Κάθε δεύτερη Κυριακή του Μάη ο δυτικός κόσμος γιορτάζει το πλέον ιερό πρόσωπο στη ζωή κάθε ανθρώπου, τη μητέρα. Στη χώρα μας η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε καθιερώσει από τη δεκαετία του ΄20, ως ημέρα της μάνας την εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου. Τότε η ορθόδοξη εκκλησία γιορτάζει την Παναγία με τον Ιωσήφ που πηγαίνουν τον 40ήμερο Ιησού στο Ναό για ευλογία. Από τη δεκαετία του ΄60 όμως και μετά ενισχύθηκε η δυτικόφερτη συνήθεια εορτασμού της 2ης Κυριακής του Μαΐου.

Ο Ελληνικός κινηματογράφος έχει φιλοξενήσει στις ταινίες του όλους τους τύπους μάνας. Σίγουρα όμως δύο είναι εκείνες που έχουν χαραχτεί στη μνήμη όλων μας. Η κλασική Ελληνίδα μάνα, Ελένη Ζαφειρίου και η μαμά του μαμάκια, Μαίρη Μεταξά.

 

 

 

Ελένη Ζαφειρίου – Η Εθνική μας μάνα

Ηθοποιός με απίστευτη καλλιτεχνική παιδεία και τεράστια υποκριτικά προσόντα, σφράγισε την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ως η μαυροφορεμένη μάνα όλων σχεδόν των πρωταγωνιστών. Η Ελένη Ζαφειρίου έπαιξε σε μια ατελείωτη σειρά ταινιών, από τις καλύτερες ως πραγματικά τις χειρότερες, κυρίως για να βγάζει χρήματα για να μένει στο Εθνικό θέατρο με την ελάχιστη αμοιβή και τους μεγάλους ρόλους. Για δύο περίπου δεκαετίες ενσάρκωσε τη φτωχή και δυστυχισμένη μάνα, χωρίς ωστόσο να ξεχνάμε και τους ρόλους της ως πλούσια και μεγαλοαστή μητέρα στις ταινίες του Φίνου: «Η θεία από το Σικάγο», «Η Καφετζού», «Η Κυρά μας η μαμή», «Ο Κατήφορος», «Νόμος 4000» και το «Παρελθόν Μιας Γυναίκας».

Ποια ήταν όμως η αληθινή ιστορία αυτής της γυναίκας;…Η Ελένη Ζαφειρίου γεννήθηκε στη Λάρισα το 1916. Δεν γνώρισε τη βιολογική της μητέρα γιατί πέθανε στη γέννα της. Τα πρώτα χρόνια έζησε με τον πατέρα της και τα αδέλφια της, χρόνια δύσκολα όπως άλλωστε τα περιέγραψε και η ίδια στην αυτοβιογραφία της. Πολύ σύντομα όμως και ενώ ήταν ακόμη στη νηπιακή ηλικία υιοθετήθηκε από την ηθοποιό Κυριακούλα Ζαφειρίου, η οποία είχε επισκεφθεί τη πόλη της Λάρισας, και τυχαία βλέποντας την τραγική κατάσταση της μικρής Ελένης ζήτησε από τον πατέρα της να την υιοθετήσει. Μετά το απαραίτητο συμφωνητικό στο συμβολαιογράφο, η ηθοποιός πήρε τη κηδεμονία της μικρής. Η Ελένη μεγάλωσε μέσα στα θέατρα ακολουθώντας συνεχώς τη μητέρα της στις περιοδείες της ανά την  Ελλάδα, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που εμφανιζόταν σε κάποιες  παραστάσεις όπου χρειάζονταν παιδικό ρόλο.

