Πέρασαν 40 χρόνια, από τότε που η Κωνσταντίνα, συστήθηκε, όχι μόνο στο ελληνικό κοινό, αλλά στο ευρωπαϊκό, μέσα από το διαγωνισμό της Eurovision. Kαι στα χρόνια που ακολούθησαν, κατάφερε να δημιουργήσει μια καριέρα γεμάτη φως, ανατροπές, επιτυχίες, διαχρονικότητα και κυρίως, το να μη τίθεται θέμα σύγκρισης, με άλλη τραγουδίστρια.

 

 

 

 

 

 

 

 

Διότι η Κωνσταντίνα, δεν ακολουθούσε πάντα τον εύκολο και σίγουρο δρόμο της επιτυχίας.

Αντίθετα, τόσο στη δισκογραφία, όσο και στις ζωντανές της εμφανίσεις ρίσκαρε, έψαχνε το κάτι διαφορετικό και αυτό που κάθε φορά θα την πήγαινε πιο μπροστά. Τραγούδησε λαϊκά, pop, έντεχνα, ethnic, ροκ και πάντα με τη δική της ποιότητα και φυσικά, την σπάνια και ξεχωριστή φωνή της.

 

 

ΧΣ: Να ξεκινήσουμε από τα πολύ παιδικά σας χρόνια. Η μικρή Ντίνα Κωνσταντίνου, ήθελε πάντα να γίνει τραγουδίστρια;

Κ: Μα έγινα από μικρή τραγουδίστρια. Όμως ως πολύ μικρό παιδάκι, φανταζόμουν ότι θα γινόμουν γυμνάστρια. Μου άρεσε πολύ ο αθλητισμός και σκεφτόμουν πως θα σπούδαζα στη γυμναστική ακαδημία. Όμως προέρχομαι από μουσική οικογένεια. Ο αδερφός μου ξεκίνησε πρώτος στη μουσική και με παρέσυρε και εμένα. Όταν μπήκα στο μουσικό αυτό ταξίδι, κατάλαβα πως αυτό με ενδιέφερε πραγματικά.

 

ΧΣ: Η πρώτη φορά, που συστηθήκατε ευρέως στο κοινό, ήταν το 1983, εκπροσωπώντας την Κύπρο, μαζί με τον Σταύρο Σιδερά, στο διαγωνισμό της Eurovision. Είχατε ήδη έρθει στην Ελλάδα μόνιμα;

Κ: Ναι, και έκανα και αρκετές συνεργασίες, σπουδάζοντας παράλληλα στο ωδείο και πηγαίνοντας στο σχολείο. Η πρώτη μου δουλειά στην Ελλάδα, ήταν σε μια μπουάτ στην Πλάκα, δίπλα στον Γιώργο Νταλάρα και τη Χάρις Αλεξίου.

 

ΧΣ: Μιας και αναφερθήκαμε στη Eurovision, σας ζητήθηκε ξανά να εκπροσωπήσετε είτε την Ελλάδα, είτε την Κύπρο στο διαγωνισμό;

Κ: Είχε τεθεί, αρκετές φορές και από τις 2 χώρες αλλά δεν ήταν κάτι που ήθελα. Ήμουν τόσο αφοσιωμένη τόσο στη δισκογραφία όσο και στις ζωντανές μου εμφανίσεις. Όταν δουλεύαμε 6 φορές την εβδομάδα, απορώ πως τα κάναμε τότε όλα αυτά. Κάθε χρόνο να κάνεις νέο δίσκο, ηχογραφήσεις, γυρίσματα video clip, promotion. Και μέσα σε όλα αυτά, έπρεπε να υπήρχε και προσωπική ζωή.

 

ΧΣ: Μέσα από όλο αυτό το τρέξιμο, αντιλαμβανόσασταν τότε, το μέγεθος της επιτυχίας;

Κ: Ναι, γιατί κάθε χρόνο βγάζαμε δίσκο, αλλά στη δική μου περίπτωση, από κάθε δουλειά, γινόντουσαν επιτυχίες 4-5 τραγούδια. Ήθελε πολύ τρέξιμο βέβαια. Έπρεπε να είμαι απολύτως συνεπής, σε ότι συμφωνία υπήρχε, πχ για το promotion του δίσκου ή να εμφανίζομαι κάθε βράδυ, ακόμα και με 40 πυρετό. Αυτά ήταν τα δύσκολα, που τότε δεν καταλαβαίναμε, το πόσο πολύ τρέχαμε.

