Η Δάφνη έρχεται σε μια αποκλειστική συνέντευξη στο The Look.Gr
Έχεις γεννηθεί μετά το 1975 και έζησες τα 90ς, τα Ελληνάδικα και την -τότε- χρυσή εποχή της δισκογραφίας; Τότε ένα είναι δεδομένο.
Έχεις χορέψει και εσύ “Ολέϊ Ολέϊ”, “Πράσινα φανάρια”, “Αλήτισσα”, “Εδώ και τώρα”, “Ντιριντάχτα και αμάν” και όλες τις υπόλοιπες επιτυχίες της Δάφνης, που ήταν ένα από τα κορίτσια των 90ς, που ξεχώρισαν και αγαπήθηκαν πολύ.
Και αν έχεις χάσει τα ίχνη της, είναι γιατί, όταν αντιλήφθηκε -εγκαίρως-, την κρίση που θα ερχόταν στη δισκογραφία, ενώ πατούσε «Μία φρένο και δύο γκάζι», τελικά πάτησε δυνατά το.. γκάζι, και αποφάσισε να αποχωρήσει από το χώρο, με το κεφάλι ψηλά.
Πέρασαν 20 ολόκληρα χρόνια, από τον τελευταίο δίσκο της ¨Καλύτερα», και άλλα τόσα, από τότε που έχει να μιλήσει δημόσια. Και νιώθω μεγάλη χαρά, που επιτέλους την έπεισα να το κάνει, διότι η ίδια θεωρούσε πως, έχοντας αποτραβηχτεί εντελώς από τα πράγματα, δεν θα είχε λόγο να μιλήσει.
Η συνέντευξη που θα διαβάσετε παρακάτω, δόθηκε σε μια εξαιρετική παραλία, μεταξύ ηλιοθεραπείας και βουτιών στη θάλασσα.
ΧΣ: Είσαι μια γυναίκα, που έκανες ένα μεγάλο «μπαμ» στη δεκαετία 90, και ενώ έκανες σουξέ και είχες δυναμική παρουσία, στα πράγματα, έτσι απλά, εξαφανίστηκες.
Δ: Επιλογή μου!
ΧΣ: Δεκτό, παρόλα αυτά, κάθε ίχνος της Δάφνης χάνεται. Ανακαλύπτεις, μέσω των social media, πως υπάρχει κόσμος που σε αγαπάει και σε ψάχνει, και τελικά αντιλαμβάνομαι πως δε ξέρουμε τίποτα για σένα. Πάμε να σε μάθουμε. Που γεννήθηκες; Που μεγάλωσες;
Δ: Γεννήθηκα στη Νίκαια αλλά μεγάλωσα στη Γλυφάδα.
ΧΣ: Ήσουν από τα παιδιά, που ήξερες από μικρή, πως θέλεις να γίνεις τραγουδίστρια;
Δ: Όχι. Από μια ηλικία, άρχισα να χορεύω διαρκώς και κάποια στιγμή, η αδερφή της γιαγιάς μου, ήξερε έναν manager, τον Νίκολσον, και αυτός με έφερε σε επαφή με τον Τάκη Σαγιόρ. Το 1975 γνωριστήκαμε, και έγινα μόνιμη χορεύτρια του για μια πενταετία. Με τον Σαγιόρ, παίξαμε σε θέατρα και σε πίστες. Εδώ να σου πω, πως κάποια στιγμή, θέλησα να γίνω ηθοποιός, ξεκίνησα μαθήματα θεάτρου, και στις παραστάσεις που συμμετείχα στο πλάι του Τάκη, υπήρχαν νούμερα, που τραγουδούσα, και άρχισαν να μου λένε, πως έχω καλή φωνή.
Έτσι μου «βγήκε» το μικρόβιο του τραγουδιού, και το 1980, είχα μια πρόταση από ένα μαγαζί στη Θεσσαλονίκη, για να τραγουδήσω και έτσι ξεκίνησα. Ήταν και ο Πασχάλης Τερζής στο σχήμα, νέος και άγνωστος ακόμα. Αμέσως μετά, κατέβηκα Αθήνα, πέρασα από οντισιόν για ένα σχήμα με Σακελλαρίου – Στανίση – Κοντολάζο, τα πήγα πολύ καλά, και έτσι ξεκίνησε η διαδρομή μου στην Αθήνα.
