Μαύρη ημέρα για τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική μουσική, την ελληνική πολιτική. Παγκόσμια συγκίνηση για τον Μεγάλο Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος πέρασε στην αθανασία, έχοντας ζήσει μια μυθιστορηματική ζωή από όλες τις πλευρές.

 

Μαύρη ημέρα για τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική μουσική, την ελληνική πολιτική. Ο αξεπέραστος Μίκης Θεοδωράκης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών.

Συνθέτης, στιχουργός, πολιτικός, ο Μίκης Θεοδωράκης σφράγισε με την παρουσία και τη δράση του τον 20ο αιώνα και θεωρείται, δικαίως, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες με παγκόσμια απήχηση.

Ως πολιτικός υπήρξε υπουργός και τέσσερις φορές εκλεγμένος βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου με το Κ.Κ.Ε και την Ν.Δ, ενώ παράλληλα ήταν ακτιβιστής τιμημένος με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν το 1983. Έχει ασχοληθεί με όλα τα είδη της μουσικής, ενώ έχει συνθέσει τον ίσως πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι “Ζορμπάς” (1964), βασισμένο σε παραδοσιακή κρητική μουσική. Επίσης έχει ασχοληθεί με την κλασική μουσική γράφοντας συμφωνίες, ορατόρια, μπαλέτα, όπερες και μουσική δωματίου.

 

Μια ζωή – μυθιστόρημα

Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης γεννήθηκε στη Χίο και από την παιδική του ηλικία είχε πάθος με τη μουσική. Έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις όταν ήταν δεκατριών ετών.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας, συνελήφθη για πρώτη φορά στην Τρίπολη το 1942 από τους Ιταλούς κατακτητές. Τα επόμενα χρόνια συνελήφθη και βασανίστηκε ξανά.

Μόλις αφέθηκε ελεύθερος, βγήκε στην παρανομία στην Αθήνα και οργανώθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ).

Αν και μετείχε στην Αντίσταση, συγχρόνως παρακολουθούσε μαθήματα στο Ωδείο Αθηνών κοντά στον Φιλοκτήτη Οικονομίδη.

Μετά την Απελευθέρωση έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο του 1945-1949, στη διάρκεια του οποίου συνελήφθη πολλές φορές. Μάλιστα, στις 26 Μαρτίου 1946, στη διάρκεια διαδήλωσης χτυπήθηκε τόσο άγρια από την αστυνομία που θεωρήθηκε νεκρός και μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο.

Για πρώτη φορά εξορίσθηκε το 1947 στην Ικαρία και το 1948 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο, όπου πέρασε φριχτά βασανιστήρια.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι από τους λίγους που κατάφεραν να επιζήσουν από την κόλαση αυτή, αν και επί δέκα χρόνια μετά υπέφερε από τον «πυρετό της Μακρονήσου», συνέπεια των βασανιστηρίων και των κακουχιών.

Το 1950, μετά από εξετάσεις στο Ωδείο παίρνει το δίπλωμα της αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας και στις 5 Μαΐου παρουσιάζεται το έργο του «Ασή-Γωνιά»

Το 1953, ο Μίκης παντρεύεται τη Μυρτώ Αλτίνογλου και την επόμενη χρονιά παίρνει υποτροφία για τη Γαλλία, όπου γράφεται στο Ωδείο του Παρισιού με καθηγητές τον Ευγένιο Μπιγκό και τον Ολιβιέ Μεσσιάν.

Το 1957 το έργο του «Σουίτα Νο 1 για πιάνο και ορχήστρα» παίρνει χρυσό βραβείο στο φεστιβάλ της Μόσχας, ενώ τα έργα του «Αντιγόνη» (χορογραφία Τζον Κράνκο στο Κόβεν Γκάρντεν), «Les amants de Teruel» (Μπαλέτο της Λουντμίλα Τσερίνα) και «Le feu aux poudres» γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία στο Παρίσι και το Λονδίνο.

