Νίκος Γκάτσος, μια εξαιρετική περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Το πραγματικό μέγεθος του Γκάτσου δεν μπορεί να προσδιοριστεί αν δεν λάβει κανείς υπόψη το σύνολο του έργου του, ως στιχουργού, αρθρογράφου, μεταφραστή.
Ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής, ο Νίκος Γκάτσος παραμένει μία ξεχωριστή περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Με μία και μόνο ποιητική σύνθεση στο ενεργητικό του, την περίφημη και αξεπέραστη «Αμοργό», που έγραψε την περίοδο της Κατοχής, θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους ποιητές της χώρας μας.
Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1911, κατ’ άλλους στις 30 Απριλίου 1915, στα Χάνια Φραγκόβρυσης (Κάτω Ασέα) Αρκαδίας. Τελείωσε το Δημοτικό στο χωριό του και το Γυμνάσιο στην Τρίπολη, όπου μυήθηκε στη λογοτεχνία και έμαθε μόνος του ξένες γλώσσες. Στη συνέχεια μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε ήδη μελετήσει Παλαμά, Σολωμό, δημοτικό τραγούδι αλλά και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ποίηση. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθμός» (1933).
Το 1943 ήρθε σε επαφή με λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και κυκλοφόρησε την μία και μοναδική ποιητική του σύνθεση «Αμοργός», που προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον και του χάρισε περίοπτη θέση στο Πάνθεον των ελλήνων ποιητών. Λέγεται ότι το μακρύ αυτό ποίημα γράφτηκε μέσα σε μόλις μια νύχτα με το σύστημα της «αυτόματης γραφής», που χρησιμοποιούν οι σουρεαλιστές δημιουργοί. Αν και κατακρεουργήθηκε το 1943 υμνήθηκε λίγα χρόνια αργότερα και εκδόθηκε σε 308 αντίτυπα από τις Εκδόσεις Αετός, για να επανεκδοθεί από το 1963 και ύστερα από τις Εκδόσεις Πατάκης.
«Μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου» χαρακτήρισε την «Αμοργό» ο στενός φίλος του Μάνος Χατζιδάκις, «επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου». Με την «Αμοργό» κλείνει και ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος του ελληνικού υπερρεαλισμού, που είχε ανοίξει με τον Νικήτα Ράντο, τον πρώιμο Ελύτη, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο.
«Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω,
εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα
και χορέψαμε μεσ’ τους καλοκαιριάτικους κάμπους,
πάνω στην θερισμένη καλαμιά».
Από τότε έως τον θάνατό του, ο Γκάτσος δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα: «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963). Τη λυρική του φλέβα ο Νίκος Γκάτσος τη διοχέτευσε στους στίχους τραγουδιών, καταργώντας συχνά τα όρια ποίησης και στιχουργίας. Το έργο του είναι εντυπωσιακό σε ποσότητα και ποιότητα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και άλλοι συνθέτες μελοποίησαν στίχους του, που τραγουδήθηκαν από δημοφιλείς καλλιτέχνες και έγιναν μεγάλες επιτυχίες («Αθανασία», «Της γης το χρυσάφι», «Ρεμπέτικο», «Αρχιπέλαγος», «Πήρες το μεγάλο δρόμο», «Πορνογραφία», «Λαϊκή Αγορά», «Η Μικρή Ραλλού», «Μια γλώσσα, μια πατρίδα», «Αν θυμηθείς τ’ ονειρό μου», «Η νύχτα», «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά», «Αντικατοπτρισμοί», «Το κατά Μάρκον», «America, America», «Χάρτινο το Φεγγαράκι», «Πάει ο καιρός» κ.ά.).
Σπουδαίο είναι και το μεταφραστικό του έργο, το οποίο δοκιμάστηκε επί σκηνής. Μετέφρασε για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («Ματωμένος Γάμος», «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), Αύγουστο Στρίνμπεργκ («Ο Πατέρας»), Ευγένιο Ο’ Νηλ («Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα»), Λόπε ντε Βέγκα («Φουέντε Οβεχούνα») και Τενεσί Ουίλιαμς («Λεωφορείο ο Πόθος»).
Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1992 και τάφηκε στη γενέτειρά του. Θα μείνει για πάντα σαν ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του ελληνικού ποιητικού υπερρεαλισμού και μια εξέχουσα μορφή του ελληνικού ποιοτικού τραγουδιού…
Εργογραφία
«Όλα τα τραγούδια» (εκδόσεις Πατάκη): Περιλαμβάνει το σύνολο των τραγουδιών του Νίκου Γκάτσου, γνωστά και ανέκδοτα.
«Αμοργός» (Εκδόσεις Πατάκη)
Αφιέρωμα Δημόσιας Ελληνικής Τηλεόρασης (Παραγωγή 2000)