Για μια δεκαετία περίπου, πριν καλά καλά, κάνω δίσκο, είχα την τιμή να δουλέψω, όχι μόνο στα καλύτερα μαγαζιά, αλλά με σπουδαίους τραγουδιστές. Δούκισσα, Μητροπάνο, Βοσκόπουλο, Χριστιάνα, Διονυσίου, Σακελλαρίου, Γλυκερία, Γκρέυ, Βίσση, Κόκκοτα, Δημητρίου, Αντύπα, Πανταζή, Βάνου, Στανίση, Πίτσα Παπαδοπούλου, Λιδάκη κλπ. Πήρα από όλους τους, μόνο τα καλύτερα. Μόνο!
ΧΣ: Από τόσα πολλά και κορυφαία ονόματα, χωρίς να αδικήσουμε κανέναν, υπάρχει κάποιος/α, που κρατάς πιο γλυκά μέσα σου;
Δ: Αγάπησα πολύ τη Γλυκερία, ένα πολύ γλυκό, και αθώο για το χώρο, πλάσμα και λατρεμένη φωνή. Τον Μητροπάνο, που ήταν πολύ γενναιόδωρος ως καλλιτέχνης, σου έδινε πολύ χώρο και χρόνο. Τη Δούκισσα επίσης, που ήταν μια αληθινή Δούκισσα και μεγάλη κυρία. Πιο κοντά ήρθαμε με τη Ρίτα Σακελλαρίου, ταιριάζαμε και γελάγαμε πάρα πολύ.
ΧΣ: Μου ανάφερες, σχεδόν όλα τα θρυλικά ονόματα. Αυτό το καλλιτεχνικό μεγαλείο, ταίριαζε και με την ψυχή τους;
Δ: Ναι, ταίριαζε. Ήταν όλοι ταλαντούχοι και δεν είναι τυχαίο πως όλοι τους ήταν και είναι αναντικατάστατοι. Είχανε ήθος και τους σεβόσουν διότι το άξιζαν.
ΧΣ: Πριν καθιερωθείς στο χώρο, αντιμετώπισες προβλήματα, που κατά καιρούς ακούμε; Κλειστά μικρόφωνα, αντιζηλίες κλπ;
Δ: Δεν αντιμετώπισα ιδιαίτερα προβλήματα. Ήμουν συνεπής και συνεργάσιμη. Ο άνθρωπος που μας προστάτευε πολύ στα πάντα, στον ήχο μας, το μεροκάματο μας κλπ, ήταν ο Τόλης Βοσκόπουλος. Νοιαζότανε για τους νεότερους.
Θέλω ειλικρινά να σου πω, πως όλα αυτά τα χρόνια, όχι μόνο για μένα, ήταν ένα μεγάλο σχολείο. Για όλα τα τότε, νέα παιδιά. Πήραμε τη σκυτάλη, από τεράστια ονόματα και σιγά σιγά καθιερωνόμασταν. Δίναμε κάθε βράδυ εξετάσεις. Λέγαμε εμείς ένα τραγούδι, και για να πούμε ένα δεύτερο, δίναμε αγώνα. Κάπου εκεί όμως, στο 1986, άρχισα να έχω έντονες ανησυχίες για το μέλλον μου στο χώρο και ξεκίνησα να ψάχνω τι μπορώ να κάνω δισκογραφικά. Έτσι έκανα, εκείνη τη χρονιά, τον πρώτο δίσκο « Χίλιες φορές σ’ αγάπησα», με συνθέσεις Χρήστου Σκαλτσουνάκη και στίχους Μάνου Κουφιανάκη, που είχαν γράψει ήδη μεγάλα σουξέ.
ΧΣ: Είχες κάποια τραγουδίστρια ως πρότυπο; Να πεις πχ ¨θέλω να γίνω η νέα Διαμάντη¨.