Ήταν τότε που πέτυχε τη διεθνή αναγνώριση ως κλασικός συνθέτης όταν ανακάλυψε την ελληνική λαϊκή μουσική.

Συνθέτει τους «Λιποτάκτες» σε στίχους του αδελφού του Γιάννη και τον «Επιτάφιο» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, έργα που σημάδεψαν την αναγέννηση της ελληνικής μουσικής.

Η Δεξιά στην Ελλάδα τον θεωρεί έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς της. Όταν δολοφονείται ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Μίκης Θεοδωράκης αναλαμβάνει επικεφαλής της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη που θα αποκτήσει 50.000 μέλη και θα γίνει η πιο μεγάλη πολιτική οργάνωση στην Ελλάδα.

Εκλέγεται στο Κοινοβούλιο και μαζί με τους «Λαμπράκηδες» ιδρύει πάνω από διακόσια πολιτιστικά κέντρα στη χώρα του, ενώ συνεχίζει να συνθέτει ακατάπαυστα χρησιμοποιώντας κάποια από τα ωραιότερα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας του 19ου και 20ού αιώνα.

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 αναγκάζει τον Μίκη Θεοδωράκη να βγει και πάλι στην παρανομία.

Συνελήφθη στις 21 Αυγούστου του 1967 και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό με την οικογένειά του στο Βραχάτι και αργότερα στη Ζάτουναν ορεινό χωριό της Αρκαδίας (εκεί συνέθεσε τον κύκλο συνθέσεων «Αρκαδίες» Ι-ΧI).

Στην συνέχεια μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ωρωπού και τελικά εξορίζεται από την Ελλάδα, μετά από πολλά διαβήματα αλληλεγγύης με πρωτοβουλία των συνθετών Ντιμίτρι Σοστάκοβιτς, Λεονάρντ Μπερστάιν, του συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ, ακόμα και του τραγουδιστή Χάρι Μπελαφόντε, και πολλών άλλων προσωπικοτήτων από πολλές χώρες.

Στις 13 Απριλίου 1970, ο Θεοδωράκης φθάνει στο Παρίσι και ως επικεφαλής του «Πατριωτικού Μετώπου» συνεχίζει τον αγώνα του. Εκεί γνωρίζεται με τον Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα.

Πραγματοποιεί περιοδείες σ’ ολόκληρο τον κόσμο και χιλιάδες συναυλίες αφιερωμένες στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, τον καθιστούν ζωντανό σύμβολο της αντίστασης ενάντια στην δικτατορία.

Μετά την πτώση της δικτατορίας, επιστρέφει στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου 1974.

Ο Θεοδωράκης γίνεται εκ νέου στόχος επιθέσεων, αυτή τη φορά από την Αριστερά, γιατί υπερασπίζεται τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στην προσπάθειά του για ένα ήπιο πέρασμα προς την δημοκρατία και από φόβο νέου πραξικοπήματος.

Το 1980, φεύγει ξανά στο Παρίσι, όπου καταπιάνεται με το συμφωνικό του έργο της εποχής του ’50.

Ολοκληρώνει τη σύνθεση του «Canto General», σε ποίηση Πάμπλο Νερούδα, έργο που μαζί με τον «Ζορμπά» και το «Άξιον Εστί» τον κάνουν παγκοσμίως γνωστό συνθέτη.

Το 1981, ο Θεοδωράκης εκλέγεται στο ελληνικό Κοινοβούλιο ενώ το 1986 παραιτείται από την έδρα του για να αφοσιωθεί στο μουσικό του έργο.

Το 1987, η πρώτη του όπερα «Κώστας Καρυωτάκης» παρουσιάζεται στην Αθήνα και το 1988 το μπαλέτο του «Ζορμπάς» παρουσιάζει θριαμβευτική επιτυχία στην Αρένα της Βερόνας, ενώ παρουσιάζεται στη Βαρσοβία και τo Λοτζ της Πολωνίας.