 

 

Φοίτησε στη Δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου και ακολούθησε μια λαμπρή καριέρα στο θεατρικό σανίδι, ερμηνεύοντας κυρίως ρόλους σε έργα κλασικού ρεπερτορίου. Αρχικά στο Εθνικό (1936-1943) αλλά και στο ελεύθερο θέατρο σφράγισε την ιστορία του μεταπολεμικού θεάτρου. Το 1955 επέστρεψε στο Εθνικό για να παραμείνει ως το 1978. Ο κινηματογράφος μπαίνει στη ζωή της με την ιδιαίτερη ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου, «Πικρό Ψωμί» (1951). Ταινία με στοιχεία νεορεαλισμού, που τότε στοίχισε στη παραγωγό εταιρεία 420.000 δραχμές. Για την ιστορία ο συμπρωταγωνιστής της Ζαφειρίου, ο Στρατής Φλώρος πέθανε προτού ολοκληρωθούν τα γυρίσματα. Το γεγονός αυτό ανάγκασε το σκηνοθέτη να γυρίσει τα τελευταία πλάνα με κάποιον αντικαταστάτη που έπαιζε πλάτη προς τη κάμερα. Χρόνια αργότερα η Ελένη Ζαφειρίου χαριτολογώντας σε συνέντευξη της έλεγε ότι χάρη στο «Πικρό ψωμί» έφαγε γλυκό ψωμί στα κατοπινά χρόνια.

Με τη Φίνος Φιλμ η συνεργασία της θα ξεκινήσει τη διετία 1951-52 με τις ταινίες: «Νεκρή Πολιτεία» και « Η Αγνή του Λιμανιού». Το 1958 γοητεύει κοινό και κριτικούς με το ρόλο της στο κινηματογραφικό αριστούργημα του Μιχάλη Κακογιάννη «Το τελευταίο ψέμα». Ο ρόλος της υπηρέτριας τη σημάδεψε ίσως περισσότερο απ΄όλους. Η συνεργασία της με τον Φίνο υπήρξε ιδιαίτερη καθώς ο Φιλοποίμην την εκτιμούσε απεριόριστα. Στην ταινία «Τζένη Τζένη»(1966), τα γυρίσματα της οποίας έγιναν στις Σπέτσες ο Φίνος της πλήρωνε καθημερινά θαλάσσιο ταξί για να πηγαινοέρχεται στην Επίδαυρο, όπου έδινε παραστάσεις!

Από την υπόλοιπη φιλμογραφία της ξεχωρίζουν οι ταινίες: «Το κορίτσι με τα μαύρα»(1956), «Ξύπνα Βασίλη»(1969), «Ο Αστραπόγιαννος»(1970) και «Υπολοχαγός Νατάσα»(1970). Η τελευταία ταινία της στο Φίνο είναι ένας μικρός ρόλος στο κοινωνικό δράμα «Ο Εχθρός του λαού»(1972). Μεγάλο κομμάτι της καλλιτεχνικής προσφοράς της ήταν και η συμμετοχή της στις ταινίες της Κλάκ Φιλμ δίπλα στο Νίκο Ξανθόπουλο. Όχι από τις καλύτερες παραγωγές αλλά που ωστόσο της εξασφάλιζαν οικονομική άνεση για να απολαμβάνει τη θεατρική της καριέρα στο Εθνικό και τις πολυάριθμες συμμετοχές της στην Επίδαυρο, που όμως της απέφεραν πενιχρές οικονομικές απολαβές.

 

 

Με το τέλος της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά δεν ήταν λίγες οι φορές που η Ελένη Ζαφειρίου συμμετείχε σε αξιόλογες τηλεοπτικές παραγωγές. Χαρακτηριστικός παρέμεινε ο ρόλος της «Καμπουρίτσας» που ερμήνευσε στη σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Βασίλη Γεωργιάδη αλλά και οι εμφανίσεις της στα σίριαλ του Γιάννη Δαλιανίδη «Τα Καθημερινά»(1983), «Το τρίτο στεφάνι»(1995) και «Το χρώμα του φεγγαριού»(1996).

Η προσωπική της ζωή δεν απασχόλησε ποτέ κανέναν αφού η Ελένη είχε κερδίσει το κοινό της με τη στιβαρή παρουσία της και  με την υψηλή καλλιέργεια της. Έφυγε από τη ζωή κερδίζοντας για πάντα τον τίτλο της «Εθνικής μάνας», στις 2 Σεπτεμβρίου 2004. Το θαυμάσιο υποκριτικό της ταλέντο και η εκφραστική παρουσία της, θα την ταξιδεύουν, μέσα από τις ταινίες της, στην αιωνιότητα!!!