Δ: Δεν θα το πω εγωιστικά, αλλά όχι. Αγαπούσα πολλές και τις άκουγα, να παίρνω μαθήματα. Πχ από την Αλεξίου, τη Γλυκερία κλπ. Δε με φανταζόμουν μια νέα από αυτές, αλλά διδασκόμουν.
ΧΣ: 1988 και πλέον περνάς, στην Bmg, στην οποία έκανες τα περισσότερα πράγματα στην καριέρα σου.
Δ: Ναι, μπήκα με μια δική μου παραγωγή. Ήταν στα πρώτα της βήματα, ως πολυεθνική με νέο τμήμα στην Ελλάδα, με διευθυντή τον Μίλτο Καρατζά. Τον προσέγγισα, τα βρήκαμε και έτσι ξεκίνησα, ως ένα από τα πολύ πρώτα ονόματα της εταιρίας, μαζί με την Κούκα, την Αρβανίτη, τον Ρόκκο. Όλοι στα δισκογραφικά μας σπάργανα.
ΧΣ: Στον πρώτο σου δίσκο, στην Bmg, “Όταν ονειρεύομαι», είχες και ένα εξαιρετικό ντουέτο, με τον Θέμη Αδαμαντίδη, που ήταν ήδη ένα μεγάλο όνομα στο χώρο.
Δ: Ναι, το «Παράξενη αγάπη». Είχα την χαρά να δουλεύουμε μαζί τότε και του ζήτησα να με βοηθήσει, κάνοντας ένα ντουέτο μαζί μου. Τον ευχαριστώ πραγματικά, γιατί το δέχτηκε και από εκεί και πέρα, ξεκινά ουσιαστικά πια, η πορεία μου.
ΧΣ: Επόμενος δίσκος, «Ξεμυάλισε με» με ένα από τα σημαντικότερα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, τον Θανάση Πολυκανδριώτη.
Δ: Εκεί ήρθε και η πρώτη ουσιαστική επιτυχία, με το «Και χάνομαι», που λέγαμε μαζί με τον Θανάση. Έπαιξε ρόλο, πως είχανε ξεκινήσει πλέον τα video clips, τα ιδιωτικά κανάλια.
Αυτή η συνεργασία, έγινε από προτροπή της εταιρίας. Υποστήριζε τα νέα παιδιά πολύ όμως και ο ίδιος.
ΧΣ: Και αν δεν κάνω λάθος, είναι η μοναδική φορά, στο ντουέτο σας, που τραγούδησε ο Πολυκανδριώτης,
Δ: Ναι σωστά. Όταν γυρίζαμε το κλιπ, ντρεπόταν πολύ, ήταν συνεσταλμένος άνθρωπος.
ΧΣ: Συνεχίζεις με το δίσκο «Αναρωτιέμαι», το 1992 με 2 επίσης πολύ επιτυχημένους δημιουργούς. Τον Παναγιώτη Μαθιέλη και τον Νίκο Δουλάμη. Υπεύθυνοι για τις μεγάλες επιτυχίες της Κωνσταντίνας ο πρώτος, και της Άντζελας και του Πανταζή ο δεύτερος.
Δ: Ναι, πλέον άρχισα να διεκδικώ το καλύτερο για μένα. Παρόλα αυτά, ψάχνοντας τραγούδια για τον επόμενο δίσκο, θέλησα να δείξω και το « Άλλο πρόσωπο» μου, εξού και ο τίτλος του δίσκου. Δηλαδή το πρόσωπο της δημιουργού. Αποφάσισα λοιπόν, να με δοκιμάσω, και να κάνω δικά μου τραγούδια.
ΧΣ: Όπου και δικαιώνεσαι, καθώς το «Ολέϊ Ολέϊ», είναι το πρώτο mega hit σου, και το έγραψες μόνη σου.
