Μην έχετε καμιά αμφιβολία, η μουσική μας χαρακτηρίζει τις στιγμές, αν θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω θα της έδινα το όνομα “η μεγαλύτερη εφεύρεση που γνώρισε το ανθρώπινο είδος”.
Οι δύσκολες εποχές δεν είναι για δύσκολα τραγούδια, η κοινωνία ζει τους ρυθμούς της “μετά μουσικής”, θέλει να διασκεδάσει και λιγότερο να προβληματιστεί. Όμως έρχονται κι εκείνες οι στιγμές που σιγοτραγουδάς ένα βαθύ νόημα με ονειρική μέθεξη, ακίνητος / η, με τα μάτια κλειστά, με εικόνες του μυαλού. Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχουν όλα και διαλέγουμε, ίσως μάλιστα κάποιοι από εμάς τα διαλέγουμε όλα, ανάλογα τη διάθεση και τη στιγμή, δεν αναθεματίζουμε ο ένας τον άλλο, υποκύπτουμε στις επιθυμίες της παρέας και πάνω απ’ όλα -σαν ένας άχρωμος χαμαιλέοντας- γινόμαστε ένα με το περιβάλλον.
Ο διαχωρισμός του τραγουδιού σε τάσεις, δεν αφορά φυσικά το ίδιο το τραγούδι. Αφορά ότι εισάγεται ή δημιουργείται και υιοθετείται από την εκάστοτε κοινωνία, που θέλει να ζήσει στους δικούς της ρυθμούς το δικό της “τώρα”.
Το ελληνικό τραγούδι γνώρισε έναν τέτοιο διαχωρισμό, ίσως τυπικό για πολλούς, αφού ένα κομμάτι του ονομάστηκε “έντεχνο”, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει επακριβώς την ταυτότητα του υπόλοιπου. Το υπόλοιπο διαχωρίστηκε σε μικρότερα κομμάτια, όπως το λαϊκό, το ελαφρολαϊκό, λαϊκό πίστας, ροκ κλπ. Αν εξαιρέσει κανείς τη ροκ διάσταση στη μουσική, άρα και τη διαφορετικότητα σε ένα είδος που είναι εμφανής και αφορά κυρίως στους ήχους, οι υπόλοιποι πάντα “γυροφέρνανε”. Με στοιχεία από παλιό λαϊκό και ρεμπέτικο ακόμα, το “έντεχνο” αναζήτησε τους δρόμους του κυρίως για άλλους λόγους (κάπως και εμπορικούς) και βρήκε ταυτότητα, πρώτα μέσω των μεγάλων Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, αλλά και στη συνέχεια με μια πλειάδα ονομάτων που -κατά την ταπεινή μας άποψη- άλλαξε κυρίως τον στίχο. Ο στίχος έγινε πιο “ποιητικός” κατά την Μεταπολίτευση, πιο δύσκολος, πιο απαιτητικός και πιο αβανταδόρικος για τις ανθρώπινες καρδιές. Σε σημείο που η κοινωνία προβληματίστηκε αλλά και τον έκανε δικό της, τον αγάπησε πολύ.
Ο Διαμαντής Μπασαντής, στο βιβλίο του “Η ποίηση στο ελληνικό τραγούδι”, αναφέρεται στην αρχική προσέγγιση του “έντεχνου”.
Όπως το ταυτοποίησε κυρίως ο Μίκης Θεοδωράκης, εισάγοντας στον “Επιτάφιο” του (ποιητή) Γιάννη Ρίτσου λαϊκά όργανα και λαϊκούς τραγουδιστές, διαφωνώντας με την αρχική ενορχήστρωση του Μάνου Χατζιδάκι. Παράλληλα το εργαλείο “δίσκος” έγινε το μέσο που έδωσε στον κόσμο τη δυνατότητα να κάνει “δική” του την αγαπημένη του μουσική, αλλά και το κάλεσμα σε λαϊκές συναυλίες επίσης να είναι ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας κόσμου και τραγουδιστών. Το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος επίσης έδωσαν κανάλι επικοινωνίας με τον κόσμο, σε μια εξωστρεφή κουλτούρα που εισήγαγε ο Θεοδωράκης, σε αντίθεση με την εσωστρεφή τακτική και άποψη του Χατζιδάκι. Κι όμως ο καθένας μεγαλούργησε στο δρόμο αυτόν, ανοίγοντας τα αφτιά και τα μάτια του κόσμου, που βγήκε τελικά να” τραγουδήσει”, να νιώσει την ψυχή του και την πολιτική του συνείδηση, να αγαπήσει ποιητικά τον έρωτα, να αποδώσει τις δικές του “Σειρήνες”. Τελικά ο ορισμός “έντεχνο” περιείχε μια ολόκληρη φιλοσοφία εξωστρέφειας και πολιτικής συνείδησης, με μέσα που έφταναν στον κόσμο, δημιουργώντας και καταναλωτική συνείδηση. Η οπτική ίσως τρομάζει και ξενίζει αλλά αυτό είναι, ένα σύνολο πραγμάτων που αφορά αλλαγή συνηθειών στην καθημερινότητα της μουσικής και του τραγουδιού.