Nα σου πω μια ιστορία από το 1987, που είχα ήδη το δίσκο με τον Μάριο Τόκα. Τραγουδούσα με τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Λεωνίδα Βελή. Λίγο πριν το Πάσχα, μας ζητήθηκε να κάνουμε ένα γύρισμα, για να προβληθεί στις γιορτές. Φύγαμε λοιπόν από το μαγαζί, πήγαμε στο Τατόι, πετάξαμε με αεροπλάνο της πολεμικής αεροπορίας, πήγαμε στον Έβρο, κάναμε γύρισμα, με τους φαντάρους μαζί και γυρίσαμε και πήγαμε κατ’ ευθείαν για δουλειά.  Εννοείται πως συνέβησαν πολλά ακόμα, τέτοια περιστατικά, τα οποία τα θεωρούσαμε φυσιολογικά, αλλά έχοντας περάσει πια τα χρόνια, τα θεωρώ λίγο ηρωικά, θα έλεγα. Τραγουδούσα με θλάση στο πόδι, ως πρώτο όνομα, το 1990 σε μαγαζί του αγαπημένου όλων των καλλιτεχνών, Αργύρη Παπαργυρόπουλου και ήταν αδύνατον να μην τραγουδήσω, αφού ήταν πολλές οι οικογένειες που ζούσαν από αυτή τη δουλειά. Αναφέρομαι σε όλο το προσωπικό του μαγαζιού.

 

 

ΧΣ: Η είσοδος σας, στις ζωντανές εμφανίσεις, ήρθε εύκολα και με σπουδαία ονόματα, όπως μας είπατε. Στη δισκογραφία, ήρθαν το ίδιο εύκολα;

Κ: Ξεκίνησα το 1983, κάνοντας ένα δίσκο 45 στροφών με 2 τραγούδια, ενός Κύπριου συνθέτη, του Μάριου Μελετίου και την επόμενη χρονιά, πήγα στην εταιρία του Γιώργου Κατσαρού «Athenaeum» και κάναμε έναν πραγματικά πολύ καλό δίσκο, το «’Όσα φέρνει το τραγούδι», με τραγούδια των Παναγιώτη Μαθιέλη και Φίλιππου Νικολάου. Όμως αυτές οι δουλειές, γίνανε από 2 μικρές εταιρίες και δεν υπήρχε η δυνατότητα προώθησης, ώστε να γίνουν γνωστά τα τραγούδια. Τότε υπήρχαν ραδιοφωνικές εκπομπές, όπου η κάθε εταιρία, διαφήμιζε τους καλλιτέχνες της. Κάτι τέτοιο δε μπορούσε να συμβεί με αυτούς τους δίσκους. Όταν έγινε, ο επί της ουσίας, πρώτος μου δίσκος, με τον Μάριο Τόκα στη Lyra, δεν υπήρχαν ακόμη τα video clips στην Ελλάδα, αλλά μέσω της δυναμικής της εταιρίας στα ραδιόφωνα, έγιναν επιτυχίες τραγούδια, όπως το «Σημάδι, Άγγελε μου και φονιά, Θάλασσες». Μέχρι να γίνει βέβαια αυτός ο δίσκος, είχα κάνει κι άλλες προσπάθειες για δισκογραφία. Έχω ηχογραφήσει τραγούδια με τον Σπύρο Βλασσόπουλο, με τον Νίκο Μαμαγκάκη. Ο Κώστας Χατζής, με τον  οποίο κάναμε περιοδεία, είχε αναγγείλει σε συναυλίες, πως ετοίμαζε δίσκο μαζί μου και ήταν το «Ταμ ταμ». Φτάναμε στο ¨παρά πέντε¨, αλλά δεν κυκλοφόρησαν αυτές οι δουλείες. Συνέβαιναν αυτά στη δισκογραφία.

 

ΧΣ: 1987 και «Θυμάμαι θα πει σ’αγαπώ», το πρώτο σας ντουέτο σε προσωπικό δίσκο και αυτό με τον Γιάννη Πάριο. Μεγάλη τιμή για μια νέα τραγουδίστρια.

Κ: Βέβαια. Συνεργαζόμασταν 2 χρονιές με τον Πάριο και του έκανα φωνητικά. Υπήρχε μια εξαιρετική σχέση. Με είχε καλέσει να του κάνω δεύτερες φωνές, στο δίσκο του «Όταν βραδιάζει» και μάλιστα, υπήρχε ένα υπέροχο τραγούδι του Αντώνη Βαρδή, το «Σε φοβάμαι», όπου κάναμε με τον Αντώνη ένα χορωδιακό πέρασμα, στο φινάλε του τραγουδιού.

