Οι διασκευές τραγουδιών κυρίως αφορούν τη μουσική, πολύ λιγότερες είναι οι περιπτώσεις αλλαγής στίχων και αυτές έγιναν κατ’ ανάγκην ή ακόμα και για αδιευκρίνιστο λόγο. Συνολικά η “άποψη” του καλλιτέχνη αφορά την οπτική επί των στίχων που αντανακλούν στον ψυχικό του κόσμο και θα ήθελε να τους αποδώσει με τον δικό του μουσικό τρόπο.
Εξ αυτού η σημερινή γενιά έχει βρει άπειρο χώρο από την αρχική προσέγγιση παλιότερων στίχων, από εποχές που αφορούσαν συγκεκριμένες καταστάσεις αλλά όπως προκύπτει και η εποχή μας φαίνεται να την αφορούν ίδιες καταστάσεις, τουλάχιστον σε τομείς όπως ο έρωτας (κυρίως), οι σχέσεις των ανθρώπων, οι κοινωικές δομές, αλλά κι η καθημερινότητα. Όμως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν σίγουρα οι αλλαγές σε μουσικά είδη, πολλές φορές τραγουδιών που θεωρούνται διαχρονικά ή ακόμα και συγκεκριμένου ύφους, που -αν θέλετε- δε θα φανταζόμασταν ποτέ ότι θα μπορούσαν να “είναι κι έτσι”.
Ξεκινώντας μια σειρά άρθρων που αφορούν τις διασκευές, θα ασχοληθούμε με όλο το εύρος. Ελληνική μουσική αλλά και ξένη μουσική και σε κάθε συνδυασμό. Ελληνικά με ελληνικά, ξένα με ξένα, ελληνικά από ξένα αλλά και ξένα από ελληνικά, αφού κι αυτά υπάρχουν και κάποιοι βρήκαν ενδιαφέρουσες τις δικές μας μουσικές προσεγγίσεις, ειδικά σκεπτόμενοι μεγάλους και σημαντικούς συνθέτες μας.
Στην αρχή θα ασχοληθούμε με τα εντός. Οι ελληνικές διασκευές φυσικά είναι άπειρες, όμως μπορεί κανείς να εστιάσει στις πιο ενδιαφέρουσες, αυτές που άλλαξαν μουσικό ύφος π.χ., ή αυτές που αφορούν διαχρονικά τραγούδια που ακούει ο κόσμος ακόμα και σήμερα διασκεδάζοντας. Επειδή δεν μπορούμε να τις σημειώσουμε όλες, θα χρησιμοποιήσουμε για τις ανάγκες αυτής της μελέτης κάποιες πολύ ενδεικτικές των “προθέσεων” των νεότερων έναντι στο παλιό τραγούδι ή σε μια σύνθεση που οι ίδιοι την βρήκαν ενδιαφέρουσα για να γίνει κάτι καλύτερο από αυτό που προσπάθησε το αρχικό.
Πήρα αφορμή λοιπόν από μια πολύ πρόσφατη διασκευή, η οποία κανονικά “δεν πειράζεται” και την άκουσα πολλές φορές. Είναι το περίφημο “Δε λες κουβέντα” των Δήμου Μούτση και Κώστα Τριπολίτη, που αρχικά ερμήνευσαν η Σωτηρία Μπέλλου και ο συνθέτης, αφήνοντας πίσω τους ένα τραγούδι έμβλημα. Που ωστόσο η Μπέλλου δεν το σεβάστηκε στην αρχή θεωρώντας το υποτιμητικό να λέει συνεχώς κάτι αρνητικό σε ένα τραγούδι, αυτό το “δεν” και “δεν” δηλαδή. Γι’ αυτό και όταν ολοκληρώθηκε έστειλε εξώδικο στην εταιρεία να μην κυκλοφορήσει το τραγούδι. Μόνο που δεν είχε ακούσει το ρεφρέν που τραγουδούσε και έγραψε χωριστά ο συνθέτης και το οποίο “διευθετούσε” ουσιαστικά το καταπληκτικό αυτό ερωτικό όπως εξελίχθηκε άσμα. Όταν το άκουσε ολόκληρο ζήτησε και συγνώμη!