Το 1989 ο Θεοδωράκης κάνει έκκληση συνασπισμού ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και την Αριστερά για την κάθαρση από τα οικονομικά σκάνδαλα για τα οποία κατηγορήθηκε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Μετά τις εκλογές του Απριλίου του 1990, ο Μίκης γίνεται υπουργός Επικρατείας της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Εγκαταλείπει την κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1992 και αναλαμβάνει για δύο χρόνια τη γενική διεύθυνση των Μουσικών Συνόλων της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (ΕΡΤ).

Στις 5 Οκτωβρίου του 1990 παρουσιάζεται στο Μπιλμπάο η όπερά του «Μήδεια», ενώ το 1992 γράφει μετά από παραγγελία του Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, πρώην προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, το «Canto Olympico» για τους Ολυμπιακούς αγώνες της Βαρκελώνης.

Η όπερα «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη παρουσιάζει θριαμβευτική επιτυχία στο Λουξεμβούργο, Πολιτιστική Πρωτεύουσα Ευρώπης 1995, από το θέατρο Γιέλκι, του Πόζναν (Πολωνία) και το 1996 ολοκληρώνει τη σύνθεση της τέταρτης όπεράς του «Αντιγόνη», καθώς και του πρώτου του Κονσέρτου για βιολοντσέλο και ορχήστρα.

Μέχρι τους τελευταίους μήνες της ζωής του συνέχισε να εργάζεται και να κάνει συναυλίες, υπέρ κοινωνικών και πολιτικών σκοπών, ενώ συχνά-πυκνά παρενέβαινε στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

 

Η πολιτική δράση του Μίκη Θεοδωράκη

Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάτω από τον φακό της ελληνικής και διεθνούς δημοσιότητας, ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε σημείο αναφοράς, σύμβολο και πηγή έμπνευσης. Η πολυτάραχη ζωή του πέρασε από σαράντα κύματα και η πολιτική του δράση έγινε αντικείμενο συζητήσεων, αντιπαραθέσεων ακόμα και επικρίσεων.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο. Το 1943 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα. Με την Ελλάδα να μάχεται απέναντι στη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ, ο Μ. Θεοδωράκης αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ.

Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο.

«Στη μεταγωγή από την Ικαρία στη Μακρόνησο δεν μας άφησαν να πάρουμε πολλά πράγματα μαζί μας», γράφει ο ίδιος ο Μίκης , εξιστορώντας τα γεγονότα. «Μας πιάσανε αιφνιδιαστικά στο πρωινό προσκλητήριο και μας οδήγησαν στο υπόγειο της Χωροφυλακής, στον Εύδηλο. Έπρεπε οι συγκάτοικοί μας να μας φέρουν τα απαραίτητα. Εγώ ζήτησα να βάλουν στο μικρό μου μπαουλάκι μόνο τις νότες μου… Όταν φτάσαμε στο Μακρονήσι, μας οδήγησαν σ’ ένα χτίσμα πλάι στη θάλασσα και μας είπαν ν’ αφήσουμε τα υπάρχοντά μας για να περάσουν αργότερα από έλεγχο. Στη συνέχεια έπρεπε να στήσουμε τις σκηνές, γιατί η μέρα ήταν βροχερή και φύσαγε δυνατός βοριάς.

Όταν πήγαμε υπήρχαν όλοι κι όλοι δύο Κλωβοί, ο A και ο B, με πεντακόσιους κρατούμενους ο καθένας. Ήταν απομονωμένοι, χωρισμένοι με συρματόπλεγμα ψηλό ως τρία μέτρα. Ανάμεσά τους υπήρχε ένας στενός διάδρομος κι αυτόν ανεβήκαμε για να πάμε πιο ψηλά, όπου θα στήναμε τους δικούς μας κλωβούς, τον Γ και τον Δ. Αφού σημαδεύτηκαν οι θέσεις, μας έδωσαν μια σκηνή για 14 άτομα κι εμείς τώρα θα έπρεπε να τη στήσουμε. H δική μου σκηνή ήταν η E5 στον Δ Κλωβό, πάνω από τον B».