 

ΧΣ: Ακολουθούν οι δίσκοι «Σε ζητώ / Στον επόμενο τόνο», από τους οποίους γίνονται μεγάλες επιτυχίες, τα πιο pop τραγούδια, όπως τα «Ψέματα, Κι αυτό το βράδυ, Είναι αργά, Στον επόμενο τόνο, Πιο πολύ, κλπ». Κι ενώ η pop κουλτούρα, επικρατεί στη δισκογραφία, τολμάτε μια στροφή, με καθαρά λαϊκό ρεπερτόριο, κάνοντας βέβαια και μια από τις μεγαλύτερες σας επιτυχίες το «Θα φύγω με τους φίλους για Κάϊρο».

Κ: Πάντα υπήρχε το λαϊκό στοιχείο στους δίσκους μου, όμως το κοινό με προτιμούσε περισσότερο στα πιο pop κομμάτια. Ακούγοντας τώρα τα πρώτα τραγούδια, κατανοώ πως λόγω του νεαρού της ηλικίας μου, ίσως δεν μπορούσα να πείσω πως είμαι μια λαϊκή τραγουδίστρια. Το ¨Σημάδι¨ ή οι ¨Θάλασσες¨ ήταν λαϊκά τραγούδια. Εμείς τότε, στις ραδιοφωνικές εκπομπές που έκανε η Lyra, προωθούσαμε τα παραπάνω τραγούδια, αλλά ξεχώρισε κυρίως στην αρχή το «Άγγελε μου και φονιά». Τα 2 αυτά τραγούδια, γίνανε με εμένα επιτυχίες, αλλά με τις επανεκτελέσεις των Πάριου και Μητροπάνου, αντίστοιχα, γίνανε ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες. Τα μεγάλα τραγούδια, πάντα βρίσκουν το δρόμο τους και δε χάνονται. Θα πω όμως, πως μετά από αυτές τις διασκευές, αυτό που εισέπραξα, είναι πως τα τραγούδια, ερμηνευμένα από εμένα, είχανε την αυθεντικότητα του συνθέτη. Ήτανε στο κλίμα ενός δίσκου.

 

 

 

ΧΣ: Έχοντας πλέον κάνει, μεγάλη επιτυχία και στο καθαρά λαϊκό ρεπερτόριο, από το 1992 θα βρεθείτε στην Bmg. Εκεί ξεκινάει ένας κύκλος δισκογραφικός, πιο τολμηρός, θα έλεγα, ειδικά για μια γυναίκα, που πρωταγωνιστούσε στις μεγαλύτερες πίστες. Για αρχή έχουμε το «Μια Ελλάδα φως», σε συνεργασία με τον Yanni, μετά το «Η καρδιά μου τραγουδά τη Μεσόγειο», με τις διασκευές τραγουδιών από μεσογειακές χώρες και τέλος το «Χαμογελώ» των Παν.Μαθιέλη, σε στίχους Άκου Δασκαλόπουλου. Ειδικά οι 2 τελευταίοι δίσκοι, πλησίαζαν το έντεχνο ρεπερτόριο.

Διασκευάσατε Μάνο Λοϊζο. Αντιλαμβάνομαι πως αυτό που σας ενδιέφερε περισσότερο, ήταν η καλλιτεχνική εξέλιξη, παρά μια πιο ασφαλής -εμπορικά- επιλογή.

Κ: Είναι αλήθεια, ο στόχος ήταν αυτός. Μια ουσιαστική εξέλιξη. Όμως δε θεωρώ πως ξέφυγα, από τα όρια των φωνητικών μου δυνατοτήτων. Πάντα υπήρχε η μεγάλη γκάμα και δε μου άρεσε να βάζω ταμπέλα σε αυτό που κάνω. Δεν ήθελα να κάνω τραγούδια σλόγκαν. Μαζί με τον Παναγιώτη Μαθιέλη, που ήταν και μαέστρος μου και συνθέτης των περισσοτέρων τραγουδιών μου, δίναμε μεγάλη σημασία στο στίχο. Δεν ήταν το κριτήριο μας, το εύκολο, για να μη χάσω, ας πούμε την “πρωτιά”. Πίστευα πως αυτό που μου αρέσει πραγματικά, αυτό μπορώ και να περάσω στον κόσμο. Όχι να ακολουθήσω κάτι που ήταν απλά στη μόδα. Στη δισκογραφία ,καταθέτεις ψυχή. Για αυτό και ζητούσα πάντα μεγάλους στιχουργούς, όπως την Τασούλα ΘωμαΪδου, τον Πάνο Φαλάρα, τον Άκο Δασκαλόπουλο, τον Σαράντη Αλιβιζάτο. Δεν γράψανε αυτοί οι άνθρωποι, απλώς τραγούδια για ένα νέο δίσκο. Γράφανε για μένα, γνωρίζοντας με ως άνθρωπο.