Στον αντίποδα, μέχρι την πρόσφατη νέα ηχογράφηση των Opera Chaotique μαζί με την Δήμητρα Παπίου, το είχε ηχογραφήσει ξανά ο Φίλιππος Νικολάου χωρίς μουσικές αλλαγές, ενώ σε live εκτελέσεις το έχουμε ακούσει από πλειάδα καλλιτεχνών που το συμπεριλαμβάνουν στα προγράμματά τους, με σημαντικότερη ίσως εκτέλεση του Δημήτρη Μητροπάνου. Άλλα “ντουέτα” που το ερμήνευσαν ήταν οι Βελεσιώτου-Μητσιάς, οι Νταλάρας-Παπακωνσταντίνου, αλλά και οι Καρράς-Μακρόπουλος, ενώ μόνοι τους το ερμήνευσαν σε προγράμματά τους οι Γιάννης Χαρούλης, Μπάμπης Στόκας και τα αναφέρουμε γιατί αρκετά από αυτά δισκογραφήθηκαν σαν live προγράμματα, ποτέ όμως δεν υπήρξαν διαφορετικά από το αρχικό.
Οι Opera Chaotique εν έτει 2020 κυκλοφόρησαν το άλμπουμ “Στων διακαμένων σας χειλιών την άκρη” , το πρώτο ελληνικό τους, συμπεριλαμβάνοντας το “Δε λες κουβέντα”, με άλλο ήχο και μια ακόμα αλλαγή. Οι ίδιοι ερμήνευσαν τα κουπλέ της Μπέλλου και η Δήμητρα Παπίου τα ρεφρέν του Δήμου Μούτση. Η γεύση που μας μένει όμως είναι ότι το διαχρονικό αυτό τραγούδι “κέρδισε” ακόμα μια ζωή στην ήδη μεγάλη πορεία του. Με σεβασμό και ίσως μια άλλη οπτική στην ερωτική διάστασή του, παράγει έντονο συναισθηματισμό στην πλευρά των Opera Chaotique και χαλαρώνει τις ψυχές μας στην καταλυτική ερμηνεία της σπουδαίας Δήμητρας Παπίου. Συνεπώς ακόμα ένα κόσμημα για το ελληνικό τραγούδι.
Ήταν αλήθεια απροσδόκητο το τραγούδι που είχε διαλέξει να διασκευάσει ο αείμνηστος Λαυρέντης Μαχαιρίτσας στο άλμπουμ του “Άλλαξαν πολλά” το 2017. Ένα τραγούδι του “τροβαδούρου” Γιάννη Πάριου, που το ερμήνευσε πρώτος ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος και εν συνεχεία ο ίδιος ο Πάριος. Οι καταβολές του λαϊκές και αμιγώς λαϊκά ερωτικές, η πρώτη επιλογή του Μάκη Χριστοδουλόπουλου έδωσε στο τραγούδι αυτό μια οντότητα και διαχρονικότητα που λίγα τραγούδια έχουν γνωρίσει. Όταν ο Γιάννης Πάριος το ερμήνευσε το έκανε ακόμα μια φορά δικό του.
Ο Μαχαιρίτσας δεν τολμά ακριβώς, το “άλλαξε πολύ”. Με δύο λεπτά εισαγωγή μπάσου, χαμηλό φωτισμό στην εγγραφή, δίνει εικόνα και ήχο μιας τζαζορόκ στιγμής σε έναν στίχο επιτυχημένο και βγαλμένο και για τέτοια μοτίβα. Ο σεβασμός στην αρχική μορφή δίνεται μόνο και μόνο από το γεγονός ότι ξαναζωντανεύει με άλλο ήχο ένα τραγούδι “αεί” που γίνεται και “νυν”. Κι αν δεν ήταν ο Μαχαιρίτσας να το κάνει, δεν θα το έκανε κανείς, τέτοια τραγούδια δεν έχουν πειραχθεί ποτέ. Κι αν θέλετε, ανήκει στην κατηγορία του μόλις προηγούμενου, που θα το σκεφτεί πολύ κάποιος, θα έχει μια σπουδαία έμπνευση και θα γνωρίζει φυσικά πολλά καντάρια μουσική.