Στο λιμανάκι του Αη-Γιώργη, στο δρόμο για τους φούρνους της Μακρονήσου, θυμάται ο Μίκης Θεοδωράκης*, «(…) η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζα ότι ακούγεται σαν τύμπανο. Ο αξιωματικός θύμωσε κι άρχισε να μας βρίζει. Μετά απευθυνόμενος στους χωροφύλακες φώναξε “Βαράτε τους”. Κι αυτοί άρχισαν να μας χτυπούν με τον υποκόπανο των όπλων τους. Εγώ με τον Ροσέτο (μετέπειτα καθηγητή στο Πολυτεχνείο) μείναμε πίσω, όπου έπεφτε το περισσότερο ξύλο, για να προφυλάξουμε τους πιο λεπτούς και αδύνατους. Ήμαστε και οι δύο ψηλοί και δυνατοί. Ντερέκια! Μπαίνοντας απ’ την πύλη στο B’ Τάγμα, παγώσαμε βλέποντας παρατεταγμένους τους φαντάρους από ‘δω κι από ‘κει. Ήταν μια φοβερή σιωπή καθώς περνάγαμε ανάμεσά τους κι όλο λέγαμε μέσα μας “τώρα θα ορμήσουν να μας κατασπαράξουν”. Όμως δεν συνέβη τίποτα (…)»

»Βγαίνοντας απ’ την άλλη πύλη, μας περίμεναν οι αλφαμίτες του A’ Τάγματος επάνω σε τζιπ. Κρατούσαν χοντρά και μακριά ρόπαλα κι άρχισαν να μας χτυπούν αλύπητα, ενώ συγχρόνως τα τζιπ έπαιρναν ταχύτητα και μας ανάγκαζαν να τρέχουμε. Βάστηξα όσο βάστηξα τρέχοντας και κουβαλώντας τον μπόγο με τα λίγα ρούχα και τα σχέδια της Πρώτης Συμφωνίας προσπαθώντας να αποφύγω τα ρόπαλα. Σε μια στιγμή δίνω μια και τον πετώ στους βράχους. Βλέπω και πάλι τις νότες να τις παίρνει ο αέρας κι άλλες να τις πηγαίνει κατά το βουνό κι άλλες κατά τη θάλασσα. Μόλις και μετά βίας τους είπα ένα βιαστικό “χαίρε” γιατί ξαφνικά είδα το φριχτό θέαμα μπροστά μου. Την χαράδρα με τους λιγοστούς βαθμοφόρους (επικεφαλής ήταν ο υπολοχαγός τότε και μετέπειτα χουντικός στρατηγός Ιωαννίδης) και γύρω-γύρω τις ορδές των εκατοντάδων βασανιστών που κράδαιναν απειλητικά ακόντια μυτερά από μπαμπού, ρόπαλα και αλυσίδες. Τότε ομολογώ ότι δεν με ενδιέφερε πια η Πρώτη Συμφωνία είτε η όποια άλλη μουσική. Ο κόσμος στον οποίο θα έμπαινα σε λίγο δεν είχε χώρο για τέτοιες πολυτέλειες. Ο νους μου αλαφιασμένος αρνιόταν να δεχτεί αυτό που μας περίμενε».

Λίγους μήνες αργότερα, ο Μίκης απελευθερώνεται. Το 1950 αποφοιτά από το Ωδείο με δίπλωμα στην αρμονία και το 1954 πηγαίνει με υποτροφία στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στο Conservatoire και σπουδάζει για σύντομο χρονικό διάστημα μουσική ανάλυση. Η περίοδος 1954-1960 είναι μια εποχή έντονης δραστηριότητας για τον Θεοδωράκη στο χώρο της Ευρωπαϊκής μουσικής.

Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος (1963-1967). Την ίδια εποχή εκλέγεται Βουλευτής της ΕΔΑ.

