Τρείς θαρρώ, υπήρξαν ανέκαθεν εντός μου οι κεντρικές αρτηρίες της ψυχής μου. Η αγάπη για την ζωή, η αναζήτηση του μυστηρίου της και η νοσταλγία μιας εποχής που και τα δύο αυτά συναισθήματα τις Άνοιξες, έκλειναν ερωτικά ραντεβού, μέσα στο άρωμα των γιασεμιών ,κάπου εκεί, στις μάντρες των παλιών μονοκατοικιών της Αθήνας. Τούτα τα τρία ορμητικά ποτάμια, σάρωσαν στο πέρασμα τους, κάθε μου μνήμη. Ταυτόχρονα όμως,δρόσισαν τις ευαισθησίες μου και σίγουρα ποτέ δεν έπαψαν να ποτίζουν στις όχθες τους, το όραμα για μια Ελλάδα των γιασεμιών και της αγάπης. Τώρα πια, μόνο για ένα είμαι αληθινά σίγουρος. Δεν είμαι μόνος. Μεγάλη παρηγοριά αυτό! Κι όταν κάποιες νύχτες κλείνω τα μάτια μου, μπορώ πια και αντικρίζω χιλιάδες ποτάμια να ξεκινούν απ ‘την κορφή του καθ ενός μας. Κι ίσως οι διαδρομές των ποταμιών μας να διαφέρουν, μα όπως και να’χει στο τέλος, όλα καταλήγουν στην θάλασσα. Και δεν μιλώ για την οποιαδήποτε θάλασσα, μα για εκείνη, που αληθινά χωράει εντός της, τα ποτάμια όλου του κόσμου. Την απέραντη και βαθιά θάλασσα του Μάνου Χατζιδάκι!
Τον Αύγουστο του 1970 στους θερινούς κινηματογράφους, έκανε θραύση ο θρυλικός Ταρζάν! Εξι χρόνων εγώ τότε, μα ακόμα θυμάμαι την επική ατάκα του Βασιλιά της ζούγκλας, όταν συνάντησε για πρώτη φορά την αγαπημένη του. Και αφού πρωτίστως εκείνη του συστήθηκε, ο μυθικός ήρωας την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και της είπε: «Me Tarzan, you Jane!». Μα πέρα από τα δρώμενα στην μεγάλη οθόνη, υπήρχε και μια άλλη παράλληλη «ταινία” που παιζόταν κατά την διάρκεια του κάθε διαλείμματος. Τα φώτα, άναβαν, ένας μικροπωλητής του σινεμά, φορώντας μια λευκή ποδιά πουλούσε σάμαλι και κώκ, ενώ εγώ χανόμουν στο άρωμα των ανθισμένων γιασεμιών που έκαναν ρεσάλτο σαν πειρατές της αγάπης, στους γύρω μαντρότοιχους. Πολύ συχνά εκείνη την εποχή, αυτές οι μικρές ανάπαυλες των ταινιών,τελούσαν υπό τους ήχους της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι. Τούτα τα μουσικά απανθίσματα ήταν η αιτία σχεδόν πάντα να στρέφω το βλέμμα μου σαν από κάποιο άγιο ένστικτο, στον Αυγουστιάτικο νυχτερινό ουρανό. Τότε ακόμα, η Αθήνα είχε άστρα απάνωθέ της! Κι όταν το χλωμό σαν χάρτινο φεγγαράκι έκανε την εμφάνιση του, όλα πια χωρούσαν σε μια μονάχα λέξη. Μαγεία!..
«Χάρτινο το φεγγαράκι,
ψεύτικη ακρογιαλιά,
αν με πίστευες λιγάκι
θα `σαν όλα αληθινά»
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη σε ένα υπέροχο νεοκλασικό του 18 αιώνα ,στις 23 Οκτώβρη του 1925. Ηταν γιός του δικηγόρου Γιώργου Χατζιδάκι, που είχε καταγωγή από το χωριό Μύρθιο του Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου η οποία είχε γεννηθεί στην Αδριανούπολη. Η μουσική εκπαίδευσή του, ξεκίνησε από την ηλικία των τεσσάρων ετών με μαθήματα από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Μα αν όλα αυτά, ακούγονται σαν το πιο ευοίωνο ξεκίνημα ενός ιδανικού σεναρίου ζωής, η συνέχεια υπήρξε πολύ διαφορετική. Το 1932 οι γονείς του Μάνου χώρισαν, κι ο πατέρας του έξι μόλις χρόνια αργότερα σκοτώθηκε σε ένα τραγικό αεροπορικό δυστύχημα. Λίγο αργότερα ξέσπασε και ο Παγκόσμιος πόλεμος και το πορτρέτο της καταστροφής είχε πια ξεκάθαρα αναδυθεί μέσα στο νέο ζοφερό του κάδρο. Ο Μάνος, από γόνος μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, είχε βίαια μεταβληθεί σε έναν ανήλικο βιοπαλαιστή που προσπαθούσε να επιβιώσει, πότε ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι και πότε ως παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φίξ.