 

 

Μαίρη Μεταξά – Η υπερπροστατευτική μάνα!!!

 

Υπάρχουν κάποιοι ηθοποιοί που ποτέ, δε γυρίστηκε ταινία πάνω τους, που ποτέ ή σχεδόν ποτέ, δεν ασχολήθηκαν  μαζί τους τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μία από αυτές, τις δευτεραγωνίστριες ήταν η Μαίρη Μεταξά. Η κινηματογραφική μητέρα του Κώστα Βουτσά. Η Πολίτισσα μάνα που έκανε κεφτέδες και χαλβά στο γιόκα της και στη θάλασσα τον συμβούλευε να μην πηγαίνει στα βαθιά. Το 1969 είναι η Πολυξένη Κοπέογλου, η μαμά του Ευτύχιου αλλά και της Ζωζώκας στην ταινία της Φίνος Φιλμ «Το Ανθρωπάκι».

Δύο χρόνια πριν είχε μαγέψει το κινηματογραφόφιλο κοινό με την ερμηνεία της στη θεότρελη κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη «Νύχτα γάμου» , ως η πολίτισσα μαμά του Βουτσά, που φροντίζει να του δώσει φουντούκια για την «πρώτη του νύχτα». Το κωνσταντινοπολίτικο  αξάν της αφήνει εποχή.

Ποια ήταν όμως αυτή η υπέροχη ηθοποιός που όλοι λατρέψαμε ως υπερπροστατευτική μητέρα που ανατρέφει ένα μαλθακό γιο;

Η Μαίρη Μεταξά γεννήθηκε το 1912 (κατά άλλους το 1910) στην Βόρεια Θράκη  – τότε Ανατολική Ρωμυλία. Υπήρξε παιδί αστικής οικογένειας. Οι γονείς της ,της πρόσφεραν πλούσια μόρφωση. Γράφτηκε στο σωματείο Ελλήνων ηθοποιών το 1933, καθώς είχε προηγηθεί το ντεμπούτο της στο θέατρο σε οπερέτα, ως …μπαλαρίνα, το 1928. Στα χρόνια του 30 έκανε αισθητή τη παρουσία της στο νούμερο «Οι νέες γυναίκες» δίπλα στη Νανά Σκιαδά και την Ήρα Μαρκοπούλου. Θα ακολουθήσει μία περιοδεία με το θίασο του Παρασκευά Οικονόμου με την επιθεώρηση «Περιπλανώμενος Αθηναίος».

 

 

Ο κινηματογράφος θα αργήσει να μπει στη ζωή της. Μόλις το 1958, ο Αλέκος Σακελλάριος θα της δώσει ένα μικρό ρόλο στη  «Κυρά μας τη μαμή». Ο ρόλος μιας  απελπισμένης χωριάτισσας μητέρας που έχει φέρει το μωρό της να το κάνει καλά η μαμή(Γεωργία Βασιλειάδου).Θα ακολουθήσουν μικροί ρόλοι στα φιλμ: «Αστέρω», «Το Ξύλο Βγήκε Από Τον Παράδεισο», «Το Κλωτσοσκούφι» και η «Μανταλένα»(όλες στη Φίνος Φιλμ, με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη).

Το 1962 είναι η μητέρα της Τζένης Καρέζη στη θρυλική κωμωδία «Η Νύφη Το ‘Σκασε». Ο Γιάννης Δαλιανίδης την ανακάλυψε σχετικά αργά, όταν το 1966 παίζει για πρώτη φορά τη μάνα του Κώστα Βουτσά στο μιούζικαλ «Οι Θαλασσιές Οι Χάντρες». Η μεγάλη στιγμή όμως για τη Μαίρη θα ρθει το 1967, όταν ο Δαλιανίδης της χαρίζει το ρόλο της Πηνελόπης Ιορδανίδου στη ταινία «Νύχτα γάμου». Η Μαίρη Μεταξά είναι η ιδανική υπερπροστατευτική μάνα με τις αυθόρμητες Πολίτικες λέξεις και φράσεις και δένει απόλυτα με τον κινηματογραφικό γιο της Κώστα Βουτσά,ο οποίος με τη σειρά του αποδίδει τέλεια τον ρόλο τού “μαμάκια”. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 11 Δεκεμβρίου 1967 και σπάει τα ταμεία με 525.647 εισιτήρια,στις αίθουσες πρώτης προβολής.

