Το 1991 κυκλοφορεί η συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», μια συλλογή εντελώς μυστηριακή. Ο ίδιος ο ποιητής παρουσιάζεται ως πρωθιερέας της Αλήθειας που «μόνον έναντι θανάτου δίδεται» και μας μυεί στα φιλοσοφικά ιδιώματα της γλώσσας.

Ρήμα το σκοτεινόν

“Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς και Ήλιου του Κρυπτού ώστε

Οι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν. Δυσδιάκριτος

καθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα

που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται

κάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνευμένα ώσπου τελικά

Να μείνει ένα θαλασσοπούλι τ’ ορφανό πάνω στα κύματα

 

Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα

Κι έχω ανάγκη από γης, που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη

Μάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια, τίποτε. Α

Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Κόρες που εμφανιστήκατε κατα

καιρούς

Μέσ’ απ’ το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες

Βρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους

κήπους

Μιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης

Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη

 

Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να 

μεγεθύνω τα όμικρον

Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι, όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του

Ένα ρήμα σε -άγω ή σε -άλλω ή -εύω

Κάτι που να σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου

Η άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ’ ελάχιστα φωνήεντα όμως

Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ

Αγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη

Επειδή από τέτοια μέρη ευκολότερα 

Υπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και 

πεθαμένους να κατατρομάξεις

 

Εδώ βαρειά μουσική ας ακούγεται. Κι ανάλαφρα τα όρη ας

Μετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:

κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω

Εμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα

Με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα

Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Ερμήδες

Τέλος μια θαλασσα μουγγή σαν την Ασία

Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Κίρκης

 

Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε “ουρανός” δεν είναι, “αγάπη” δεν,

“αιώνιο” δεν. Δεν

Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματα τους. Πληρέστερα του 

σκοτωμού

Καλλιεργούνται οι ντάλιες. Κι ο κυνηγός μ’ αιθερίου

θηράματα

Επιστρέφει κόσμου. Κι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Αχ

Δεν υπόψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι

Η γή. Τι χρυσός ρόδου αέναου της χρείαζεται ν’ αντισταθμίζει

Το κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας

Που η σκιά του νού μας αποκρύπτει. Ας είναι

 

Φίλε εσύ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων

Τις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου

Εναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Ονειρεύτηκες

ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις

Μη γνωρίζοντας πια Ερινύες; Όχι. Να γιατι καταρκυθμεύω

Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες

ανοίγονται

Στο φως του Ήλιου του Κρυπτού μιας στιγμούλα, η φύση μας η

τρίτη να φανερωθεί

Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν

Στον κακόν αέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη

 

Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Αλλ’

Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.

 

Ο Ελύτης “εξαγνισμένος” τόσα χρόνια στα μονοπάτια της ποίησης ζητά την Αλήθεια. Από την εγκόσμια κι υλική πραγματικότητα οδηγούμαστε σε μια μυστηριακή κι άγνωστη, στην “τρίτη” φύση μας. Εκεί θα βρούμε να διαβάσουμε τον εαυτό μας (“αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις”, που αναφέρει και στη Γέννεσι). 

“Ονειρεύτηκες ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις μη γνωρίζοντας πια Ερινύες;” Η απλότητα του νοήματος του στίχου δείχνει το παράδοξο του ανθρώπου: ο αιθεροβάμων άνθρωπος-κυνηγός του άπιαστου που χάνει την παρουσία της  Ζωής στην στιγμή που αφήνει να χάνεται.  Αλλά “Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν”, δηλαδή κανείς μας δεν είναι έτοιμος να δεχτεί μια έτοιμη εμπειρία. “Αυτά στη δική μου γλώσσα” που είναι οι ευωδιές των κίτρων κι οι γωνιές του κήπου.