Όλοι οι Έλληνες το γνωρίζουν κι έχουν σιγοτραγουδήσει… «Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά τριγυρνάνε οι νταλίκες στην Αθήνα…». Η εξαιρετική μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου συνομιλεί με τους σπαρακτικούς και τόσο σημερινούς στίχους του αξέχαστου Μανώλη Ρασούλη. Το τραγούδι πρωτοακούστηκε το 1982 από τη φωνή του αείμνηστου επίσης Γιώργου Σαρρή, μεγαλύτερου αδελφού της Χαρούλας Αλεξίου, στο δίσκο «Παίξε Χρήστο επειγόντως».
Η Κορίνα Λεγάκη συγκέντρωσε τραγούδια που βρίσκονταν σε «αγρανάπαυση», τραγούδια που αγαπήθηκαν στο παρελθόν και σημάδεψαν τους δημιουργούς τους για διαφορετικούς λόγους το καθένα και τα επανέφερε στο προσκήνιο, δημιουργώντας ένα μωσαϊκό ήχων, τρόπων έκφρασης και νέων αναγνώσεών τους, απόλυτα μελετημένο και ταιριαστό.
Η περίπτωση της επιλογής αυτής από τον Γιώργο Ανδρέου όμως ήταν τολμηρή, για δυο λόγους. Διαφορετική προσέγγιση με σκοπό την αναγέννηση του υπέροχου αυτού στίχου, με προεξάρχουσα μάλιστα παρουσία του ντουντούκ, ενός παραδοσιακού οργάνου που ακούγεται έντονα στο τραγούδι, σε συνδυασμό με έναν ηγέτη του μπουζουκιού όπως ο Μανώλης Καραντίνης. Όμως και η “κόντρα” φωνή γυναίκας σε ένα αμιγώς βαρύ ζεϊμπέκικο και μάλιστα πολύ δυνατό, που είχε ταυτιστεί με τη φωνή του Σαρρή ήταν μεγάλο τόλμημα. Και τα δυο έχουν δώσει άλλον αέρα στο τραγούδι η αλήθεια είναι, όμως δε θα μπορούσε να “πειραχτεί” παραπάνω και νομίζω πως αυτό το αντιλήφθηκαν οι δημιουργοί του.
Εδώ είναι μια μεγάλη ιστορία. Το “Ήτανε μια φορά” αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε πολύ. Γράφτηκε για τις ανάγκες και ακουγόταν στους τίτλους της τηλεοπτικής σειράς “Οι έμποροι των εθνών” σε σκηνοθεσία του Κώστα Φέρρη, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. To γεγονός ότι το πρωτοτραγούδησε με τη στεντόρεια φωνή του ο Νίκος Ξυλούρης, σε μια ηχογράφηση που έγινε μια φορά. Η οποία περιέχει κι ένα λάθος γιατί ο Ξυλούρης κλήθηκε στην ύστατη στιγμή να την κάνει, οπότε χωρίς καμία πρόβα βγήκε το γνωστό αποτέλεσμα αλλά ο Ξαρχάκος δεν τον άφησε να το ξαναηχογραφήσει. Ήθελε αυτό το συναίσθημα που βγήκε, όπως βγήκε. Το τραγούδι είναι δημιουργία των Σταύρου Ξαρχάκου και Κώστα Φέρρη.
Αρκετοί το ερμήνευσαν μετά τον Νίκο Ξυλούρη, πιο εμβληματικοί στις ερμηνείες τους οι Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Μανώλης Λιδάκης, ο Γιώργος Νταλάρας, ενώ και αρκετοί Κρήτες καλλιτέχνες το έχουν συμπεριλάβει στα προγράμματά τους όπως ο Νίκος Ζωιδάκης κι ακόμα ο σπουδαίος νέος τραγουδοποιός Γιώργος Νικηφόρου Ζερβάκης.
Τη διαφορά ήρθε να την κάνει ένας άλλος Κρητικός καλλιτέχνης, ο Μάνος Παπαδάκης το 2017, με τη διασκευή στην οποία τον συνέδραμε, καταλυτικά όπως προκύπτει, ο Μάριος Λουπάσης. Η έμπνευση και η δημιουργία είναι του Λουπάση, όπως αποκάλυψε ο Παπαδάκης. Ο ερμηνευτής κι ο (πραγματικά συγκλονιστικός) κιθαρίστας, προσέγγισαν το κομμάτι με απόλυτο σεβασμό, δίνοντάς του μια rock epic διάσταση, ξεδιπλώνοντας έτσι, τις μουσικές καταβολές τους. Ο Λουπάσης δεν παρέλειψε να κάνει κάποιες “αναφορές” προς το τέλος του τραγουδιού στα δύο αγαπημένα του συγκροτήματα, τους Iron Maiden και τους Deep Purple, οπότε και προσεγγίστηκε η ροκ διασκευή. Ωστόσο ο σεβασμός είναι έκδηλος προς το “διαμέτρημα” ενός διαχρονικού τραγουδιού, όπως το “Ήτανε μια φορά”.