 

ΧΣ: Όταν κάνατε αυτούς τους δίσκους, βρίσκατε εμπόδια; Υπό την έννοια, να σας παρακινούν να κυνηγήσετε πιο “ασφαλή” εμπορικά κομμάτια.

Κ: Μιας και αναφέραμε το δίσκο «Η καρδιά μου τραγουδά τη Μεσόγειο», ήταν μια πρόταση του Μίλτου Καρατζά, από μια ιδέα του Παναγιώτη Μαθιέλη. Η Τασούλα Θωμαϊδου έγραψε εκπληκτικό στίχο. Άρα όχι μόνο εμπόδιο δεν υπήρχε, αλλά ήταν κοινός στόχος με την εταιρία, πως θα κάνουμε ¨αυτό¨ και θα μεγαλουργήσουμε.

Επίσης η συνεργασία με τον Yanni, ήταν πάλι ιδέα του Καρατζά. Έτσι προέκυψε το «Μια Ελλάδα φως» σε στίχους της Τασούλας Θωμαϊδου.  Μου είχανε εμπιστοσύνη, οι άνθρωποι που συνεργαζόμουν μαζί τους. Δε θα συνεργαζόμουν με ανθρώπους, που θα μου δίνανε μια γραμμή, να κάνω πράγματα, που δε θα με εκφράζανε.

 

 

ΧΣ: «Έρχομαι» στο 1996 και τον ομώνυμο δίσκο. Ξεκινήσατε μια νέα συνεργασία με τη MinosEmi, αλλά και για πρώτη φορά με το Φοίβο. Εξαιρώ την τεράστια επιτυχία που κάνει μέχρι σήμερα το «Δηλητήριο» και παρατηρώ πως δεν κάνατε τραγούδια μαζί του, που να μοιάζουν πως φτιάχτηκαν για να γίνουν τα τεράστια σουξέ, όπως πχ τα «Ιεροσυλία, Μαργαρίτες, Τηλεφώνησε μου, κλπ». Μοιάζατε να κρατάτε μια απόσταση, από αυτήν την πλευρά του ταλέντου του, που όμως έφερνε διπλές και τριπλές πλατίνες.

Κ: Ισχύει αυτό που σου είπα παραπάνω, δε με ενδιέφερε να πω κάτι, απλά για να κάνω σουξέ.

Είχα πάρει αρκετά τραγούδια του Φοίβου και επέλεξα αυτά που κυκλοφόρησαν. Δε σνόμπαρα ούτε αυτά τα ¨σουξέ¨, ούτε φυσικά το «Δηλητήριο». Όμως μετά από αυτό, εγώ ήθελα να κάνω ένα νέο άνοιγμα. Ήθελα να κάνω Μάριο Τόκα. Δεν ευδοκίμησε αυτή η προσπάθεια, δε μπόρεσε να γίνει αυτή η δουλειά. Έτσι κάναμε το δίσκο «Δυνατά», όπου είχαμε το υλικό του Παν. Μαθιέλη.

 

ΧΣ: Ακολουθεί, ένας ακόμα πετυχημένος δίσκος, το 1998, το «Σημείο επαφής», με πολύ μεγάλες επιτυχίες, όπως τα «Η καρδιά μου είναι ζαλισμένη, Δεν είμαι εδώ, Χωρίς φτερά, Αν ξαναρθείς». Και κάπου εκεί κάνετε μια πρώτη μεγάλη αποχή, 4ετίας, ενώ βρισκόσασταν στην κορυφή.

