«Κύριε Πρύτανη, να έχετε υπόψη σας ότι εμείς δεν είμεθα διατεθειμένοι να πεθάνουμε αδιαμαρτύρητα»

Ηταν 6 το απόγευμα της 5ης Δεκεμβρίου 1944. Επί ένα τρίωρο, ο χώρος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου είχε μετατραπεί σε ορμητήριο του ΕΛΑΣ της Σπουδάζουσας, με στόχο το κτίριο της Γενικής Ασφάλειας που στεγαζόταν τότε στο απέναντι κτίριο, στη συμβολή των οδών Στουρνάρα και Πατησίων. Ενα βρετανικό τανκ γκρέμισε την κεντρική πύλη του ιδρύματος, ανοίγοντας δρόμο στη μονάδα των αλεξιπτωτιστών που είχε επιφορτιστεί με την εκκαθάριση του χώρου. 

Οπως ακριβώς έκανε και το αντίστοιχο ελληνικό 29 χρόνια αργότερα, αν και κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες.

Η παραπάνω σκηνή, στο ξεκίνημα των Δεκεμβριανών και προτού τα στρατεύματα του Σκόμπι επέμβουν επίσημα για την καταστολή των «στασιαστών» του ΕΑΜ, αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας θυελλώδους τετραετίας για το ΕΜΠ, τους διδάσκοντες και -κυρίως- τους σπουδαστές του (Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στην Εθνική Αντίσταση 1941-44 (Αθήνα 1985, έκδ. Γραφείο Δημοσίων Σχέσεων ΕΜΠ). Ιστορία λοιπόν…

Πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο, η πρωτοβουλία των φοιτητών για δράση αναπτύσσεται στην Ελλάδα, τον Μάη του 1859, και υπό την πρωθυπουργία του Αθανάσιου Μιαούλη, με τα λεγόμενα “Σκιαδικά”, που αποτελούν μία από τις πρώτες αναφορές για πανεπιστημιακό άσυλο. Τα “Ευαγγελικά” είναι τα αιματηρά επεισόδια που σημειώθηκαν στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 1901, με αφορμή τη δημοσίευση των Ευαγγελίων στη Δημοτική γλώσσα, από την εφημερίδα “Ακρόπολις”. Εκείνοι που άρχισαν να κατεβαίνουν στο δρόμο ήταν φοιτητές, δάσκαλοι, παπάδες, βουλευτές. Τον ίδιο χρόνο και ως συνέχεια των “Ευαγγελικών”, ξεσπούν τα“Ορεστειακά”, υπό την πρωθυπουργία του Δημήτριου Ράλλη, τα οποία αναφέρονται σε σφοδρές συγκρούσεις, μεταξύ φοιτητών και αστυνομίας, με αφορμή πάλι, γλωσσικά θέματα. Ο αγώνας έγινε το Νοέμβρη του 1903, για την προάσπιση της αρχαίας παράδοσης, με αφορμή την παράσταση της “Ορέστειας” του Αισχύλου, μεταφρασμένης στη Δημοτική. Αργότερα, πολλές φοιτητικές κινητοποιήσεις στην Αθήνα, σημειώνονται το 1962, υπό το σύνθημα “Προίκα στην Παιδεία, όχι στη Σοφία”. Σε μία εποχή που η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προίκιζε την πριγκίπισσα Σοφία για το γάμο της, με υπέρογκα ποσά, ενώ την ίδια στιγμή, αρνιόταν πεισματικά κάθε αύξηση των δαπανών για την Παιδεία. Οι πρώτες δυναμικές φοιτητικές αντιδράσεις, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, εμφανίσθηκαν στις αρχές του 1972, με τη συγκρότηση των Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα (ΦΕΑ), που αμφισβητούσαν ανοιχτά τα διορισμένα από τη χούντα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων.