Στις 21 Απριλίου 1963, η «Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη», διοργανώνει την Α’ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης. Η πορεία απαγορεύεται. Πολλές χιλιάδες διαδηλωτές συλλαμβάνονται, ανάμεσα τους και ο Μίκης. Μόνος του ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης, που προστατεύεται από τη βουλευτική ασυλία, συνεχίζει την πορεία έως το τέρμα της. Λίγο αργότερα, όταν ο Λαμπράκης πλέον έχει δολοφονηθεί, ο Μίκης θα γράψει στην Αθηναϊκή:

«..Χάνοντας τον Λαμπράκη, κερδίσαμε χιλιάδες νέους Λαμπράκηδες, χιλιάδες ήλιους που θα θερμαίνουν και θα φωτίζουν τη μνήμη του».

Τον Ιούνιο του 1963, ο Μίκης Θεοδωράκης και είκοσι Έλληνες επιστήμονες, καλλιτέχνες, εργάτες, φοιτητές και δημοσιογράφοι ιδρύουν το Κίνημα Νεολαίας «Γρηγόρης Λαμπράκης» (ΔΚΝΓΛ) όπου εκλέγεται πρόεδρος.
Στις βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 16 Φεβρουρίου 1964, ο Μίκης Θεοδωράκης εκλέγεται βουλευτής ΕΔΑ στη Β’ εκλογική περιφέρεια Πειραιά.

Την 21η Απριλίου του 1967 περνά στην παρανομία και απευθύνει την πρώτη έκκληση για Αντίσταση κατά της Δικτατορίας στις 23 Απριλίου. Τον Μάιο του 1967 ιδρύει μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ και εκλέγεται πρόεδρός του.

Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967.

Δύο ώρες μετά την κήρυξη του πραξικοπήματος των Συνταγματαρχών, ο Μίκης Θεοδωράκης συντάσσει, μια πρώτη έκκληση για αντίσταση. Δύο μέρες αργότερα, δημοσιεύει μια δεύτερη έκκληση για αντίσταση κι αρχίζει να γράφει τα πρώτα τραγούδια αντίστασης. Η μουσική του απαγορεύεται με ειδικό διάταγμα.

Στις 28 Απριλίου 1967, ο Μίκης συναντιέται με τους Λαμπράκηδες που ξέφυγαν των συλλήψεων. Αποφασίζουν να ιδρύσουν το Πατριωτικό Μέτωπο. O Μίκης Θεοδωράκης ορίζεται πρόεδρος του ΠΑΜ.
Τον Αύγουστο, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Στις 2 Νοεμβρίου, ξεκινά απεργία πείνας ως ένδειξη διαμαρτυρίας επειδή δεν προσάγεται στη δίκη των συλληφθέντων συντρόφων από το ΠΑΜ. Δέκα μέρες αργότερα οδηγείται στο νοσοκομείο των φυλακών Αβέρωφ. Στις 15 Νοεμβρίου, αρχίζει, χωρίς τον Μίκη Θεοδωράκη, η δίκη κατά των 31 κατηγορουμένων του ΠΑΜ ενώπιον του στρατοδικείου Αθηνών.

Στις 27 Ιανουαρίου 1968 και χάρη στις διεθνείς πιέσεις, ο Μίκης Θεοδωράκης αποφυλακίζεται και τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Βραχάτι.Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1968, ο Μίκης οδηγείται μαζί με την οικογένεια του εξορία στη Ζάτουνα της Αρκαδίας. 

Ο κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, θα τελειώσει το 1970 με την αμνηστία που θα του χορηγηθεί, ύστερα από διεθνή κατακραυγή. Θα φύγει στο εξωτερικό και θα δώσει δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που θα τον κάνουν παντού γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.

Τον Φεβρουάριο του 1971, ο Θεοδωράκης ιδρύει το «Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο» (ΕΑΣ) που στόχο του έχει να συνασπίσει όλες τις αντιδικτατορικές δυνάμεις. Η πρώτη εκδήλωση του ΕAΣ, πραγματοποιείται στις 2 Μαΐου 1971, στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας.

Τον Μάρτιο του 1972, ο Μίκης Θεοδωράκης αποχωρεί από το ΚΚΕ Εσωτερικού, με το οποίο είχε συνταχθεί μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ στις δύο παρατάξεις. Συνεχίζει τις περιοδείες του, που είναι ταυτόχρονα κάλεσμα στην αντίσταση και τον αγώνα.