Παρόμοια περίπτωση ο Σταύρος Κυριακάκης & The 3 Amateurs. Διασκευάζουν ένα ρεμπέτικο τραγούδι σαν τον “Καϊξή”, των Απόστολου Χατζηχρήστου (Σαμιωτάκι) και Γιώργου Φωτίδα, συνδυάζοντας την εισαγωγή του “Whole Lotta Love” των Led Zeppelin και ολοκληρώνοντας επίσης έτσι. Τραγούδι που περιέχει ανατολίτικο στίχο, καθαρό ρεμπέτικο, ερωτικό τραγούδι. Ο Κυριακάκης καταφέρνει να ολοκληρώσει έτσι όπως αναφέραμε μια μπλουζ και σόουλ μπαλάντα, διατηρώντας το ερωτικό στοιχείο δίχως να αλλάξει ούτε καν κάποιες τούρκικες λέξεις που υπάρχουν (όπως το γκελ = έλα).
Ο “Καϊξής” αγαπήθηκε στα νεότερα χρόνια με τη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου, ενώ το ερμήνευσε ιδανικά και ο Μπάμπης Τσέρτος, Έτσι γνώρισε μια καινούρια “θητεία” στο ελληνικό τραγούδι και τραγουδήθηκε μέχρις και τις μέρες αυτές που ο Κυριακάκης και -διόλου- οι ερασιτέχνες του δημιούργησαν κάποιες σημαντικές διασκευές στο άλμπουμ “Τουγκουτουμπιτρού”. Ο “Καϊξής” ήταν προάγγελος αυτού του άλμπουμ, το οποίο στην εξέλιξή του συμπεριέλαβε και άλλα σημαντικά αλλά και διαχρονικά τραγούδια, όπως το “Έίμαι αετός χωρίς φτερά” και το “Θα πάω εκεί στην αραπιά” , πάντα με την μπλουζ σόουλ προσέγγιση που θέλει ο Σταύρος Κυριακάκης. Εκτίμησή μας είναι ότι ο “Καϊξής” ήταν μια πολύ διαφορετική περίπτωση και ταίριαξε σε αυτό το στιλ, αποδόθηκε ιδανικά και αγαπήθηκε σαν μπλουζ, παίρνοντας ακόμα μια “ζωή” στην καριέρα του.
Η Σάννυ Μπαλτζή είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια, μουσικοσυνθέτρια και dj. Ανήκει στη νέα γενιά δημιουργών της εγχώριας rock σκηνής. Ειναι δημιουργός δεκάδων επιτυχιών ως στιχουρχός όπως “Τσίχλα δίχως ζάχαρη”, “Το παλιό μου παλτό” κ.ά. τραγούδια που έγιναν χρυσά, πλατινένια, και την έκαναν γνωστή στο ευρύ κοινό.
Ενίοτε όμως και η ίδια κάνει ερμηνευτικές προσπάθειες, όταν “έχει κάτι να πει και όχι για τα ράφια των δισκοπωλείων” και όχι με το παραμικρό ερέθισμα. Η πιο πρόσφατη δουλειά της ήταν η “Κασέτα” (2011), όταν και διασκεύασε μια μεγάλη και διαχρονική επιτυχία του Μίμη Πλέσσα, ερμηνευμένη αρχικά από την Τζένη Βάνου, “Αν είναι η αγάπη αμαρτία”. Το 2001 στην τότε δουλειά της όμως, “Το αληθινό μέγεθος της σκιάς μου”, διασκευάζει το παλιό cult λαϊκό τραγούδι του Δημήτρη Παπαδημητρίου και της Μαρίας Μωραίτου, το περίφημο “Στο άδειο μου πακέτο”. Αρχικός ερμηνευτής ο Φίλιππας Νικολάου το 1985, όμως το τραγούδι αγαπήθηκε πάρα πολύ σε σπίτια και σε πίστες, χορεύτηκε πολύ, τραγουδήθηκε από σωρεία καλλιτεχνών όλων των τάσεων (π.χ. Παπακωνσταντίνου αλλά και Κώστας Καρουσάκης) αλλά παρέμεινε ως έχει. Σπουδαιότερη επανεκτέλεση ήταν αυτή του Θέμη Αδαμαντίδη στην καταπληκτική συνεργασία του με Δημήτρη Μητροπάνο και Δημήτρη Μπάσση στο “Υπάρχει και το ζεϊμπέκικο”.