Η πρώτη δημόσια εκδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στη χούντα, από τους φοιτητές δεν αργεί να γίνει. Στις 21 Φεβρουαρίου 1973, 4000 φοιτητές καταλαμβάνουν το κτίριο της Νομικής Αθηνών. Από την ταράτσα του κτιρίου καλούν το λαό της Αθήνας να συμπαρασταθεί στον αγώνα τους για δημοκρατικές ελευθερίες. Οι πρυτανικές αρχές ανέχονται σιωπηρά την κατάληψη, χωρίς να ζητήσουν την επέμβαση της αστυνομίας. Η λαϊκή κινητοποίηση εμψύχωσε τον φοιτητικό κόσμο, που προχώρησε και σε δεύτερη κατάληψη, αλλά αυτή τη φορά, με επέμβαση της αστυνομίας. Οι φοιτητές αποφασίζουν αποχή από τα μαθήματα, στις 14 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, ξεκινώντας διαδηλώσεις εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος. Οι φοιτητές που αυτοαποκαλούνταν «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», οχυρώθηκαν μέσα στο κτίριο της σχολής επί της οδού Πατησίων και ξεκίνησαν τη λειτουργία του ανεξάρτητου ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου. Το, πλέον ιστορικό, μήνυμά τους ήταν: «Εδώ Πολυτεχνείο! Λαέ της Ελλάδας το Πολυτεχνείο είναι σημαιοφόρος του αγώνα μας, του αγώνα σας, του κοινού αγώνα μας ενάντια στη δικτατορία και για την Δημοκρατία».

Στη θύμησή μου έρχονται πάντα οι στιγμές εκείνου του πρωινού του Νοέμβρη του 1973, στις 16 του μήνα, όταν για άγνωστο για μένα λόγο βρέθηκα έξω από την Πύλη του Πολυτεχνείου, μαζί με τον πατέρα μου, όντας 10άχρονος. Παντού μύριζε μπαρούτι κι όλοι έτρεχαν, αλλά γινόντουσαν όλο και περισσότεροι. Πλησίαζε μια μελλοντική ιστορική στιγμή, που το παιδικό μου μυαλό δεν μπορούσε να εκτιμήσει και νομίζω φοβήθηκα. Κι ότι κι αν αποτύπωσαν οι δικές μου «κάμερες», αθώα και τρέχοντας, ο Δημήτρης Παπαχρήστος, από τους εκφωνητές του ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου, μου έδωσε την απάντηση αργότερα σε συνέντευξή του. «Ήμασταν παιδιά κι εμείς, αλλά τόσα που μοιραζόμασταν το φόβο, μόνο έτσι δε φοβάσαι».

  • ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ – ΟΤΑΝ ΣΦΙΓΓΟΥΝ ΤΟ ΧΕΡΙ (ΡΙΤΣΟΣ-ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ 1966)

Στην εξέλιξή τους αυτές οι μέρες, από το απόγευμα της 14ης Νοεμβρίου μέχρι και την 17η (τουλάχιστον τα ξημερώματα), έχουν ερευνηθεί και έχουν αποδώσει αποτελέσματα έρευνας για 24 νεκρούς ανθρώπους, τριγύρω από το Πολυτεχνείο. Αυτή η λεπτομέρεια δεν έχει πλέον σημασία, υπήρξε για χρόνια πολλά σημείο τριβής, αν σκοτώθηκαν μέσα ή έξω από το Πολυτεχνείο. Σήμερα, που η επέτειος έχει φτάσει τα 46 της χρόνια, είναι πιο ξεκάθαρη από ποτέ η σημασία του ίδιου του Πολυτεχνείου σαν σύμβολο αγώνα. Οι 24 νεκροί της εξέγερσης του Πολυτεχνείου αποτελούν την πιο πολύνεκρη επιχείρηση καταστολής στην σύγχρονη Ελλάδα σε καιρό ειρήνης, αυτοί οι άοπλοι νεκροί του Πολυτεχνείου θα υπενθυμίζουν πάντα τη βαρβαρότητα της δικτατορίας των συνταγματαρχών, όποια προσπάθεια εξωραϊσμού κι αν υπάρχει.

  • ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΤΟΣ & Χορωδία (Ήρθε ο Καιρός)

Έζησα έντονα παιδικά χρόνια μέσα στη χούντα, με συγγενείς φοιτητές τότε, να έρχονται χτυπημένοι και κυνηγημένοι. Κι ο πατέρας μου να τους κρύβει στο σπίτι μας, στα όρια του Πεδίου του Άρεως, απέναντι από την Παλιά Σχολή Ευελπίδων (τα σημερινά Δικαστήρια). Το θέμα όμως δεν ήταν αν υπήρξαν ή όχι αντικαθεστωτικοί, αλλά απλά ήταν φοιτητές που στο σύνολό τους σχεδόν ήταν “επικηρυγμένοι”. Και στην πορεία της ζωής τους κάποιοι υπηρέτησαν στην Ελληνική Αστυνομία, υπηρέτησαν στον Ελληνικό Στρατό, υπηρέτησαν ακόμα και την πολιτική κατάσταση της χώρας. Σαν αποτέλεσμα, ο καθένας προχώρησε στη ζωή του, κάποιοι μάλιστα γνώρισαν μεγάλους έρωτες εκείνα τα χρόνια. Διότι ο έρωτας είναι «το λουλούδι που ανθίζει και στην πέτρα»

  • ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ – Στη συγκέντρωση της Ε.Φ.Ε.Ε.

Ξημερώματα Σαββάτου 17 Νοεμβρίου 1973, 3 παρά 7 λεπτά

“Έχω πια τραβήξει αρκετά φιλμ, τα έχω κρύψει σε κάλτσες, σε εσώρουχα. Ακούω τον λοχία να λέει «Μάλιστα. Μάλιστα». Γυρίζει τον πυργίσκο ανάποδα και κάνει όπισθεν προς την ελληνοαμερικανική αγορά που ήταν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Σκέφτομαι, δόξα σοι ο Θεός, πήρε εντολή να φύγει. Και τότε φουλάρει τη μηχανή και με όση δύναμη έχει κατευθύνεται και χτυπάει με τις ερπύστριες τις κολώνες στην πύλη του Πολυτεχνείου. Βλέπω τα παιδιά να πέφτουν σαν πορτοκάλια… Με δεύτερη προσπάθεια, δεύτερο χτύπημα, ισοπεδώνει τις κολώνες, πατάει τη μερσεντές που είχαν βάλει οι φοιτητές πίσω από την πύλη και ανοίγει διάδρομο για τους αστυνομικούς και τους στρατιώτες που μπαίνουν μέσα με αλαλαγμούς…

Όταν συνέρχομαι από την έκπληξη, πάω στο μέσον της Πατησίων για να φωτογραφίσω το τανκ μέσα στο Πολυτεχνείο. Τρία καρέ πρόλαβα να τραβήξω… αστυνομικοί έπεσαν πάνω μου με καδρόνια… Ευτυχώς, με ζικ ζακ αποφεύγω την πρώτη καδρονιά, κάνω μεταβολή και αρχίζω να τρέχω… πίσω μου γίνεται χαμός… Πυροβολισμοί, κραυγές… Ακούω πολλά βογκητά φοιτητών, φωνές αστυνομικών… Η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη. Προλαβαίνω και στρίβω στην Ακαδημίας… πέφτω σε κλοιό 300 αστυνομικών, «ηρεμώ», βάζω τις μηχανές στην τσάντα και τους ζητώ να περάσω και περνώ…

Στο γραφείο, μέχρι το πρωί τυπώνω πάνω από δέκα φωτογραφίες, όσα έζησα νωρίτερα τα λέω στον προϊστάμενό μου και τα γράφει σε κείμενο που τις συνοδεύει… Τις επόμενες ώρες αυτές οι φωτογραφίες κατακλύζουν όλες τις εφημερίδες σε Αμερική και Ευρώπη”.