Τον Ιούλιο του 1974, με την πτώση της δικτατορίας επιστρέφει στην Ελλάδα ως πανεθνικό αντιδικτατορικό σύμβολο, διατυπώνοντας την άποψη ότι η λύση Καραμανλή αποτελούσε τη μόνη εφικτή έξοδο από τη δικτατορία χωρίς αιματηρές συγκρούσεις. Βέβαια, ο σχηματικός τρόπος με τον οποίο διατυπώθηκε (Καραμανλής ή τανκς) προκάλεσε αντιδράσεις.

Ο Μίκης εξήγησε πως προέκυψε το «Καραμανλής ή τανκς»: «.. Θα αναφερθώ εδώ και στη γνωστή φράση μου για τον Καραμανλή: Είναι αλήθεια πως από τον Ιανουάριο του 1973 είχα δημόσια προτείνει “λύση Καραμανλή”. Αλλά το “Καραμανλής ή Τανκς” έμεινε στην ιστορία. Φυσικά συμφωνούσα με την μεταβατική λύση Καραμανλή, αλλά σαν σύνθημα “Καραμανλής η τανκς” προέκυψε ως εξής: Έκανα τις πρόβες μου στο “Ζουμ” τότε μαζί με νέους τραγουδιστές, τον Νταλάρα, τον Μητσιά, τη Φαραντούρη φυσικά, τον Καλογιάννη, για να πραγματοποιήσουμε τις περίφημες συναυλίες, τις ιστορικές στο Καραϊσκάκη. Και είχαμε προγραμματίσει μετά, τις συναυλίες μας στην Αθήνα και το Πειραιά, να πάμε στην επαρχία. Τα χαμε αναγγείλει αυτά. Εκείνη την ημέρα είχα καλέσει τους δημοσιογράφους οι οποίοι πρώτη φορά με έβλεπαν, μετά τόσα χρόνια να διευθύνω ορχήστρα σε πρόβα ήταν και η μεγάλη φόρτιση η συναισθηματική, και την ώρα που τελείωνα την πρόβα, ήμουν έτοιμος να κάνω την πρες-κόνφερανς και να αναγγείλω το πρόγραμμα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν νομίζω ο κ. Μολυβιάτης ή κάποιος από το γραφείο του κ. Καραμανλή. Μου είπε “ο κ. Πρόεδρος θα σας παρακαλέσει να περιορίσετε τις συναυλίες σας μόνο στην Αθήνα”. Βέβαια, απάντησα και γω, ξαναμμένος από την πρόβα και τον ενθουσιασμό του κόσμου, πολύ άσχημα ξεκινάει η κυβέρνηση Καραμανλή. Δηλαδή μου απαγορεύει να κάνω συναυλίες; Κι αν τις κάνω τι θα γίνει; “Ναι, είπε, το απαγορεύουμε. Υπάρχουν λόγοι που δεν πρέπει να πάτε έξω”. Φυσικά ο τρόπος που μίλησα κι εγώ, κι αυτός ήταν λιγάκι άκομψος και νευρικός, αλλά στο βάθος μπορεί να είχε δίκιο ο Καραμανλής φοβούμενος τι θα γίνει στην επαρχία. Θα μπορούσε να γίνει προβοκάτσια. Εν πάση περιπτώσει εγώ αγρίεψα και δήλωσα στους δημοσιογράφους: “Αυτή τη στιγμή τηλεφώνησαν εκ μέρους του κ. Καραμανλή και μου απαγορεύουν να βγω έξω από την Αθήνα. Αρχίζει πολύ άσχημα τη διακυβέρνηση της χώρας με απαγορεύσεις. Και μπορεί αυτή τη στιγμή να είμαστε σε πολύ άσχημη κατάσταση και να έχουμε απ’  την μια τον Καραμανλή κι απ’ την άλλη τα τανκς, αλλά όμως δεν δικαιούται να αρχίζει με απαγορεύσεις”. Δηλαδή ήταν μια καταγγελία του Καραμανλή, διότι ξεκίνησε άσχημα απαγορεύοντας να κάνω συναυλίες. Και την άλλη μέρα η “Βραδυνή” είχε τίτλο “Καραμανλής ή τανκς”. Να το διαψεύσω αυτό; να πω ότι δεν είναι δικό μου; αφού στη βάση συμφωνούσα, διότι είχα προτείνει εγώ λύση Καραμανλή. Δεν ήταν όμως αυτό το σύνθημά μου. Επιπλέον ο Καραμανλής είχε πάντοτε δέος μαζί μου, μ’ έβλεπε λίγο όπως ο διάβολος το λιβάνι. Όταν έγινα ηγέτης των Λαμπράκηδων συνδέθηκα άρρηκτα στη συνείδησή του με μία πληγή για την οποία ο ίδιος ήταν αμέτοχος., πλην του γεγονότος ότι ως κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για να χτυπήσει τις παρακρατικές οργανώσεις…»