Μοιραία σήμερα, κάνοντας τον απολογισμό αλλά και τη σύγκριση, τα στοιχεία που δημιούργησαν ρεύμα υπέρ της μουσικής και του τραγουδιού μοιάζουν να έχουν καταρρεύσει κάποια χρόνια μετά. Το μέσον, ο “δίσκος”, είναι μια ανάμνηση υπέρ της τεχνολογίας που θέλει ψηφιακά να ενημερώνει σε πιο γρήγορους ρυθμούς τον κόσμο για τα τεκταινόμενα, μέσω μουσικής πλατφόρμας. Η δισκογραφία γενικότερα δεν διάγει κανέναν ιδιαίτερο βίο, όσοι θέλουν να αφήσουνε κάτι στο όνομα της υστεροφημίας το πληρώνουν και το μοιράζουν μεταξύ γνωστών και φίλων, διότι παραγωγές δεν υπάρχουν σήμερα (σχεδόν ούτε καν δισκοπωλεία). Το άλλο μέσον, το “ραδιόφωνο”, είναι έρμαιο και αιχμάλωτος των συμφερόντων γύρω από τη μουσική και τα δικαιώματά της, εξαλείφοντας ή διαμορφώνοντας ακόμα και τους πάλαι ποτέ ραδιοφωνικούς – μουσικούς παραγωγούς που στις καλές εποχές αποφάσιζαν τι θα ακουστεί, γιατί θα ακουστεί και να το σχολιάσουν με έναν ιδανικό για τον ακροατή τρόπο, όταν κάποτε υπήρχε κι αυτή η “μαγική” φωνή του εκφωνητή. Οι λαϊκές συναυλίες αφορούν κάθε “καλλιτεχνικό καφενείο”, κάτι που δεν το χαρακτηρίζω αρνητικό, στο βωμό της παρείστικης παλιάς “μπουάτ” κατάστασης. Ευκαιρίες για μεροκάματο σε πολλούς, αλλά φάνηκε και ότι έχει κλείσει μια ολόκληρη εποχή. Καινούριο υλικό δύσκολα υπάρχει, συνεχώς το παλιό αναμηρυκάζεται και οι κερδισμένοι μουσικοί και τραγουδιστές των προηγούμενων εποχών, επιλέγουν σήμερα να κεφαλοποιούν αντί να δημιουργούν. Αποδεικνύοντας ίσως ότι και αυτό ακόμα το τραγούδι είναι ένα χρηματιστήριο αξιών.
Πρόσφατα σε μια παρουσίαση μιας καινούριας δουλειάς στον όμορφο “Ιανό”, ένας νέος και πολύ υποσχόμενος τραγουδιστής γύρω στα 30, μου έλεγε με ανησυχία και σοβαρό προβληματισμό. “Κοίτα, γεμάτος ο Ιανός, αλλά που είναι η ηλικία μου; Ο μέσος όρος κοντεύει να είναι άνω των 55”. Και αφορούσε μια παρουσίαση στην οποία συμμετείχαν σημαντικά ονόματα δημιουργών κι ερμηνευτών. Σε αυτό το περιβάλλον σήμερα, ο νικημένος είναι μόνο η μουσική. Το ελληνικό τραγούδι ευτυχώς έχει περήφανες καταβολές και πολιτιστική κληρονομιά, τέτοια που κάνει κύκλους και επανέρχεται. Και επίσης ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα ρομαντικοί. Γιατί μόνο στο ρομαντισμό και στην ανάγκη των νεότερων να εξελιχθούν από την κληρονομιά που τους έχει παραδοθεί μπορούμε να ελπίζουμε σε αυτό το σταυροδρόμι.
Ψάχνοντας μικρές διαχωριστικές γραμμές στις τάσεις της ελληνικής μουσικής, έπεσα σε μια συνέντευξη που ο Βασίλης Καρράς ρωτήθηκε για την “Πριγκιπέσσα”, την οποία ερμήνευσε -σε διαφορετική ενορχήστρωση- με την άδεια του Σωκράτη Μάλαμα, αν πρόκειται για ένα λαϊκό ή ένα έντεχνο τελικά τραγούδι. Ομολογουμένως αυτή η version της “Πριγκιπέσσας” που ερμήνευσε ο Βασίλης Καρράς, γνώρισε πιένες στον κόσμο της νύχτας και είναι πάντοτε στα προγράμματα που επιλέγουν οι μουσικοί παραγωγοί. Ο σπουδαίος αυτός λαϊκός ερμηνευτής, τοποθετήθηκε ότι ο στίχος από το τραγούδι αυτό που λέει “Άλλα λέω κι άλλα κάνω” είναι αμιγώς έντεχνος, αν όμως έλεγε “Άλλα λέω κι άλλα κάνεις” θα ήταν αμιγώς λαϊκός…
Λεπτομέρειες θα μου πείτε. Ο Όσκαρ Ουάιλντ έλεγε ότι “οι λεπτομέρειες είναι η χυδαία πλευρά της ζωής και να μην τους δίνουμε σημασία”. Πόσο απλά ο Κος Βασίλης Καρράς έκανε ουσιαστική μια χυδαιότητα λοιπόν…