Αριστοτέλης Σαρρηκώστας

Στις 3 Νοεμβρίου 1974 είχε προβληθεί σε πρώτη μετάδοση από την κρατική τηλεόραση το ολλανδικό φιλμ, με την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο. Έως τότε είχαν δημοσιευτεί μόνο κάποιες σχετικές φωτογραφίες στον Τύπο, όπως αυτή στο εξώφυλλο του περιοδικού «Επίκαιρα» στις 8 Αυγούστου του ‘74.

Από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει 45 χρόνια, από την πρώτη πορεία για το Πολυτεχνείο το 1974. Θα έπρεπε να είναι μια αδελφωμένη στιγμή, έτσι φάνηκε και εν πολλοίς. Τουλάχιστον 1.000.000 άνθρωποι πέρασαν να αποτίσουν φόρο τιμής στο “Πολυτεχνείο” και στους ήρωές του. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, πλησιάζουν στα σημειώματα, να διαβάσουν με συγκίνηση, τι γράφουν για τα παιδιά, που αψήφησαν την χούντα. Ένα από τα ποιήματα, που κάποιος άφησε τότε στα κάγκελα, είναι εξαιρετικά αιχμηρό και δυσοίωνο. «Εσύ κοιμάσαι στο σπλάχνο της θύελλας κι εμείς κοιμώμαστε ξύπνιοι για να πεθαίνουμε κάθε μέρα ζωντανοί».

Εννοεί ότι οι ήρωες που πέρασαν στον αιώνιο ύπνο, δεν θα δουν (ευτυχώς) ποτέ τους συντρόφους τους, να «κοιμούνται ξύπνιοι για να πεθαίνουν κάθε μέρα ζωντανοί». Το ποίημα αυτό, προφήτευε κάτι που λίγοι μπορούσαν τότε να δουν. Το Πολυτεχνείο, θα γινόταν μέσο προσωπικής προβολής, και το τεράστιο νόημα του κοινού και υπερκομματικού αγώνα, των φοιτητών που στάθηκαν απέναντι στη χούντα, θα χανόταν μέσα στις εξαργυρώσεις και στις κομματικές διαμάχες.

Από τότε φάνηκε όμως ότι και οι πολιτικές ίντριγκες θα έφερναν πρόβλημα στη «μέρα γιορτής». Ήδη εκείνη την πρώτη χρονιά υπήρξε διχασμός για τους εορτασμούς, αφού είχαν προκηρυχθεί εκλογές για την 17η Νοεμβρίου 1974, οπότε μεταφέρθηκαν στο τριήμερο 22-24 Νοεμβρίου. Η αλήθεια είναι ότι και η προκήρυξη εκλογών, η ψήφος εκείνη την ημέρα δηλαδή, ήταν μια γιορτή μετά από 11 χρόνια χωρίς εκλογές. Τότε επιχειρήθηκε μια προσπάθεια ταυτοποίησης του Πολυτεχνείου με το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, να συνδεθούν οι εποχές Κατοχής και χούντας συνειδησιακά. Κι όμως, ακόμα και στα συνθήματα, βρίσκονταν κάποιοι να κρατούν ψηλά τη σημαία της αδελφοσύνης, διαγράφοντας την αρχική γραφή και διορθώνοντας τελικα και το νόημα.

 

Ένας στίχος από τον “Ύμνο στην Ελευθερία”  του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού λέει τα εξής:

Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι
από την απελπισιά.

 

 

… χωρίς άλλα σχόλια…

Τραγική κατάληξη στις επόμενες χρονιές, η πορεία του 1980. Στις 16 Νοέμβρη του 1980 δολοφονήθηκαν από άνδρες των ΜΑΤ, η Σταματίνα Κανελλοπούλου και ο Ιάκωβος Κουμής, κατά τη διάρκεια της πορείας του Πολυτεχνείου. Οι “εορταστικές” εκδηλώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου κορυφώθηκαν στις 16 Νοέμβρη, ημέρα Κυριακή με την καθιερωμένη πορεία. Η κυβέρνηση Ράλλη είχε απαγορέψει τη χρονιά εκείνη στην πορεία να κατευθυνθεί προς την Αμερικάνικη πρεσβεία και σύμφωνα με την απαγόρευση οι διαδηλωτές επιτρέπονταν να φτάσουν μόνο ως το Σύνταγμα και εκεί να διαλυθούν. Κι όμως, η Αθήνα εκείνο το βράδυ είχε μετατραπεί σε πραγματικό “σφαγείο”.

