σε δίκες που είναι εκκρεμείς κατά την 14η/6/2018.
Καθυστέρηση πληρωμής της δόσης
Επιπλέον αντικαταστάθηκε η διάταξη που προέβλεπε διαδικασία ανάκλησης από το δικαστήριο της προσωρινής διαταγής, με την οποία έχει οριστεί καταβολή δόσεων καθώς και κάθε άλλου προληπτικού ή ανασταλτικού μέτρου, σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής από τον οφειλέτη ποσού που αθροιστικά υπερβαίνει ετησίως την αξία 3 μηνιαίων δόσεων, όπως αυτές καθορίζονται βάσει της προσωρινής διαταγής, κατόπιν αίτησης του θιγόμενου πιστωτή.
Η νέα διάταξη προβλέπει αυτοδίκαιη παύση ισχύος της διαταχθείσας αναστολής καταδιωκτικών μέτρων και κάθε άλλου ανασταλτικού μέτρου έναντι όλων των πιστωτών, σε περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερεί την καταβολή των δόσεων που ορίζονται στην προσωρινή διαταγή, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών μηνιαίων δόσεων, διαδοχικών ή μη, και εφόσον ο θιγόμενος πιστωτής τηρήσει την εξώδικη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο αυτή, δηλαδή εάν επιδώσει στον οφειλέτη εξώδικη όχληση με την οποία τον καλεί να εκπληρώσει της υποχρεώσεις του εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του οφειλέτη, επιδώσει σχετική δήλωση της υπόλοιπους πιστωτές, «υπό την προϋπόθεση ότι θα καταθέσει σχετικό σημείωμα με ενσωματωμένη την ανωτέρω αναφερόμενη εξώδικη όχληση στο φάκελο που τηρείται στο αρμόδιο δικαστήριο».
Στον οφειλέτη παρέχεται η δυνατότητα να ζητήσει εκ νέου χορήγηση προσωρινής διαταγής, υπό προϋποθέσεις.
Τα ανωτέρω οριζόμενα (αυτοδίκαιη παύση ισχύος της διαταχθείσας αναστολής με ενέργειες του θιγόμενου πιστωτή, άμυνα του οφειλέτη) εφαρμόζονται αναλόγως και σε περίπτωση που έχει διαταχθεί αναστολή καταδιωκτικών μέτρων.
Σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη, προβλέπεται η αναλογική εφαρμογή και σε περιπτώσεις αναστολής ή δίκες του ν. 3869/2010 που είναι εκκρεμείς κατά την 14η/6/2018, με την προϋπόθεση ότι η εξώδικη όχληση επιδίδεται μετά την ανωτέρω ημερομηνία και ότι δεν έχει ήδη ανακληθεί η προσωρινή διαταγή. Σύμφωνα με την ίδια μεταβατική διάταξη, «εκκρεμείς αιτήσεις ανάκλησης της προσωρινής διαταγής κρίνονται κατά τις ουσιαστικές διατάξεις του παρόντος».
Με νέα παράγραφο (5 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010) προβλέπεται και η δυνατότητα ανάκλησης από το δικαστήριο της προσωρινής διαταγής, κατόπιν αίτησης του πιστωτή, της περιπτώσεις που ο οφειλέτης καθυστερεί συστηματικά την καταβολή των δόσεων που ορίζονται στην προσωρινή διαταγή, χωρίς της το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών μηνιαίων δόσεων, οπότε εφαρμόζεται η νέα παράγραφος περί αυτοδίκαιης παύσης ισχύος της αναστολής, κατόπιν της οριζόμενης σε αυτήν εξώδικης διαδικασίας. Οι διάδικοι καλούνται προ δέκα (10) ημερών.
Τα ανωτέρω οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 5 του νόμου εφαρμόζονται αναλόγως και σε περίπτωση που έχει διαταχθεί αναστολή καταδιωκτικών μέτρων.
Επιπλέον αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 11 του ν. 3869/2010, που προέβλεπε την έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση με απόφαση του δικαστηρίου, κατόπιν αίτησης του θιγόμενου πιστωτή, σε περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερούσε την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τη ρύθμιση οφειλών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών ή δυστροπούσε επανειλημμένα στην τήρηση της ρύθμισης. Στη νέα διάταξη, προβλέπεται αυτοδίκαιη έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση έναντι όλων των πιστωτών, σε περίπτωση καθυστέρησης εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του από αυτή και εφόσον ο θιγόμενος πιστωτής τηρήσει την εξώδικη διαδικασία. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νέα παράγραφο, αν ο οφειλέτης καθυστερεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τη ρύθμιση οφειλών, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών μηνιαίων δόσεων, διαδοχικών ή μη, ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επιδώσει στον οφειλέτη εξώδικη όχληση με την οποία τον καλεί να εκπληρώσει της υποχρεώσεις του εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών. Αν ο οφειλέτης δεν συμμορφωθεί προσηκόντως, εκπίπτει αυτοδικαίως από τη ρύθμιση έναντι όλων των πιστωτών από την ημέρα που ο θιγόμενος πιστωτής επιδώσει σχετική δήλωση της υπόλοιπους πιστωτές, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταθέσει σχετικό σημείωμα με ενσωματωμένη την ανωτέρω αναφερόμενη εξώδικη όχληση στο φάκελο που τηρείται στο αρμόδιο δικαστήριο.
Στον οφειλέτη παρέχεται η δυνατότητα να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο την ανατροπή της έκπτωσής του, υπό προϋποθέσεις.
Παρατηρείται ότι, σε αντίθεση με την προϊσχύουσα διάταξη, δεν προβλέπεται πλέον ως λόγος έκπτωσης του οφειλέτη η επανειλημμένη δυστροπία στην τήρηση της ρύθμισης.
Τα ως άνω οριζόμενα στη νέα παράγραφο εφαρμόζονται και σε υποθέσεις επί των οποίων δημοσιεύθηκε απόφαση πριν από την 14η/6/2018, με την προϋπόθεση ότι η όχληση επιδίδεται μετά την ανωτέρω ημερομηνία και ότι δεν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση έκπτωσης του οφειλέτη. Σύμφωνα με την ίδια ως άνω μεταβατική διάταξη, «εκκρεμείς αιτήσεις έκπτωσης του οφειλέτη κρίνονται κατά τις ουσιαστικές διατάξεις του παρόντος».
Δόλος
Δεν μπορεί να υποβληθεί νέα αίτηση για υπαγωγή στο νόμο, εάν η αρχική αίτηση απορρίφθηκε λόγω δόλου του οφειλέτη ως την περιέλευσή του σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του ή λόγω δόλιας παράβασης του καθήκοντος ειλικρινούς δήλωσης κατά το άρθρο 10 του νόμου.
Σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 68 του ν. 4549/2018, η νέα διάταξη εφαρμόζεται και όταν η αίτηση του οφειλέτη απορρίφθηκε πριν από την 14η/6/2018 σε δεύτερο βαθμό για τους λόγους που προβλέπονται στη διάταξη, δεν εφαρμόζεται αν πριν από την 14η/6/2018 η αίτηση απορρίφθηκε για της λόγους της με απόφαση Ειρηνοδικείου, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο.
Υπενθυμίζεται ότι αν η αίτηση έχει απορριφθεί για διαφορετικούς λόγους, πέραν αυτών που ορίζει η ανωτέρω νέα διάταξη, ισχύουν τα προβλεπόμενα στο τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, κατά το οποίο το κώλυμα για υποβολή της αίτησης ισχύει μόνο για χρονικό διάστημα της έτους από την απόρριψη της προηγούμενης αίτησης.