Η Μπαλτζή έκανε τη διαφορά, εκτός ίσως από τα “Μεθυσμένα Ξωτικά” που ρόκαραν αρκετά στη δική τους αντίστοιχη διασκευή. Εκεί το τραγούδι ονομάστηκε και αντισυμβατικό, τέτοιο που προτιμά την αλητεία από τον καθωσπρεπισμό. Η Μπαλτζή το σεβάστηκε γιατί είχε κάτι να πει, το διατήρησε βαθιά ερωτικό και παραπονιάρικο, το έφερε στα μέτρα που ήταν κάποτε το ανεπανάληπτο “Φιλαράκι” της Σοφίας Βόσσου. Δηλαδή να ακούγεται η πίκρα της μοναξιάς που εκφράζει ο στίχος, γιατί η αγάπη αυτή δεν πιάνεται. Περιθωριακή αναζήτηση κοινωνικών προβληματισμών, ίσως η διασκευή αυτή να είναι πιο κοντά σε αυτό που θέλει να εκφράσει ο στίχος από το στυγνό λαϊκό παράπονο και αρνητική αυτοκριτική που βγάζει το τραγούδι. Ίσως να είναι πιο κοντά στη λογική του “Παλιό μου παλτό” που τόσο καλά γνωρίζει η ερμηνεύτρια,
Οι περιπτώσεις που έχουν διασκευαστεί τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη είναι αμέτρητες, είτε στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Εκτός από τις προφανείς, μεγάλοι καλλιτέχνες που θέλουν να έχουν στο ρεπερτόριό τους και Μίκη, υπάρχουν και πλείστες άλλες που κάποιοι νεότεροι είχαν το θάρρος να “πειράξουν” τον Θεοδωράκη. Στον απολογισμό θα βρει κανείς τα θετικά που αφορούν και τον καλλιτέχνη αλλά και το ίδιο το τραγούδι και μάλιστα ιστορικά. Δεχόμενοι μάλιστα ότι ορισμένα έχουν ακριβώς ιστορικό λόγο που δημιουργήθηκαν, τότε αντιλαμβάνεται κανείς πως ένα τραγούδι γίνεται μάθημα για τους νεότερους. Μάθημα μουσικό αλλά και μάθημα ιστορίας μιας πατρίδας.
Οι Κόζα Μόστρα με έπεισαν για ένα πράγμα όταν διασκεύασαν τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, δίνοντας στους (ανείπωτους) στίχους του Νότη Περγιάλη συναίσθημα ανδρείας που βγαίνει από την επαναστατική τους μουσική. Με έπεισαν ότι κατάλαβαν πως ο κάθε “Λεβέντης” που πάει στον Άδη είναι παλικάρι, είναι σπουδαίος, είναι πατριώτης και έτσι πρέπει να οδηγηθεί εκεί. Με τυμπανοκρουσίες, με κέφι και χαρά για τον τίμιο και σπουδαίο αγώνα του. Είναι μια μοναδική διασκευή για κάθε “λεβέντη” που έδωσε το αίμα του για την ελευθερία και τη Δημοκρατία. Καταφέρνουν να μεταφέρουν μια ανατριχίλα, αρκεί να πούμε πως αυτή η διασκευή έδωσε και στους νεότερους το έναυσμα να τραγουδήσουν αυτά τα φοβερά λόγια του Νότη Περγιάλη, που δεν υπήρξε μόνο ηθοποιός.
Τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου είναι διαχρονικά, είναι ιστορικά, είναι πολύ “ελληνικά” και κυρίως είναι πολύ αγαπημένα. Ο Νιόνιος κατάφερε όντας κρατούμενος επί Χούντας να γράψει τραγούδια σαν κι αυτό και τη “Θαλασσογραφία”. Και είναι σπουδαίο να μεταφέρεις σε τραγούδι τον επικήδειο λόγο που έβγαλε ο Δημοσθένης για τους νεκρούς Αθηναίους μέτα τον πόλεμο στην Όλυνθο και την καταστροφή της Ολύνθου. Και παράλληλα να μεταφέρεις το δικό σου προσωπικό στίγμα, να μεταφέρεις αυτά που περνάς, να τα μεταφέρεις στο ίδιο αφήγημα. Τέτοιο είναι ένα τραγούδι, μην το ξεχνάμε. Είναι ένα αφήγημα με λίγες λέξεις.
Ο Σαββόπουλος το 1970 ήταν επηρεασμένος από τον Bob Dylan σε μεγάλο βαθμό, κυρίως παρακολουθώντας τα νοήματα των όσων περιέγραφε ή άφηνε να αεννοηθούν ο σπουδαίος νομπελίστας (σήμερα πια) τραγουδοποιός. Ο Dylan, αλλά και ο Σαββόπουλος στη “Δημοσθένους λέξις”, φαίνεται να ισορροπούν στον απεγκλωβισμό της ψυχικής υπάρξεως από τα φθαρτά δεσμά της ζωής, αν κοιτάξει κανείς με άλλο μάτι έργα σαν κι αυτό ή το “I Shall Be Released” του Dylan.
Tο “Δημοσθένους λέξις” από τη Χαρούλα Αλεξίου βγήκε σημαντικά καλό, όταν η ερμηνεύτρια αποφάσισε να αποδώσει με τον τρόπο της σπουδαία τραγούδια του ελληνικού πενταγράμμου. Το τραγούδι αποκτάει από αυτήν την ερμηνεία μια παράλληλη ζωή, όμοια της δεν υπήρξε γιατί το προσπάθησαν πολλοί στα χρόνια που πέρασαν. Ίσως ξεχωρίζει ακόμα μία, αυτή από το συγκρότημα Ωχρά Σπειροχαίτη, κυρίως εξαιτίας της ροκ μεταφοράς του. όμως η ερμηνεία της Αλεξίου το έκανε και λίγο πιο απόκοσμο, αυτό που είπαμε παραπάνω, όμοιο με απεγκλωβισμό της ψυχικής υπάρξεως από τα φθαρτά δεσμά της ζωής…
Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι όλο το ελληνικό τραγούδι μαζί. Τον ύμνησε ο Μάνος Χατζιδάκις από την αρχή που μίλησε για το ρεμπέτικο στην περίφημη ομιλία του. Ο Μίκης Θεοδωράκης τον τίμησε στην τελευταία συναυλία του στην Κοκκινιά και μαζί τραγούδησαν στη σκηνή λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, το περίφημο “Κάποια μάνα αναστενάζει”.
Σήμερα ακόμα όλη η Ελλάδα τραγουδάει Τσιτσάνη, ίσως να μη ντο ξέρει κιόλας καλά καλά. Όμως οι διασκευές ξεκινούν από εκεί, από το έργο του. Πολλά ελληνικά συγκροτήματα ή καλλιτέχνες επιλέγουν τραγούδια του για να τα διασκευάσουν και μάλιστα τα περισσότερα απέκτησαν σημαντική και “νέα” διαχρονικότητα από την αποδοχή της νεότερης γενιάς.
Η Σαββέρια Μαργιολά, κόρη του δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Δημήτρη Μαργιολά, ανήκει στη νέα γενιά των Ελλήνων καλλιτεχνών που έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν για καλύτερη καριέρα. Όμορφη παρουσία και δυναμική φωνή, έχει κάνει δικές της δουλειές, όμως προχώρησε σε αυτήν την επιλογή του 1960, ένα τραγούδι που παλιότερα έχουν ερμηνεύσει σημαντικές τραγουδίστριες. Πρώτη η Πόλυ Πάνου, στιβαρή φωνή και πολύ λαϊκή όπως και η επόμενη, η Πίτσα Παπαδοπούλου που το έκανε δικό της. Πιο τελευταία η Χάρις Αλεξίου. Οπότε Η Μαργιολά θα είχε να ανταγωνιστεί την… Εθνική Ελλάδας στο γυναικείο λαϊκό τραγούδι. Η διασκευή σε τζαζ άλλαξε τα πάντα. Η ομάδα της έφτιαξε ένα άλλο τραγούδι, πλασμένο για εκείνη. Και το αποτέλεσμα δυνατό, για το ίδιο το τραγούδι του σπουδαίου Βασίλη Τσιτσάνη που ξαναζωντάνεψε, αλλά και την ερμηνεύτρια που έχει στο βιογραφικό της ένα δυνατό χαρτί.