Δ: Είχα γράψει μια μέρα τα κουπλέ, και μια άλλη μέρα οδηγώντας, μου ήρθε το ρεφραίν του. Τότε δούλευα με τον Στέλιο Ρόκκο, και του ζήτησα να μου το παίξει στην κιθάρα, να δούμε πως ακούγεται. Μου λέει «ρε συ, αυτό είναι σουξέ». Στην πορεία έκανα και κάποια ακόμα δικά μου κομμάτια, τα πήγα στην εταιρία για ακρόαση, και όλοι λέγανε ¨Αυτό είναι το σουξέ¨, αλλά εγώ δεν το πίστευα. Ήθελα να βγω με ένα τραγούδι, το «Τσιγγάνε», που ήταν λίγο πιο κοντά, σε αυτό που είχε κάνει η Πρωτοψάλτη με το δίσκο «Παραδέχτηκα».
Ο παραγωγός μου, ο Γαβρίλης Παντζής και μετά ο Καρατζάς, επιμένανε πως κάνω λάθος, και πως το «Ολέϊ Ολέϊ» ήταν το σουξέ. Βγαίνει ο δίσκος και σε μια βδομάδα, ναι ήτανε hit.
ΧΣ: Όταν πλέον ήρθε το μεγάλο μπαμ, και παιζόσουν παντού, πως το διαχειρίστηκες;
Δ: Α πολύ απλά. Εγώ δεν το καταλάβαινα. Για μένα ήταν μέρος της εξέλιξης της δουλειάς μου. Εκείνο που ένιωθα, ήταν η αντιμετώπιση του κόσμου, όταν έβγαινα. Στο πιο ζεστό χειροκρότημα.
ΧΣ: Από τη γενιά τη δική σου, όλοι οι καλλιτέχνες σχεδόν, μέχρι να κάνετε δισκογραφία, χρειάστηκε να περιμένετε χρόνια. Κανείς σχεδόν, με το που μπήκε στο χώρο, δεν έκανε σε ένα χρόνο δίσκο. Πιστεύεις ότι αυτό, σας προστάτεψε; Εννοώ, να πατάτε γερά στη γη;
Δ: Ασφαλώς. Γενικά τότε, κάναμε μεγάλο αγώνα να γίνει γνωστή η δουλειά μας. Διαρκώς συνεντεύξεις, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις. Δε μας χαρίστηκε τίποτα. Θυμάμαι από εκείνα τα χρόνια, να είμαι διαρκώς άυπνη. Να τελειώνω τα χαράματα το πρόγραμμα, και μετά να έχω να τρέξω να διαφημίσω τη δουλειά μου. Και μετά clips, studio για τον επόμενο δίσκο κλπ.
ΧΣ: Κάνεις λοιπόν το μεγάλο σουξέ, και προσωπικά, ως απλός παρατηρητής της δισκογραφίας, θα περίμενα η εταιρία να πέσει πάνω σου και να σου έχουν έτοιμα, μεγάλα ονόματα δημιουργών για τον επόμενο δίσκο. Αντί αυτού, η επόμενη δουλειά , τα «Πράσινα φανάρια»..
Δ:..Σε στίχους, Φωτεινής Δούρου και η οποία δουλειά έκανε μεγαλύτερη επιτυχία και στα ραδιόφωνα και στις πωλήσεις..
ΧΣ: Ωραία, ασχέτως της πορείας του. Αυτός ο δίσκος είχε μόνο μία συνθέτη. Εσένα! Ίσως λοιπόν να πούμε, πως δε σε πρόσεξαν σωστά στην εταιρία;
Δ: Δε το θεώρησα απαραίτητο και ούτε το ζήτησα από την εταιρία. Ίσως ήταν και ξεπερασμένο κατά κάποιο τρόπο. Σκέψου πως πχ ο Αλκαίος, ο Ρόκκος, που ξεκινήσαμε πάνω κάτω μαζί, κάνανε επιτυχία με δικά τους τραγούδια. Υπήρχε μια ιδιαιτερότητα με μένα, πως ήμουν γυναίκα και αυτό δεν ήταν συνηθισμένο. Αλλά εγώ έκανα επιτυχία με τα δικά μου τραγούδια και αισθανόμουν πολύ καλά με αυτό.
