Είχα εξαρχής την ίδια άποψη με τον Βίλας Μπόας, προπονητή της αντιπάλου του Ολυμπιακού, της Μαρσέιγ στο Champions League 2020-21. Η UEFA, η FIFA και όλες οι ομοσπονδίες ποδοσφαίρου στον κόσμο, θα πρέπει να αποσύρουν πλέον το νούμερο 10 από τη δυνατότητα να υπάρχει σε φανέλες. Και να δοθεί ξανά σε κάποιον με τιμές, αν εμφανιστεί ποτέ ξανά κάτι παρόμοιο.
Η φυγή του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. του “Ντιεγκίτο”, του “μάγου της μπάλας”, του «El Pibe de Oro», του χρυσού παιδιού δηλαδή, δεν εξελίχθηκε σε κάτι αναμενόμενο ή συνηθισμένο. Σίγουρα δεν ήταν “Θεός” αφού αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος τρωτός κι αφού οι “Θεοί δεν πεθαίνουν ποτέ” όπως έλεγε κι ο αείμνηστος Εντουάρντο Γκαλεάνο, αλλά όμως ήταν το “κάτι άλλο” αφού και οι ηλικιωμένες γυναίκες ανά τον κόσμο ξέρουν τι είναι “Μαραντόνα”, ίσως δεν ξέρουν τι είναι Τραμπ… Εμείς της γενιάς του πάντως ξέρουμε καλά για το “10 το καλό”, νομίζω ένα δάκρυ χύθηκε απ’ όλους ή τους περισσότερους, αφού πραγματικά κάπου εδώ ολοκληρώθηκε μια εποχή. Κάποιοι το τοποθετούν στην ολοκλήρωση της καριέρας ενός ποδοσφαιριστή και μάλιστα τόσο σπουδαίου. Όμως το 1997 όταν έγινε αυτό στο “Μπομπονέρα”, ο Μαραντόνα έγινε η τελευταία αλλαγή στην καριέρα του δίνοντας τη φανέλα του (και μάλλο το χρίσμα) στον Ρικέλμε, σπουδαίος κι αυτός αλλά όχι έτσι. Αυτή η φανέλα δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από κανένα τύπου Ρικέλμε, όσν κι αν τον σέβομαι εγώ και όσοι τον είδα,. Ούτε καν από τον σημερινό Μέσι, δημιούργημα της “Μασία” της Μπαρτσελόνα, δημιούργημα για Playstation συστήματα αν και ομολογουμένως είναι ότι καλύτερο υπάρχει τα τελευταία χρόνια μαζί ίσως με τον CR7 Ρονάλντο. Αλλά νομίζω κι εκτιμώ συγκρίνουμε ανόμοια πλέον θέματα. Και επανερχόμενος επιμένω, έτσι κλείνει μια εποχή για όλους μας…
Στην ψυχολογία των οπαδών αλλά και των ανθρώπων γενικότερα, τα είδωλα υπάρχουν για να αποθεώνονται και να αποτελούν πρότυπα. Πρότυπο όμως δεν τον λες τον Ντιεγκίτο, δε θα μπορούσε να είναι. Έμπνευση θα τον πεις όμως, θέλω να τον βλέπω πάλι θα το πεις. Και μάλιστα και μετά την ολοκλήρωση της καριέρας του, σε άσχημες στιγμές. Τότε που έδειξε αυτό, ότι δεν είναι Θεός, αν και έζησε έτσι. Με μια γνωστή και χιλιοπαιγμένη αρχική ιστορία, όντας το φτωχόπαιδο του Μπουένος Άιρες με το πλούσιο ταλέντο, εξελίχθηκε σε μορφή που τουλάχιστον δυο λαοί τον προσκύνησαν γιατί απλά τους έκανε περήφανους μέσα από τα κατορθώματά του, φορώντας μια φανέλα με το 10 και τα χρώματα που