Η βασική επιρροή των περισσότερων ελληνικών διασκευών προέρχεται από τα παλιά ελαφρά τραγούδια, από τη δεκαετία του ’60 και πίσω. Ότι έχει να κάνει με Χιώτη, Γούναρη, Βέμπο, Οικονομίδη, Σακελλάριο, Αττίκ κλπ. έχει διασκευαστεί σε ρυθμούς χορευτικούς. Η σάλσα, το swing, η ρέγκε, η τζαζ, η μπόσα και όλα τα είδη που αφορούν κέφι και διασκέδαση έχουν μπει για τα καλά στο νέο μουσικό μας γίγνεσθαι.
Μόνο που αφορούν παλιά τραγούδια και όχι νεότερα. Κι αν δημιουργούνται κάποια, προσπαθούν να μοιάσουν στην εποχή του τότε, με τα κλαρωτά φουστάνια. Ο Mr. Bachata είναι εδώ για να αντιπροσωπεύσει (επάξια) όλους αυτούς τους καλλιτέχνες που αναβιώνουν άλλες εποχές με το σημερινό ήχο και μπρίο. Ενδεικτικά να αναφέρουμε τους προεξάρχοντες Imam Baildi, τους Gadjo Dilo, Penny & Swinging Cats (αν και η Πέννυ Μπαλτατζή επάξια συνεχίζει μόνη της), Mikro με τις remix εκδόσεις τους, οι Kulamacus the Band, οι Les Au Revoir, οι Assoi tou Salvador, The Burger Project, οι Papercut Remix.
Παλιότεροι αλλά κοντά σε όλα τούτα φυσικά οι Locomondo, οι Apurimac, οι Mode Plagal, οι Stereomatic και οι EKMEK.Όμως και ο Κωστής Μαραβέγιας δεν είναι μακριά από όλο αυτό το σύνολο, η Ματούλα Ζαμάνη και η Μαρίζα Ρίζου. Γενικά υπάρχει μια πολυδημιουργία, καθόλου άσχημη και ιδιαίτερα διασκεδαστική. Τόσο π.χ., που πρόσφατα ο Στέφανος Κορκολής αναδιασκεύασε παλιά του τραγούδια για τους Les Au Revoir, που σημαίνει ότι υπάρχει μια δυναμική και μια τάση επαναπροσέγγισης παλιών καλών επιτυχιών και λιγότερο νεότερης δημιουργίας. Αν μη τι άλλο θυμόμαστε οι παλιότεροι και μαθαίνουν οι νεότεροι…
Η τάση αυτή δεν είναι μόνο ελληνική, είναι παγκόσμια. Πολλά τραγούδια στηρίζονται ακόμα και σε μελωδίες παλιότερες με έξυπνο τρόπο για να ανα-σκευάσουν και όχι απαραίτητα να δια-σκευάσουν ένα τραγούδι. Χρειάζεται να πούμε ότι εδώ αναφέρονται αποκλειστικά διασκευασμένα τραγούδια κια όχι επανεκτελέσεις.
Επανεκτελέσεις υπάρχουν άπειρες στο παγκόσμιο πεντάγραμμο, αλλά μοιραία συγκρίνονται οι καλλιτέχνες πάνω σε ένα ίδιο μοτίβο με έναν επιτυχημένο καλλιτέχνη και αυτό μπορεί να προκύψει αρνητικό, κάτι που ίσως είναι άδικο για κάποιον που ξεκινάει την καριέρα του, έως καταστροφικό. Πρόκειται για ένα λάθος που έχουμε δει να το κάνουν νέοι καλλιτέχνες, ακριβώς για να ακουστούν. Όπως και να έχει οι διασκευές συνήθως προσδίδουν έναν νέο ήχο, αναδεικνύοντας πολλές φορές ένα νέο τραγούδι.