To 1975, ενώ εκλέχτηκε στην ηγεσία της ΕΔΑ τασσόμενος ανοιχτά υπέρ μιας κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας.

Το 1978 δέχεται στην ταράτσα του σπιτιού του την επίσκεψη του «σκληρού του ΚΚΕ», Γρηγόρη Φαράκου. Ο Μίκης Θεοδωράκης δέχεται να κατέβει υποψήφιος του ΚΚΕ στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου. Αυτή η αναθέρμανση των σχέσεων τους είχε ξεκινήσει έναν χρόνο νωρίτερα με την Κίνηση για την Ενωμένη Αριστερά. 

 Το 1981 εκλέχτηκε βουλευτής με το ΚΚΕ στη Β΄ Πειραιώς και το 1985, πάντα με το ΚΚΕ, βουλευτής Επικρατείας. Ο κύκλος αυτός κλείνει το Μάιο του 1986 όταν παραιτήθηκε από βουλευτής.

Το 1988, ο Μίκης «ταράζει» τα νερά της πολιτικής σκηνής, προτείνοντας το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ-Αριστεράς, κάτω από τον θόρυβο και τις πολιτικές αναταράξεις που προκάλεσε το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Μετά από αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, το 1990 ο Μίκης Θεοδωράκης εκλέγεται Βουλευτής ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με τη ΝΔ και αναλαμβάνει Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου παρά τω πρωθυπουργώ, στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Τον Απρίλιο του 1992, ο Μίκης Θεοδωράκης παραιτείται από υπουργός. Τον Φεβρουάριο του 1993 παραιτείται κι από βουλευτής. 

Την 1η Δεκεμβρίου 2010 ο Μίκης Θεοδωράκης ανακοίνωσε την ίδρυση Κινήματος Ανεξάρτητων Πολιτών με την ονομασία «Σπίθα».

Το 2015, κατά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση αρχικά διάκειται ευνοϊκά προς αυτή, αλλά στη συνέχεια της άσκησε έντονη κριτική. Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου τάχτηκε υπέρ του όχι.

Στις 4 Φεβρουαρίου 2018, ο Μίκης Θεοδωράκης επέλεξε να είναι ο κεντρικός ομιλητής στο συλλαλητήριο της πλατείας Συντάγματος για τη Μακεδονία. Η ομιλία του σχετικά με το ονοματολογικό της Μακεδονίας προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στους κόλπους της Αριστεράς. καθώς μεταξύ άλλων ο Μίκης φρόντισε να στραφεί κατά του… «αριστερόστροφου φασισμού», θυμίζοντας τον εμφυλιοπολεμικό όρο «κόκκινος φασισμός».

Έχει περάσει μια δεκαετία όταν ο Μίκης Θεοδωράκης είχε δηλώσει για το Μακεδονικό, πως «Το όνομα δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, αρκεί οι λαοί να ζήσουν ειρηνικά».

*Εξιστόρηση του Μίκη Θεοδωράκη στην «Πρώτη Συμφωνία» που έγραψε στην Μακρόνησο.  

 

Πηγή: Εφ. Συν.