  • Το “Σφαγείο” είναι τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Είναι επίσης γνωστό ως το “Μεσημέρι”. Είναι μέρος του έργου του “Τα τραγούδια του Ανδρέα”, έργο αφιερωμένο στον αγωνιστή του αντιδικτατορικού αγώνα Ανδρέα Λεντάκη. Αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα και κυρίως στα βασανιστήρια που υποβάλλονταν τόσο ο μουσικοσυνθέτης, τον είχαν τοποθετήσει σε κελί κοντά σε χώρους βασανισμού, όσο και τα βασανιστήρια που είχε υποστεί ο ίδιος ο Ανδρέας Λεντάκης, στο κτήριο της Ασφάλειας της Μπουμπουλίνας. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα του αγώνα ενάντια στην Χούντα των Συνταγματαρχών.

Η «ματωμένη σημαία» (Δημήτρης Καπράνος, Καθημερινή 2002)

«Ο πιο λαμπρός εορτασμός της επετείου έγινε το 1975. Ηταν μια εποχή που όλα μέσα μας βρίσκονταν αταξινόμητα, όχι σκόρπια, ήταν ο καιρός που η φλόγα μέσα μας έκαιγε, που θέλαμε να αποδείξουμε ότι η Αριστερά υπάρχει και λειτουργεί, σκέφτεται και ετοιμάζεται. Ηταν η χρονιά που η «ματωμένη σημαία» που κρατούσαν τα μέλη της διοίκησης της ΕΦΕΕ έφερε δάκρυα στα μάτια του κόσμου. Αργότερα, τα δάκρυα τα έφερναν τα δακρυγόνα. Εκείνα, τα πρώτα χρόνια, πιστεύαμε όλοι μας ότι η επέτειος του Πολυτεχνείου θα ξέφευγε από τα καθιερωμένα. Δεν έγινε έτσι. Εκφυλίστηκε και δεν είναι εύκολο να πει κανείς το γιατί. Ισως γιατί οι εποχές άλλαζαν με ραγδαίο ρυθμό, ίσως γιατί εμείς οι ίδιοι τότε και οι μετέπειτα νέοι αργότερα, δεν καταλάβαμε το νόημά της ή εκτιμήσαμε λάθος την αξία της. Μπορεί να φταίει η πορεία, μπορεί να φταίνε οι πορευόμενοι».

Ο πρώτος νόμος για το πανεπιστημιακό άσυλο, έγινε από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., με τον Ν. 1268/82 και θεσμοθέτησε και τυπικά την ύπαρξή του, δημιουργώντας ένα προστατευτικό κέλυφος γύρω από τα ιδρύματα. Από τότε μέχρι και σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και κάθε προσπάθεια να αλλάξει αυτό το καθεστώς σημαίνει κόντρες δίχως έλεος. Και δεν έλειπαν και τα οξύμωρα. Στο νόμο του 1982, για παράδειγμα, το Πρυτανικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την ομοφωνία που απαιτούνταν, διότι οι φοιτητές συστηματικά διαφωνούσαν. Αυτό βέβαια δεν απέτρεψε την πιο εμβληματική άρση ασύλου στο Πολυτεχνείο στα εξεγερσιακά γεγονότα του Νοέμβρη του 1995 και τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά.