ΧΣ: Είχες πάντως το χάρισμα, να γράφεις ιδιαίτερα ξεσηκωτικά τραγούδια.
Δ: Ναι, γιατί ήταν του χαρακτήρα μου. Ήμουν πάντα λίγο ¨τρελή¨ και παιδευόμουν να γράψω πονεμένα τραγούδια.
ΧΣ: Επίσης να τονίσω, πως παρόλη την λαϊκοπόπ τάση που επικρατούσε, εσύ έκανες επιτυχίες με καθαρόαιμα λαϊκά τραγούδια.
Δ: Είμαι λάτρης του λαϊκού τραγουδιού. Πολλές φορές σκέφτηκα, πως αν ήμουν άντρας, θα ήθελα να ήμουν ο Βασίλης Καρράς.
ΧΣ: Πάντως, επέτρεψε μου, να πιστεύω πως δεν αξιοποιήθηκες από την εταιρία, όπως σου άξιζε και με τη δυναμική που αποκτούσες.
Δ: Κοίταξε, κάποια στιγμή, η Bmg, εξελίχθηκε τόσο πολύ, είχε τόσα πολλά ονόματα και δεν μπορούσαν να ασχοληθούν εξειδικευμένα, με τον καθένα ξεχωριστά. Είχαμε τύχη και κάναμε σουξέ. Μέχρι να βγει ο δικός μου πχ δίσκος, και να ασχοληθούν με εμένα, έβγαινε άμεσα ένας άλλος, και έπεφτε η προσοχή εκεί. Έπρεπε λοιπόν να κυνηγάμε μόνοι μας τα πράγματα.
ΧΣ: Σου έχει μείνει παράπονο δηλαδή, πως δεν αξιοποιήθηκες σωστά.
Δ: Βεβαίως και το είχα συζητήσει μαζί τους, αν και δεν ήμουν άνθρωπος που θα έκανα φασαρίες κλπ. Ναι, δεν γινόταν τα πράγματα όπως έπρεπε, με βάση την επιτυχία που είχα.
ΧΣ: Και το 1996, κάνεις το «Τρελή για δέσιμο», τον τελευταίο στην Bmg.
Δ: Ναι, που δεν προωθήθηκε καθόλου. Εκείνη την εποχή, είχε έρθει ο Γιώργος Λεβέντης, από την Αμερική, και ανέλαβε γενικός διευθυντής και λίγο μετά, σχεδόν όλοι όσοι ήμασταν στην εταιρία πήραμε απαλλακτικό και βρεθήκαμε άστεγοι. Μεγάλο πρόβλημα για εμάς, δεν ήταν εύκολο να βρούμε εταιρία, με τους όρους που είχαμε επί Bmg και είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει το κλίμα στην αγορά της δισκογραφίας.
ΧΣ: Πως το αντιμετώπισες αυτό; Μιλούσες με άλλες μεγάλες εταιρίες;
Δ: Ναι, αλλά μιλούσαμε με όρους που δε με συμφέρανε. Είχα αρχίσει να βλέπω, ότι γενικά τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, άρα δεν είχε νόημα, να πληρώνω εγώ τα πάντα, με ρίσκο να βγω χαμένη. Δέχτηκα όμως την πρόταση του εκδότη, του Γιώργου Σπανού, να πάω στην εταιρία του (next records}. Mία πιο μικρή μεν εταιρία, αλλά προσέχοντας με, χωρίς να κάνω τον παραγωγό του εαυτού μου.
Κάναμε 2 δίσκους εκεί. Πρώτα την ¨Ταυτότητα¨ με 2 σημαντικούς δημιουργούς. Τον Παναγιώτη Στεργίου, τον σπουδαίο αυτό σολίστα του μπουζουκιού, και τη Σμαρούλα Μαραγκουδάκη στους στίχους και κάναμε επιτυχία.
ΧΣ: Και φτάνουμε στο 2000 πια, και ενώ πάλι παίζεις δυναμικά, ξαφνικά σε χάνουμε.