Μα όσο τελικά κινδυνεύει ο ήλιος να πνιγεί, κάθε που τον ‘θωρείς, να βυθίζεται στον ορίζοντα του ωκεανού, άλλο τόσο κινδύνευε κι ο ήλιος του Μάνου να χαθεί μέσα στην φουρτούνα της ίδιας του της ζωής. Ο τρόπος που αυτός αντιλαμβανόταν τον κόσμο τριγύρω του και κυρίως η μαγεία με την οποία μετέτρεπε τα συναισθήματα του σε νότες (αλλά και στίχους),τον είχαν εξ αρχής και αυτοδικαίως κατατάξει στην φυλή των «αθανάτων». Ακoλούθησε μια πορεία λαμπρή με παγκόσμιες διακρίσεις, με Οσκαρ ,κάτι που ο ίδιος πεισματικά απαξίωνε(!), με ανεπανάληπτες συνεργασίες, μα πάνω απ όλα, με μουσικές δημιουργίες, που έφεραν αυτούσια τα ηχοχρώματα της ψυχής του, τα οποία σαφώς ταυτίστηκαν πολύ γρήγορα με εκείνα, της ίδιας της Ελλάδας. Χρειάστηκαν, αρκετά χιλιόμετρα σελιλόιντ, αλλά και άλλα υλικά, όπως βινύλιο και χαρτί για να καταγράψουν όση περισσότερη μπορούσαν από την λάμψη του έργου του Μάνου Χατζιδάκι. Μια λάμψη διανθισμένη με χάρτινα φεγγάρια, με αγάπες που έγιναν δίκοπα μαχαίρια, με θάλασσες βαθιές, με πόλεις μαγικές, με κοντέσες και παιδιά του Πειραιά και όλα αυτά συνυπάρχοντα, με απόλυτη ειρήνη και αρμονία, στην δική του μεθυστική και αβάστακτα υπέροχη οδό Ονείρων.
«Δώσ’ μου τα μαλλιά σου
να τα κάνω προσευχή,
για να ξαναρχίσω
το τραγούδι απ’ την αρχή.»
Κάποτε, οι επιστήμονες έκαναν ένα πείραμα. Μέσα σε ένα αρκετά ευρύχωρο γυάλινο κύβο, τοποθέτησαν ένα ζευγάρι πειραματόζωων και τους παρείχαν τις ιδανικές συνθήκες επιβίωσης. Νερό, τροφή, καθώς και κατάλληλη θερμοκρασία, χαρίζοντας τους έτσι, έναν ιδανικό τεχνητό παράδεισο. Το ευτυχές ζευγάρι, κάποια στιγμή, άρχισε να ερωτοτροπεί και να φέρνει στην ζωή ,τους απογόνους του. Στη συνέχεια, εκείνοι με την σειρά τους ενηλικιώνονταν και σύντομα αποκτούσαν δικά τους παιδιά. Ο πληθυσμός λοιπόν, των πειραματόζωων αυξάνονταν ολοένα και περισσότερο. Πάντοτε όμως, σε έναν χώρο, από την μια μεν ιδανικό, μα απ την άλλη όμως, χωροταξικά δεδομένο. Έτσι, σιγά σιγά ο αρχικός παράδεισος μετεβλήθη σε αληθινή κόλαση! Οι δε ένοικοι του,διέγραψαν μια ζοφερή πορεία, ξεκινώντας από τον έρωτα και καταλήγοντας μέχρι και τον κανιβαλισμό! Και εάν μεν,το συμπέρασμα από το πείραμα αυτό, είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει παράδεισος εντός ορίων και στεγανών, ακόμη και κάτω από ιδανικές συνθήκες, πολύ συχνά σκέπτομαι πόσο περισσότερο τούτος ο κανόνας βρίσκει εφαρμογή, όσο αφορά τα στεγανά και τα επίπλαστα όρια της σκέψης του ανθρώπου. Πολύ λίγοι άνθρωποι, κατάφεραν να σπάσουν τα γυάλινα σύνορα της σκέψης μας και να μας ελευθερώσουν. Σίγουρα, προεξάρχουσα θέση ανάμεσα σε αυτές τις προσωπικότητες, κατέχει ο μαγικός Μάνος Χατζιδάκις!