Γοητευμένος ο Φίνος από την επιτυχία του φιλμ, δύο χρόνια αργότερα «βάζει» τους  Μαίρη Μεταξά και Κώστα Βουτσά να επαναλάβουν τους ρόλους της μάνας και του γιου στο «Ανθρωπάκι». Εδώ πλέον μιλάμε για μία αριστουργηματική ταινία, η οποία σατιρίζει την πληθώρα φτηνών ταινιών που γυρίζονταν τότε, όταν ο καθένας πουλούσε ένα οικόπεδο στο χωριό του για να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο.

Τη «μάνα» του Βουτσά θα παίξει και στις ταινίες: «Ο Ψεύτης» , «Το πιο λαμπρό μπουζούκι» και  «Ο άνθρωπος της καρπαζιάς». Μαζί με τον Κώστα Βουτσά έπαιξε και σε αρκετά θεατρικά έργα, ενώ τελευταία ταινία της ήταν «Ο Κώτσος στην ΕΟΚ» το 1980. Αξέχαστη θα μείνει και από την τηλεοπτική σειρά «Ο Ονειροπαρμένος»(1973 – ΥΕΝΕΔ), μια σειρά με τεράστια θεαματικότητα, όπου πάλι ως μητέρα του Βουτσά ενθουσιάζει το κοινό. Ο ρόλος της «Κυρίας Τούμπου» γράφει ιστορία… Φυσικά οι εμφανίσεις της και σε άλλες ταινίες αφήνουν εποχή με την πληθωρική της παρουσία και τους χαρακτηριστικούς κραυγαλέους δεύτερους ρόλους της.

 

 

Η προσωπική της ζωή δεν απασχόλησε ποτέ τον τύπο της εποχής. Δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε ποτέ παιδιά, παρότι ο ρόλος που την καθιέρωσε ήταν αυτός της αιώνιας Ελληνίδας μάνας που της αρέσει να επεμβαίνει στα πράγματα και τη ζωή των παιδιών της. Στα τέλη της δεκαετίας του 70 και μόλις έχει πάρει τη σύνταξη της, αποσύρετε από την καλλιτεχνική ζωή. Λίγο μετά τη Πρωτοχρονιά του 1987 εισήχθη στη Πνευμονολογική Κλινική του Σισμανόγλειου με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα. Ήταν παθιασμένη καπνίστρια. Χαρακτηριστικό είναι ότι όλες τις μέρες που νοσηλευόταν μέχρι και τη στιγμή που πέθανε δεν την επισκέφτηκε κανείς.

Έφυγε από τη ζωή στις 10 Ιανουαρίου έχοντας στο πλευρό της τον λατρεμένο «κινηματογραφικό» της γιο ,τον Κώστα Βουτσά και λίγους συναδέλφους της. Στον επικήδειο που εκφώνησε ο σπουδαίος ηθοποιός Αρτέμης Μάτσας είπε μεταξύ άλλων: «Έφυγες τυλιγμένη στη μοναξιά. Αλλά ο θάνατος στην εποχή μας θέλει δημόσιες σχέσεις»! Λίγη ώρα αργότερα στην αίθουσα του κοιμητηρίου δεν προσφέρθηκε καφές γιατί δεν υπήρχε κανείς συγγενής για συλλυπητήρια!

Κοντούλα και πολύ παχουλή αλλά γεμάτη από ταλέντο, έγινε σύμβολο μάνας και στο δικό της πρόσωπο, όλοι βλέπουμε τη δική μας μάνα που δεν θα χαριζόταν σε κανένα και για τίποτα.