αγαπούσαν, σημαίας ή σωματείου. Οι Αργεντίνοι στο σύνολό τους είχαν θέση στο Πάνθεο για τον Ντιέγκο για πολλούς λόγους, ακόμα κι αν υποστήριζαν την Ρίβερ Πλέιτ κι όχι τη μισητή Μπόκα που λάτρεψε ο Μαραντόνα. Ξεκινώντας το μύθο του από το 1978 που η χούντα του Βιντέλα δεν τον άφησε να παίξει στο Παγκόσμιο που κατέκτησε στο Μπουένος Άιρες, γιατί ήταν λέει μικρός στα 18 του ακόμα. Κι ας ήταν ήδη ο σπουδαιότερος παγκόσμιος “ρούκι” της μπάλας που ακόμα κι ο Πελέ του το είχε αναγνωρίσει. Ο Μαραντόνα δεν ήταν φιλοχουντικός, δεν υπήρξε ποτέ εξάλλου τακτικός και οργανωμένος, αργότερα κοντά στον Κάστρο έδειξε τα πραγματικά του πιστεύω, ήταν παιδί της αλάνας και αυτήν την μπάλα έμαθε να παίζει, αυτό γούσταραν και όλοι όσοι τον έβλεπαν τα επόμενα χρόνια. Την αλήτικη μπάλα που έπαιζε. Άλλωστε αυτό του στέρησε μια δυνατότητα μετά την ολοκλήρωση της καριέρας του, να γίνει δηλαδή καταξιωμένος προπονητής. Δεν καταλάβαινε από τακτική στο ποδόσφαιρο, κάτι που ερχόταν μετά τα χρόνια τα δικά του. Κι αυτό το βλέπεις σήμερα με τους υπεραθλητές τύπου Ρονάλντο, όχι απαραίτητα με τα ταλέντα. Φτάνοντας στο 1982, η Αργεντινή μιλούσε για επανάληψη της κατάκτησης του τίτλου, έχοντας πια στις τάξεις της ότι καλύτερο υπήρχε μακράν, από την εποχή του Πελέ κι ας αδικήθηκαν με αυτά τα λόγια ο Γιόχαν Κρόιφ και ο Τζορτζ Μπεστ.
Αν σχεδίαζε κανείς τον μύθο του Ηρακλή στο ποδόσφαιρο, θα έβρισκε τον μυθικό ημίθεο να φτάνει στο σταυροδρόμι της Αρετής και της Κακίας ή σε ένα σταυροδρόμι αντίθετων δρόμων. Ο Κρόιφ υπήρξε ένας φιλόσοφος του ποδοσφαίρου και άνθρωπος προσηνής και πάντα ενημερωμένος, αυτός ήταν που δημιούργησε την Μπαρτσελόνα των επόμενων χρόνων. είχε το όραμα. Ο απίστευτος ποδοσφαιριστής Τζορτζ Μπεστ στον αντίποδα, είχε πάθη. Το ποτό και τις γυναίκες, ίσως κι άλλα που δεν ήταν και τόσο γνωστά. Αν αξιολογήσει κανείς τον Ντιεγκίτο που ήξερε αυτές τις προσωπικότητες, μάλλον διάλεξε την ευφορία του Μπεστ. Και οι τρεις τους έφυγαν σε μικρή ηλικία, μεταξύ 59 και 68 χρόνων.
Το 1982 λοιπόν ο Ντιέγκο απογοήτευσε τη χώρα του, αφού αποβλήθηκε στο παιχνίδι με την Βραζιλία και χάθηκε ο τίτλος. Ο μύθος πάντως καλά κρατεί και είχε αρχίσει να εξελίσσεται και στα ευρωπαϊκά γήπεδα και δή στην Μπαρτσελόνα που ήθελε να “αντιμετωπίσει” τη φοβερή Ρεάλ της εποχής. Ο Ντιέγκο κόντεψε να σταματήσει την μπάλα το 1983, όταν σε παιχνίδι με την Μπιλμπάο ο ιστορικά πια αναφερόμενος για το λόγο αυτό, Γκοϊκοετσέα σχεδόν του διέλυσε τον αστράγαλο. Σε διάψευση όλων όμως επανήλθε κι ας έχασε χρόνο.
