Παρά το γεγονός ότι η αρνητική απάντηση του Ιωάννη Μεταξά προς τους Ιταλούς, έχει ερμηνευθεί ποικιλότροπα από ιστορικούς και μελετητές, είναι επίσης γεγονός ότι ενέπνευσε μεγαλοψυχία και μεγάλο πατριωτισμό στους Έλληνες.

 

Εκτός των άλλων, προκύπτει ότι η Ελλάδα ήταν προετοιμασμένη για πόλεμο, ενώ και όποια βοήθεια της προσφέρθηκε από την σύμμαχο Αγγλία έναντι των απαιτήσεων που είχε στην πραγματικότητα ο Μεταξάς,  εκτιμήθηκε ότι θα μπορούσε να της κάνει κακό παρά κάποιο καλό και τελικά την απέρριψε.  

Ως εκ τούτου, ο αγώνας του ελληνικού στρατού κατέληξε να ήταν επίπονος και σημαντικός ως προς την προσπάθεια και τη γενναιότητα, κάτι που ενέπνευσε και αρκετούς δημιουργούς να φτιάξουν τα τραγούδια που περιέγραφαν αυτήν την εποχή. Τραγούδια που ήταν ταυτόχρονα με χαρακτήρα ανάτασης της ψυχής και για τους στρατιώτες αλλά και για τον κόσμο, κοροϊδευτικά προς τον αντίπαλο, με στίχους γεμάτους περηφάνια και ορμηνεμένους με θάρρος. Εν μία νυκτί σταμάτησαν να κυκλοφορούν τραγούδια για τον έρωτα και άλλα καθημερινά, ο πόλεμος σκίαζε ακόμα κι αυτό το τραγούδι, που πάντως έπαιξε τον ψυχολογικό ρόλο του όπως είπαμε.

Πρώτη και καλύτερη, η αποκαλούμενη και “Τραγουδίστρια της Νίκης”, η Σοφία Βέμπο, η οποία για την εποχή εξελίσσεται σε εθνική φωνή. Το περίφημο “Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά” γίνεται κάτι σαν εθνικός ύμνος, βασισμένο στη μελωδία “Ζεχρά” της Σοφίας Βέμπο, σε στίχους Μίμη Τραϊφόρου και μουσική Μιχάλη Σουγιούλ. Οι τελευταίοι στίχοι, όπως τους είχε γράψει αρχικά ο Τραϊφόρος έλεγαν «Αν δεν ρθήτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ». Η Βέμπο θεώρησε ότι ήταν υπερβολικοί για τους πολεμιστές και έτσι ζήτησε από τον Τραϊφόρο να τους αλλάξει, με αυτούς που ξέρουμε και σήμερα «Με της νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά».

 

 

Το πασίγνωστο τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι», δεν είναι ελληνικό, αλλά ιταλικό, ενώ ο αρχικός του τίτλος ήταν “Στη Ρώμη”. Τους στίχους «πείραξε» αριστοτεχνικά ο στιχουργός του Γιώργος Οικονομίδης, ο οποίος πήρε ένα πολύ γνωστό ιταλικό τραγούδι, το «Reginella-campagnolla» και πάνω στη μουσική του (που είχε γράψει ο Eldo Di Lazzaro) προσάρμοσε ελληνικούς στίχους με σατιρικό για τους Ιταλούς μήνυμα. Το τραγούδησε ο σπουδαίος Νίκος Γούναρης. Όμως αυτή η μελωδία τον προηγούμενο χρόνο είχε παιχτεί και σε θεατρική παράσταση, με την Ρένα Βλαχοπούλου να το ερμηνεύει ως “Μικρή χωριατοπούλα” σε ρυθμό φοξ τροτ, ενώ δισκογραφικά το ερμήνευσε αμέσως μετά ο Φώτης Πολυμέρης με τον τίτλο αυτόν. Η ιστορία του έχει ξεκινήσει νωρίτερα μέσα στη χρονιά του 1940, καθώς το διασκευάζει στιχουργικά ο Σπύρος Περιστέρης και του δίνει ρεμπέτικο τόνο για τις φωνές των Βαμβακάρη και Παγιουμτζή, με τον ευφάνταστο τίτλο “Μανάβισσα και γαϊδουράκι”. Παρά τις τονικές διαφορές του, προς τιμήν του ο Περιστέρης αναφέρει σαν συν-συνθέτη τον “Ντι Λατσάρο”.