Κ: Είχα πάρει απόφαση να αλλάξω χώρους εμφανίσεων αλλά και τους ρυθμούς της καριέρας μου, να τους μειώσω. Γιατί εκεί ήρθε και το παράπονο της κόρης μου, πως ασχολούμαι πολύ με την καριέρα μου, και ότι δεν είμαι δίπλα της, όπως με χρειαζότανε. Είχα πάρει νωρίτερα αυτήν την απόφαση, αλλά είχα μια ομάδα δίπλα μου, τους μουσικούς μου, και χρειαζότανε να δουλεύω χωρίς σταματημό. Το 2001 , ήμουν με το Σφακιανάκη, και ήταν η τελευταία φορά που ήμουν σε μεγάλο μαγαζί. Ψαχνόμουν σε μουσικές σκηνές, ξεκίνησα στην ¨Αρχιτεκτονική¨, είχα βγάλει και το δίσκο «Αρχιτεκτονική live» από εκεί. Ήθελα πάλι να κάνω την ανατροπή. Χρειαζόμουν πιο χαλαρά πράγματα. Ήταν βέβαια δύσκολο να μπω στις μουσικές σκηνές. Υπήρχε τότε ο διαχωρισμός των καλλιτεχνών. Θεωρούσαν ότι εμείς που δουλέψαμε σε πίστες, δε χωρούσαμε σε αυτούς τους χώρους. Όμως θεωρώ ότι πάντα πλησίαζα στο έντεχνο, και αυτό έχει αποδειχθεί. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και τα τραγούδια μου ακούγονται διαχρονικά.

 

 

ΧΣ: Ένα ακόμα τολμηρό βήμα, θα κάνετε το 2002, με τον δίσκο «Λάθος». Εκεί προσπαθήσατε να κάνετε ένα ροκ δίσκο. Και ήταν η πρώτη φορά, που ένας δίσκος δεν αναγνωρίστηκε όσο του άξιζε.

Κ: Ο κόσμος μάλλον δε με δέχτηκε σε πιο ροκ ύφος. Ίσως επειδή, εγώ δεν είμαι ¨ροκ¨, ως άνθρωπος.

 

ΧΣ: Παρότι αυτός ο δίσκος, δεν πήγε καλά, δε προσπαθήσατε να κάνετε κάτι άμεσα, για να κάνετε μια νέα δυναμική επιτυχία. Θεωρείτε πως δεν είχατε τη στήριξη από τη Minos, και για αυτό διακόψατε τη συνεργασία;

Κ: Η δισκογραφία και οι εμφανίσεις είναι ένα. Εκεί δε συμφωνούσαμε με τη Minos. Για την ολική μου συνέχεια, τόσο δισκογραφικά, όσο και σε επίπεδο χώρων εμφανίσεων. Ήταν μια μεγάλη στροφή, το ξέρω, αλλά την είχα ανάγκη.

 

ΧΣ: Έχετε να βγάλετε ολοκληρωμένο δίσκο, με νέα τραγούδια, από το 2006. Σας λείπει η διαδικασία παραγωγής ενός δίσκου;

Κ: Δεν έχει νόημα πια το να κυκλοφορήσεις ένα δίσκο. Είμαι τόσο ικανοποιημένη από όσα έχω κάνει, και επειδή έχουν αλλάξει τόσο πολύ τα πράγματα, δε μπορώ να συμβαδίσω με αυτό. Τρέχουν όλα τόσο γρήγορα γύρω μας, που ότι και να έβγαζα, θα αφορούσε λίγο κόσμο. Θέλω να συμβαδίσω με την εποχή της κόρης μου, αλλά δεν μπορώ να τα καταφέρω.

 

 

ΧΣ: Το 1997, υπογράψατε και τη μουσική αλλά και τους στίχους, στο τραγούδι «Μάνα μου», που ερμήνευσαν τα αδέρφια σας Χαρά και Άνδρος Κωνσταντίνου και εκπροσώπησαν την Κύπρο, στο διαγωνισμό της Eurovision. Γιατί δεν ακούσαμε άλλα δικά σας τραγούδια;

Κ: Έχω αρκετά τραγούδια, αλλά δεν έτυχε να τα κυκλοφορήσω αλλά δεν αποκλείεται μελλοντικά να το κάνω.

 

ΧΣ: «Κύριε Αττίκ…Τελειώσαμε». Το καλοκαίρι μας παρουσιάσατε μια παράσταση – έκπληξη, για τη ζωή του Αττίκ.