Κι έμελε το 1986 να ζήσει όλη η ανθρωπότητα τη μέρα του καλού και του κακού σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Ομοιός του δεν θα υπάρξει εύκολα ούτε στο μέλλον. Σε έναν αγώνα με πρωταγωνιστές δύο εθνικές ομάδες αντίπαλες και στον πολιτικό στίβο εκείνη την εποχή λόγω των νησιών Φόκλαντ, την Αγγλία και την Αργεντινή. Σε έναν αγώνα που δυο συμβάντα έγραψαν μοναδική ιστορία, δυο γκολ από τον ίδιο. Το ένα χαρακτηρίστηκε το “χέρι του Θεού”, ένα άτιμο, πονηρό γκολ, το άλλο χαρακτηρίστηκε σαν το καλύτερο του αιώνα και μάλλον ακόμα παραπάνω. Ακόμη κι ο Σερ Μπόμπι Ρόμπσον ρωτήθηκε για το “χέρι του Θεού”, αλλά απάντησε: “Το άλλο το είδατε”; Πιθανόν να είναι το χέρι του Θεού και στα δύο, όμως έτσι μάθαμε ότι ένας ποδοσφαιρικός αγώνας διαρκεί τελικά μια αιωνιότητα. Αφού σήμερα δεκάχρονα παιδιά ψάχνουν πια στο You Tube για να δουν σε βίντεο το “άλλο”, αλλά και το “κακό”, το αλήτικο, το πονηρό. Αυτό που έκανε έναν ολόκληρο λαό να ομνύει στο όνομα του Αρμάντο Ντιέγκο Μαραντόνα, του “El Pelusa”, του μικρού Θεού Pibe.
Η Αργεντινή ήταν ο ένας λαός που to ένιωσε, ο άλλος ήταν ένας καταπιεσμένος λαός μιας πόλης που είχε ανάγκη από είδωλο κι ελπίδα. Η κακόφημη Νάπολη, πάντα μικρή μπροστά στον ιταλικό Βορρά, τον έκανε δικό της. Κι εκείνος δεν ήταν αχάριστος. Μόνος του πήρε πρωταθλήματα και ευρωπαϊκά κύπελλα, μόνος του μπλέχτηκε σε ότι πρωτοσέλιδο αφορούσε τη Μαφία και τον ίδιο, μόνος του αγάπησε αλλά και κόντεψε πολλές φορές να πεθάνει. Για το λαό της Νάπολης είχε βρεθεί το είδωλο που άλλαξε μια και καλή την ιστορία της, μπορεί να ήταν η Μαφία πίσω από όλα αυτά, ακριβώς για να φύγουν τα πρωτοσέλιδα από εκείνους. Όμως οι απλοί άνθρωποι ζούσαν και έκλαιγαν σε κάθε τρίπλα του Pelusa. Αν υπάρχει χαρακτηρισμός για αυτήν την παθολογική αγάπη που ένιωσαν γι’ αυτόν οι Ναπολιτάνοι, αυτήν που ακόμα και σήμερα αναφέρεται στη σύγχρονη ιστορία τους, είναι ο εθισμός. Σε μια παράλληλη ιστορία, ήταν η κοκαϊνη που εκείνος έπαιρνε και οι Ναπολιτάνοι εθίζονταν και διεγείρονταν λες και γινόταν μετάγγιση της σκόνης. Όχι άδικα από την άλλη, το ταλέντο του “αλανιάρη” δεν μπορούσε να χωρέσει σε κανένα σύστημα, κάτι τέτοιους τους αφήνεις ελεύθερους να αλωνίζουν και μάλλον έτσι σκέφτηκε κι ο Επουράνιος. Ο Πελέ υποσχέθηκε να παίξουν μαζί στους ουρανούς κάποια στιγμή.
Ο Manu Chao μάλλον έχει γράψει το καλύτερο τραγούδι για τον Ντιεγκίτο, αφού το “La Vida Tombola” περιγράφει μάλλον με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη “ζωή λαχείο” του Μαραντόνα, του ανθρώπου που λάτρεψε τον φίλο του τον Φιντέλ Κάστρο και τις ιδέες του. Του ίδιου ανθρώπου που ασπάστηκε τον Πάπα από την άλλη, εκείνου του οργισμένου τύπου που είδαμε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, όταν έβαλε γκολ στην Εθνική Ελλάδας, που δεν δέχτηκε να μποιραστεί το βραβείο του παίκτη του αιώνα με τον Πελέ, ήταν εγωιστής. Για πολλούς έχει δίκιο, αλλά στα πιο πολλά έφταιγε. Ο Πελέ κράτησε το προφίλ του με τρόπο που του απέφερε και του αποφέρει ακόμα όφελος, ο Μαραντόνα δεν διανοήθηκε ποτέ να παίξει το καλό παιδί. Μέχρι και με την UEFA τα έβαλε… Ζωή λαχείο λοιπόν.
Καλό ταξίδι μικρέ Θεούλη…