 

Σαν τα προηγούμενα υπάρχουν αρκετά τραγούδια όμως, που υπήρχαν με κάποιον τρόπο και για την άμεση ανάγκη να κυκλοφορήσουν τραγούδια αλλά και με γνωστούς μελωδικούς σκοπούς ή ακόμα ακόμα με χαρούμενες μελωδίες. Κάτι τέτοιο ήταν το “Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του” που επίσης έκανε επιτυχία η Βέμπο, σε στίχους του Γιώργου Θίσβιου, κοροϊδεύοντας τους διαλόγους Μουσολίνι και του γαμπρού του Τσιάνο. Η μελωδία προερχόταν από το τραγούδι “Πλένει η Βάσω τα προικιά της” που είχε γράψει ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης προπολεμικά.

 

Οι ρεμπέτες υπήρξαν δυναμικοί σε αυτόν τον τομέα, κάπως έτσι ο “Αντώνης ο βαρκάρης ο Σερέτης” του Σπύρου του Περιστέρη, έγινε “Μπενίτο μου” με στίχους για την εκτέλεση αυτή από τον Μίνωα Μάτσα και ερμηνεία από τον Μάρκο Βαμβακάρη.

Το “Γεια σας φανταράκια μας” με Βαμβακάρη και Χατζηχρήστο, δημιουργήθηκε πάνω στο “Καραντουζένι” του Μάρκου Βαμβακάρη από το 1933. Ιστορική η σημασία του σαν τραγούδι, βγήκε στη δισκογραφία για πρώτη φορά ο Μάρκος με την ΟΝΤΕΟΝ-PARLOPHON παρότι είχε ηχογραφήσει πιο πριν με την COLUMBIA και τη His Master’s Voice οι οποίες ωστόσο δεν κυκλοφόρησαν αμέσως τα τραγούδια (ΕΦΟΥΜΑΡΑΜ’ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ, ΤΑΞΙΜ ΣΕΡΙΦ, ΜΟΡΤΙΣΣΑ ΧΑΣΙΚΛΟΥ) που είχαν ηχογραφήσει, παρά μόνο μετά την επιτυχία που είχε το ΚΑΡΑΝΤΟΥΖΕΝΙ και τα άλλα δύο.

Ο Δημήτρης Περδικόπουλος ερμηνεύει το “Ψηλά στ’ αλβανικά βουνά”, βασισμένο πάνω στο τραγούδι του Τσιτσάνη “Σιγά καλέ την άμαξα” που είχε τραγουδήσει ο Περιδκόπουλος το 1937, ένα καλαματιανό που ιστορικά έχει σημαντική αξία αφού ο Τσιτσάνης κάνει την πρώτη του ηχογράφηση σε δίσκο παίζοντας μπουζούκι.

Το “Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες” του Αττίκ, για τις ανάγκες της πολεμικής επιθεώρησης έγινε:

Μυρωμένα τυριά γκοργκοντζόλες, μας αφήκαν για κληρονομιά,

το κακό είναι που μουχλιάσαν όλες, και θυμίζουν φασιστική βρομιά…

Τουλάχιστον έτσι το τραγούδησε η Κάκια Μενδρή.

Το 1973 η Μαρινέλλα, ερμηνεύει το εκπληκτικό τραγούδι “Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός”. Με τον ρωμαλέο αυτόν στίχο, ο αείμνηστος Πυθαγόρας, αναφέρεται στον πρώτο Έλληνα νεκρό του Αλβανικού πολέμου, από τις τάξεις των εφέδρων, στον ηρωικό νησιώτη, τον Αμοργιανό Μιχάλη Πράσινο, από τα Κατάπολα της μικρής Αμοργού. Που “έπεσε” δίπλα στον επίσης νησιώτη, (τι σύμπτωση κι΄αυτή) τον Αλέξανδρο Διάκο, τον πρώτο νεκρό του πολέμου από τις τάξεις των μονίμων, από την επίσης μικρή αλλά ηρωική Σύμη.

Στις 5.30 πρωϊνήν, μισή ώρα πριν την εκπνοή του Ιταλικού τελεσιγράφου, τα Ιταλικά στρατεύματα εισέβαλλαν στην Ελλάδα.

«Το Πρώτο Πολεμικό Ανακοινωθέν. 

Εδώ, Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών. Έκτακτον Ανακοινωθέν.»

Η Ελλάς από τις 6ης πρωϊνής σήμερον, ευρίσκεται εις εμπόλεμον κατάστασιν προς την Ιταλίαν.

Αι Ιταλικαί Στρατιωτικαί Δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5.30 σήμερον ημετέρα τμήματα προκαταλήψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου.

«Αι ημέτεραι Στρατιωτικαί δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου εδάφους.»

Κάπως έτσι αρχίσαν όλα…