“Η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την οικονομική ανισότητα και η οικονομική ανισότητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη θρησκεία”, έλεγε ο Βοναπάρτης.
Σύμφωνα με τα Μαθηματικά, αφαιρώντας τα όμοια, δηλαδή τους όρους “οικονομική ανισότητα” από τις εξισώσεις, μένει ότι η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη θρησκεία. Σε μια τέτοια λοιπόν εποχή, όπου η πανδημία ανάγκασε σε εγκλεισμό περίπου 4 δις ψυχές όπως λένε τα νούμερα, βλέπουμε τις μεγάλες θρησκείες να συμφωνούν ότι υπάρχει ένας μεγάλος εχθρός και πρέπει να προασπιστεί η υγεία. Επίσης συμφώνησαν ότι οι πιστοί δεν πρέπει να συναθροίζονται σε ναούς και ο κάθε πιστός θα τιμήσει τον Θεό ακόμα κι από το σπίτι του.
Όλα αυτά ακούγονται ιδανικά κι όμορφα όσο και σωστά, μόνο που ποτέ δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, δηλαδή οι θρησκείες να θεωρούν επί της ουσίας ότι η Επιστήμη έχει τον πρώτο λόγο. Είναι μια αποδοχή λόγω κινδύνου; Είναι ίσως μια συμφωνία κυβερνήσεων -δεχόμενοι ότι η κάθε μεγάλη θρησκεία τουλάχιστον είναι ένα εν δυνάμει κράτος-; Πως και πόσο αλλάζει στο μυαλό του κόσμου η σχέση θρησκείας / επιστήμης και τι σημαίνει αυτό για την ίδια τη θρησκεία, σε κοινωνικά κριτήρια; Επίσης, αφού πλέον δεν αναρωτιόμαστε ΑΝ θα βρεθεί εμβόλιο αλλά αγωνιούμε για το ΠΟΤΕ θα γίνει αυτό, σίγουρα είμαστε στην εποχή που πιστεύουμε στην επιστημονική δυνατότητα και την ασπαζόμαστε, δεν είναι κι αυτό μια παραδοχή;
Παράλληλα αυτές τις μέρες είδαμε να συμβαίνουν κι άλλα που δεν τα είχαμε ίσως ποτέ σκεφτεί στη γενιά αυτή, εκτός αν υπήρχε πόλεμος. Όπως άνθρωποι να φεύγουν από τη ζωή μόνοι τους στα νοσοκομεία και παράλληλα να ενταφιάζονται ή να αποτεφρώνονται χωρίς την παρουσία των δικών τους ανθρώπων. Λες κι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε τον περίφημο στίχο του “Ήρθα σαν ξένος στη ζωή και ξαναφεύγω ξένος” μόλις σήμερα, ενθυμούμενοι το αξεπέραστο “Μερτικό μου απ’ τη χαρά” που υπέγραψαν με τον Μάνο Λοίζο. Περάσαμε μια κατ’ εξοχήν θρησκευτική περίοδο σαν το Πάσχα, χωρίς τα παραδοσιακά μας έθιμα, από τη λαμπάδα μέχρι τον εκκλησιασμό. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αμφιβάλλει για την Πίστη του οποιουδήποτε και με οποιοδήποτε τρόπο αυτός επιλέγει, η οποία ειρήσθω εν παρόδω απόκτησε πλέον την εναλλακτική αλλά και επίσημη πρόταση της προσωπικής εσωτερικής λατρείας. Αν και θα σωστά θα πει κάποιος, πότε δεν ήταν έτσι; Ποτέ, η αλήθεια είναι, όμως υπάρχουν πάντα οι αντιπαλότητες περί τέτοιων απόψεων.
Ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο παρελθόν, αλλά και με τη λογοτεχνική άποψη που μας προσφέρουν τα έργα παγκόσμιας φήμης που οι δημιουργοί τους ασχολήθηκαν με περιόδους επιδημίας, βρίσκουμε σοβαρές πινελιές που αφορούν τη θρησκευτικότητα, την πίστη, τη διαφορετικότητα διαχείρισης τέτοιων καταστάσεων ανάμεσα στις θρησκείες. Ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2006 Τούρκος συγγραφέας Ορχάν Παμούκ, ασχολήθηκε με άρθρο του στη New York Times, θέλοντας να τονίσει το πόσο επιμελείς φάνηκαν οι Μουσουλμάνοι μπροστά στο μεγάλο φόβο στην παρούσα φάση. Οι Μουσουλμανικές κοινότητες και πληθυσμοί, κατηγορήθηκαν περισσότερο από άλλους στο παρελθόν λόγω της έντονης μετακίνησής τους προς τις ιερές πόλεις τους, καθώς και για την επιμονή στην εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων τους. Ακόμα ακόμα για τη μοιρολατρία τους, δεδομένου ότι πιστεύουν στο πεπρωμένο όσο κανείς. Μοιρολάτρες ή όχι, από ιστορικής απόψεως ήταν πάντα δυσκολότερο να πείσει κανείς Μουσουλμάνους να ανεχθούν τα μέτρα καραντίνας στη διάρκεια μιας πανδημίας απ’ ότι Χριστιανούς, ειδικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στην Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, ζήσαμε από πρώτο χέρι τα όχι και τα ναι μιας μεγάλης διαμάχης σχετικά με σημαντικά θέματα, όπως η Αγία Μετάληψη. Ακόμα κι αν πρόκειται για ιδεολογικό άβατο, για τη Σημαία της θρησκείας, είδαμε σπουδαίες εικόνες με τα μάτια μας. Τονίζω το “είδαμε”, διότι οι επιδημίες άλλων εποχών δεν είχαν τη σημερινή πληροφορία δια ζώσης και σε κάθε ενδιαφερόμενο, λόγω του διαδικτύου. “Είδαμε” λοιπόν τη Θεία Λειτουργία στην τηλεόραση, είδαμε την Ιερά Σύνοδο να κάνει τηλεδιάσκεψη, είδαμε μέχρι και εξομολόγηση σε ανοιχτό χώρο, για όποιον την είχε ανάγκη, από το παράθυρο του αυτοκινήτου του. Και φυσικά δεν είδαμε εν τέλει Θεία Κοινωνία, εκτός των όσων “αντιστασιακών” συναπαντήσαμε και τα οποία τελικά αποδείχτηκαν σχετικά χιουμοριστικά επεισόδια. Η Πίστη κι ο Θεός για τον καθένα από εμάς, είναι μια αιώνια αναζήτηση του κόσμου μας εσωτερικά, είναι αυτή η Γαλήνη που ζητά κάθε θρησκεία για να μεταβεί η ψυχή όταν έρθει η ώρα της εκεί που προορίζεται, αλλά ακόμα κι αυτά για όσους θέλουν να έχουν μια “εικόνα για μετά”.