Θεϊκά ανθρώπινος,παραμυθένια αληθινός, θνητά αθάνατος, ερωτικά μοναχικός ο Μάνος, έχει τον δικό του τρόπο, ειδικά μέσα από τις μουσικές του, να σε κατανοεί, να σε αφήνει αληθινό έρμαιο των συναισθημάτων σου, να σε συντρίβει ολοκληρωτικά κι ύστερα, εντελώς άξαφνα και με έναν μυστηριακά μεταφυσικό δικό του τρόπο ,να σε ξαναγεννά μέσα από τις ίδιες τις στάχτες των καμένων από την λάβα του χρόνου, ψυχικών ανανακλαστικών σου. Τώρα πια, πάνε χρόνια που η Ελλάδα ορφάνεψε απ το Μάνο. Η στερνή πνοή του, έσμιξε για πάντα με το πρωινό αεράκι του επιτάφιου της απουσίας του από τις ζωές μας, στις 15 Ιουνίου του 1994.Μα κι αν χάθηκε για πάντοτε το άστρο του, ξεκινώντας αθόρυβα για άλλους γαλαξίες, πάντοτε θαρρώ, οι νύχτες μας ακόμη και οι πιο σκοτεινές, θα μπορούν να ποντάρουν σε λίγο φώς, δανεισμένο απ το αιώνια ταξιδιάρικο χάρτινο φεγγαράκι του. Άλλωστε, σε μια συνέντευξη του ο ίδιος ο Μάνος τόνισε σχετικά με τα όνειρα…
«Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί και όχι για πάντα, μια και μόνη φορά.»
Υ.Γ. Πάει καιρός που ο καθρέφτης μου,εντελώς αυθαίρετα απέκτησε άποψη και μου υψώνει αντίλογο σε σχέση με τα τεκταινόμενα. Μου μιλά με θράσος για όσα δεν τόλμησα. Με επιστρέφει σε χρόνια ζωγραφισμένα με άλλα, πιο ζωντανά χρώματα. Μου θυμίζει επίμονα μορφές αγαπημένες, που έσβησαν για πάντα. Άλλοτε πάλι,μεγεθύνει τις ρυτίδες και το ακατάπαυστα αυξανόμενο ξέφωτο στο μέτωπο μου. Συχνά πάλι,τονίζει έντεχνα, το αβαθές σε όσα και όσους κατά καιρούς από λάθος «επένδυσα», ενώ υπογραμμίζει και την βαθιά θλίψη μου,μπροστά στην διαπίστωσή, ότι το υπόλοιπο του …προσδόκιμου της ύπαρξης μου,συρρικνώθηκε πια επικίνδυνα. Κι εγώ ακούω τον καθρέφτη και δεν μιλώ. Συχνά σκέπτομαι, «Δίκιο έχεις!Δίκαιο σε όλα.Τα φώτα σιγά σιγά σβήνουν κι εγώ ακόμα δεν τίμησα,όσο θα έπρεπε τον ήλιο». Κι ύστερα,με παίρνει για τα καλά από κάτω. Κι ύστερα συχνά,βάζω τα κλάματα. Κι ύστερα νοιώθω τόση θλίψη που όλη η ζωή μου, θυμίζει τόσο,κάποιο παλιό ανεκπλήρωτο έρωτα,που ποτέ δεν πάλεψα αρκετά. Τότε ,λίγο προτού χαθώ,γίνεται το μέγα θαύμα!Κλείνω τα μάτια και παρακολουθώ έκπληκτος, το σύντομο πέρασμα μου απ την ζωή, να μεταμορφώνεται σε ένα υπέροχο καρουζέλ φωτεινών στιγμών. Ξαναβλέπω τους παιδικούς μου φίλους,το άγιο πρόσωπο της μάνας να ανθίζει ακατάπαυστα μέσα απ το χαμόγελο της,το πρώτο μου καρδιοχτύπι κι άλλα τόσα πολύτιμα μαργαριτάρια,λησμονημένα πια από χρόνια και φυλακισμένα αιώνια ,μέσα στα απολιθωμένα στρείδια του βυθού της λήθης μου. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη μαγικό, που πάντοτε βοηθά αυτό το καρουζέλ να επισημαίνει την διαφορά,ανάμεσα στην ζωή και στον θάνατο. Πάντοτε, όταν το θωρώ να περιστρέφεται σαν μεθυσμένος πλανήτης στο άπειρο,παράλληλα ,το μυαλό μου επιμένει να «ντύνει» την όλη εικόνα, με ένα μαγικό μουσικό υπόβαθρο.Το «Βαλς των χαμένων ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι! Υπερβολές,θα πει κάποιος. Ψέματα,θα πει ένας άλλος.Μα σας ορκίζομαι,έτσι ακριβώς είναι.Ε… κι αν δεν με πιστεύετε,η λύση είναι απλή! Την επόμενη κι όλας φορά ,που ο καθρέφτης σας καταπιέσει αυθαδιάζοντας,επιλέξτε αντί να αφεθείτε στα άγρια κύματα των σκληρών λόγων του ,να κλείσετε τα μάτια,και να αφεθείτε στους ήχους από το υπέροχο Χατζιδακικό βαλσάκι. Παράλληλα, τολμήστε επιτέλους να απαντήσετε και στο αιώνια βασανιστικό ερώτημα, με την λυτρωτική όμως, απάντηση. Μάνος η μόνος?
«Σ’ αναζητώ στο χώρο αυτό,
γιατί είμ’ εγώ πολύ μικρός
και θλιβερός ηθοποιός.
Θα παίξεις μια, θα παίξω δυο.
Θα κλάψεις μια, θα κλάψω δυο.»