 

Η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στην επέτειο εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1985. Ο 27χρονος τότε αστυνομικός Αθανάσιος Μελίστας πυροβόλησε τον 15χρονο μαθητή Μιχάλη Καλτεζά στο πίσω μέρος του κεφαλιού από απόσταση είκοσι μέτρων, καθώς ο νεαρός έτρεχε μαζί με άλλους διαδηλωτές προς την πλατεία Εξαρχείων. Ασθενοφόρο μετέφερε το θύμα στον Ευαγγελισμό όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Αμέσως μετά τον θάνατο του Καλτεζά καταλήφηκε από αναρχικούς σε ένδειξη διαμαρτυρίας το παλιό Χημείο στη Σόλωνος και το Πολυτεχνείο. Το πρωί της 18ης Νοεμβρίου δόθηκε η άδεια από την Επιτροπή Πανεπιστημιακού Ασύλου, με πρόεδρο τον πρύτανη Μιχάλη Σταθόπουλο, να μπει η Αστυνομία στο Χημείο. Η εισβολή έγινε με χρήση δακρυγόνων, για πρώτη φορά μετά το 1976, και οι αστυνομικοί συνέλαβαν 37 άτομα τα οποία ξυλοκόπησαν, ενώ λίγοι κατάφεραν να διαφύγουν και να φτάσουν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου μέσα από τους υπονόμους. Τα επεισόδια στην Αθήνα συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες. Η αθώωση του Μελίστα σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αποτελεί και τη διακοπή τους κλίματος συναίνεσης μεταξύ αστυνομίας και πολιτικά ανήσυχων πολιτών, όπως αυτό επικρατούσε στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του σοσιαλιστικού ΠΑ.ΣΟ.Κ. Αυτή όμως ήταν και η πρώτη άρση ασύλου, από την επίσημη θεσμοποίησή του το 1982 όπως είπαμε.

 

Στο Γυμνάσιο πήγα το 1976, στο 15ο, εκεί που ήταν μαθητής ένα από τα θύματα των ημερών του Πολυτεχνείου, ο Διομήδης Κομνηνός, συγκεκριμένα σκοτώθηκε το βράδυ της 16ης στη γωνία Αβέρωφ και Μάρνη. Λες και ήταν όλα τόσο μοιραία, να μου δίνουν τροφή για σκέψεις, ερωτήσεις, απορίες και επαναστατικές τάσεις. Περίμενα ωστόσο μέχρι να πάω Λύκειο το 1979, να σταθώ μπροστά στην πορεία που κάναμε σαν σχολείο με μια ντουντούκα στο χέρι. Σε μια επετειακή μέρα που γινόταν «αργία», αλλά όλοι μας πηγαίναμε στην πορεία χωρίς να το σκεφτούμε και πολύ. Το θέλαμε! Κι εμένα λες και η κοντινή μνήμη μου με έσπρωχνε να το κάνω και να το κάνω και καλά. Το ήθελα!

  • Τον Δεκέμβρη του 1974, ο Λοίζος γράφει για το διαχρονικό παιχνίδι της εξουσίας και της υποταγής, προτιμά να το αφηγηθεί σαν ένα παιδικό παραμύθι, τον «Μέρμηγκα». Εκπληκτική ευρηματική αντίστιξη με τον σκληρό σαρκασμό της ιστορίας!

Μου αρέσει να περνάω μια βόλτα από την γωνία της Στουρνάρα, να θυμάμαι ότι μπορώαπό την μικρή μου καμερούλα. Οι εποχές μου έδωσαν τροφή για να αναζητήσω αλήθειες και τον εσωτερικό μου κόσμο, για έννοιες όπως Δημοκρατία και Ελευθερία. Απογοητεύτηκα με τη συνέχεια, ζώντας τη “Γενιά του Πολυτεχνείου”, αλλά δεν είναι αυτοί που στέκονται εμπόδιο στο μεγάλο σύμβολο. Στον αγώνα που κάποιοι μικροί έδωσαν σαν γροθιά, για αποκτήσουν ένα μεγάλο αγαθό. Τα σύμβολα είναι αιώνια και έτσι είναι το ξημέρωμα της 17ης Νοεμβρίου 1973.

Αθάνατο… και η επέτειος του Πολυτεχνείου αξίζει να εορτάζεται γι’ αυτό που ήταν: μια πράξη μαζικής αντίστασης ενάντια σε ένα αυταρχικό καθεστώς.

Για το www.look.gr

Κώστας Προβατάς (fb: Costas Provatas)