Ίσως πολύ σωστά και διπλωματικά σκεπτόμενοι, μπροστά σε έναν κοινό αντίπαλο, οι θρησκευτικοί ηγέτες αναζητούν πλέον την εναλλακτική δράση τους. Προσαρμογή στην τεχνολογία, διδασκαλία και προσηλυτισμός των πιστών εκ του μακρόθεν, αποδοχή ότι στον εικοστό πρώτο αιώνα η Επιστήμη έχει φτάσει τα όρια ζωής αλλά και της ποιότητάς της σε πολύ καλύτερα επίπεδα από τα προηγούμενα χρόνια, όσο κι αν της χρεώνουμε και πάρα πολλά αρνητικά τα οποία σαφώς και έχει, προσπαθώντας να γίνει εν δυνάμει Θεός σε πολλές πράξεις της ανθρώπινης ιστορίας. Είναι προφανές ότι οι θρησκείες δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε κάτι άλλο, ακόμα και οι θιβετιανοί βουδιστές (λαμαϊσμός) με τον πιο “ελαφριά” ίσως και χαλαρωτική διδασκαλία τους, είναι χωρισμένοι στα δύο, Δαλάι Λάμα και Παντσέν Λάμα. Εδώ λοιπόν “τα βρήκαν” ή συνθηκολόγησαν, φοβούμενοι ίσως ότι θα χάσουν πολύ περισσότερα επιμένοντας στις κλασικές μεθόδους εκτέλεσης της Πίστης.
«Η επιστήμη χωρίς θρησκεία είναι ανάπηρη, θρησκεία δίχως επιστήμη, είναι τυφλή»,
έχει γράψει ο Αλβέρτος Αϊνστάιν και αυτός ο διάσημος αφορισμός του έχει γίνει πεδίο μάχης μεταξύ πιστών και άθεων που τον διεκδικούν ο καθένας για λογαριασμό του.
Ο σπουδαίος αυτός επιστήμονας, υποψήφιος για δεύτερος Πρόεδρος του Ισραήλ στα χρόνια του, δεν υπήρξε ποτέ ξεκάθαρος για τη σχέση θρησκείας κι επιστήμης, σύμφωνα με τις ερμηνείες που δίνονται από τα λεγόμενα και τα γραπτά του. «Η λέξη Θεός για μένα δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από την έκφραση – και το δημιούργημα της ανθρώπινης αδυναμίας. Η Βίβλος δεν είναι παρά μια συλλογή σεβαστών, αλλά πρωτόγονων ακόμη μύθων που είναι και αρκετά παιδαριώδεις. Καμιά εξήγησή τους, όσο βαθιά και αν είναι, δεν μπορεί να με κάνει να αλλάξω γνώμη». Στα ώριμα χρόνια του όμως αναφερόταν σε ένα «κοσμικό θρησκευτικό αίσθημα», το οποίο διέτρεχε και συντηρούσε όλη την επιστημονική του εργασία. Το 1954, ένα χρόνο πριν πεθάνει, είπε ότι ήθελε να «βιώσει το σύμπαν σαν μια μόνη κοσμική ολότητα». Ήδη από το 1926 είχε διακηρύξει ότι «ο Θεός δεν παίζει ζάρια», αναφερόμενος στην τυχαιότητα της κβαντικής θεωρίας. Η θέση του για τον Θεό έχει πολλές φορές παρερμηνευθεί από τον πόλο θρησκεία – αθεΐα, αλλά ο ίδιος πάντα αρνιόταν τα στερεότυπα. Όπως λέει ο Τζον Μπρουκ της Οξφόρδης: «Σαν όλους τους μεγάλους επιστήμονες, δεν μπαίνει σε κουτιά. Είχε μεγάλο σεβασμό για τις θρησκευτικές αξίες της ιουδαϊκής και της χριστιανικής παράδοσης, αλλά τι εννοούσε με τον όρο θρησκεία, ήταν κάτι βαθύτερο από ό, τι συνήθως εννοείται στις τρέχουσες συζητήσεις».