Κ: Ήταν μια καταπληκτική εμπειρία, και μπορεί να συνεχιστεί και φέτος. Ήταν ένας μονόλογος, με τον Πέτρο Αποστολόπουλο,σε σκηνοθεσία Φωτ.Νταφοπούλου και κείμενο του Γιώργου Α. Χριστοδούλου. Εγώ έβγαινα και τραγουδούσα τραγούδια του Αττίκ. Αυτά τα έχω ηχογραφήσει, και θα είναι η επόμενη δουλειά. Θα είναι ένας δίσκος πιάνο – φωνή. Παίζει ο Γιώργος Παγιάτης, εκπληκτική ερμηνεία στο πιάνο. Θα συμπληρωθεί η δουλειά διασκευάζοντας τα τραγούδια «Τηλεφωνώ – Πάμε».

 

 

ΧΣ: Έχετε συνεργαστεί επί σκηνής, με γυναίκες – θρύλους της μουσικής σκηνής. Στα πρώτα σας βήματα με τη Βίκυ Μοσχολιού και τη Μαρινέλλα και κάποια χρόνια μετά, με τις Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου και Μαίρη Λίντα. Τι εισπράξατε, ως νεότερη τραγουδίστρια από αυτές τις γυναίκες;

Κ: Η πραγματική θρυλική και ωραιότερη συνεργασία που έχω κάνει, είναι με τις 3 κυρίες. Γκρέυ-Πάνου-Λίντα. Πήρα τεράστια αγάπη από αυτές, και τις αγαπούσα και εγώ πολύ. Ήταν τόσο σημαντικό να βρίσκεσαι με αυτές τις κορυφαίες φωνές.

 

ΧΣ: Κάνατε μεγάλες επιτυχίες και με ντουέτα, επίσης απρόβλεπτα μεταξύ τους. Υπάρχει μια τεράστια απόσταση από τον Στέφανο Κορκολή έως τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο.

Κ: Χαίρομαι ειλικρινά, που έγιναν μεγάλες επιτυχίες αυτά τα τραγούδια. Τα ετερώνυμα έλκονται, το κάναμε πράξη σε αυτά τα ντουέτα και πετύχανε. Αυτά τα τραγούδια μου τα προτείνανε οι ίδιοι οι καλλιτέχνες.

 

 

ΧΣ: Κλείνοντας, θέλω να μου πείτε κάποια τραγούδια σας, που θεωρείτε αδικημένα, και θα θέλατε μέσα από αυτήν εδώ τη συζήτηση, να τους δώσετε μια ευκαιρία να τα ακούσει ο κόσμος ξανά.

Κ: Όταν ένας δίσκος, πάει καλά, ξεχωρίζουν τα τραγούδια που ενδιαφέρουν τον περισσότερο κόσμο. Σίγουρα δε θα μπορούσαν όλα να γίνουν επιτυχίες, από ένα δίσκο. Όταν έβγαζα τους δίσκους μου, έβγαιναν μπροστά το πρώτο δίμηνο άλλα τραγούδια και στην πορεία ανακάλυπτε και ο κόσμος άλλα και τα επέβαλλε. Δεν υπήρχε τότε και το playlist. Όμως πιστεύω, πως περνώντας τα χρόνια, οι άνθρωποι που ξέρουν να διαλέγουν τραγούδια, δε τα ξεχνάνε. Τα όμορφα τραγούδια δεν χάνονται, και αν έστω λίγοι άνθρωποι τα θυμόνται, δε τα θεωρώ αδικημένα. Όμως αν πρέπει να επιλέξω 2 τραγούδια, που δεν ακούστηκαν όσο πιστεύω θα έπρεπε, θα σου πω από τον τελευταίο δίσκο μου «Τι μπήκε ανάμεσα μας», και είναι τα «Πάρε με» και το «Πόσο πια να σ’αγαπώ» που ήταν σε συνεργασία, με τους Apurimac.

 

Αντί επιλόγου..

Κ: Θέλω να πω κλείνοντας, πως όταν κάνω κάποιες συναυλίες ή εμφανίσεις, έρχονται ακόμα και μικρά παιδιά, και φέρνουν τα βινύλια για να τα υπογράψω. Δε φαντάζεσαι πόσο με συγκινεί αυτό. Και να πω και ένα πολύ μεγάλο ¨ευχαριστώ¨ στον αποδέκτη, δηλαδή το κοινό, που αγκάλιασε τις προσπάθειες που έκανα. Μπορεί κάποιες να ήταν , τολμηρές αλλά η αγάπη του κόσμου, με έχει δικαιώσει.

 

Ακολουθεί ένα playlist, με πολλές από τις μεγάλες επιτυχίες της Κωνσταντίνας, αλλά τραγούδια, που ίσως δεν ακούστηκαν όσο τους άξιζε.