Δ: Είχε γίνει επιτυχία τότε το «Μία φρένο, δύο γκάζι», ε πάτησα δυνατά το γκάζι και έφυγα (γέλια).
ΧΣ: Τι σε έκανε λοιπόν, να το «πατήσεις» το γκάζι;
Δ: Με έκανε το ότι, η μικρή πλην τίμια εταιρία, που μου πλήρωνε τους δίσκους και ναι, βγάζαμε επιτυχίες, δεν είχε την δυναμική που χρειαζόμουν ως Δάφνη, να εξελιχθώ.
Άρχισα να ψάχνω εταιρίες πάλι, αλλά είχε έρθει η πλέον η παρακμή. Τα εκατομμύρια που απαιτούνταν, για να κάνω ένα δίσκο, ήταν πολλά και δεν είχα καμία ασφάλεια, ότι θα έβγαινα κερδισμένη. Εξάλλου έβλεπα, πως πολλοί συνάδερφοι της γενιάς μου, περνούσαν τις ίδιες δυσκολίες και άρχισαν να εξαφανίζονται. Οπότε αποφάσισα να βάλω μια τελεία.
Δεν ήμουν εξάλλου μια τραγουδίστρια, που ήθελα να πεθάνω στην πίστα. Ήξερα πως μπορούσα να βρω, πολλά πράγματα να κάνω , μακριά από το τραγούδι, που να έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για μένα.
ΧΣ: Όταν είπες «ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΤΕΛΟΣ», σταμάτησες και τις εμφανίσεις;
Δ: Δούλεψα 3 χρόνια στην Ελλάδα, χωρίς να τρέχω για να τρέχω για δίσκους. Και ύστερα ήρθε η πρόταση να φύγω Αμερική.
ΧΣ: Η πρόταση αφορούσε να πας, ως τραγουδίστρια;
Δ: Ναι.
ΧΣ: Πόσα χρόνια συνέχισες το τραγούδι εκεί;
Δ: 11.
ΧΣ: Και μετά; Πως τελείωσε οριστικά το τραγούδι;
Δ: Αποφάσισα να ασχοληθώ με πράγματα, “γενικού ενδιαφέροντος”, αξιοπρεπέστατα και δίνοντας μου μεγάλη χαρά. Άνοιξα την πόρτα της Αμερικής, και την χάρηκα. Έκανα νέα πράγματα, νέους φίλους, νέα ζωή. Βέβαια, επειδή ανά διαστήματα, γράφτηκαν κάποιες ανακρίβειες για μένα, να τονίσω, πως ΠΟΤΕ δεν έγινα καλόγρια, ούτε απέκτησα δικό μου μοναστήρι ή δικό μου μουσικό μαγαζί στη Νέα Υόρκη. Θεωρώ επίσης εξαιρετικά τυχερό τον εαυτό μου, που έκανα την κίνηση αυτή, διότι στην περίοδο της μεγάλης κρίσης στην Ελλάδα, ζούσα χωρίς άγχος και έχοντας ότι χρειαζόταν να ζω αξιοπρεπώς. Και αλήθεια, όσους φίλους του χώρου μπόρεσα, τους βοήθησα να έρθουν στην Αμερική.
ΧΣ: Όσο εσύ έφτιαχνες τη νέα σου ζωή, εμείς, οι μουσικόφιλοι, που αγαπήσαμε καλλιτέχνες όπως εσύ, σε ψάχναμε. Δεν υπήρχαν πουθενά νέα σου. Τυχαία κάποια στιγμή, σε μια αναζήτηση ,είδα πως ζούσες Αμερική και κάποιος συνάδερφος μου, είχε βρει το προφίλ σου στο facebook. Και παρατηρώντας το προφίλ σου, έβλεπα διαρκώς μηνύματα «Δάφνη μας λείπεις, σε πεθυμήσαμε». Το ένιωσες τελικά, πως έστω, σε ένα συγκεκριμένο κοινό, έλειψες αληθινά;
Δ: Ναι, γιατί τότε που εμείς ήμασταν στα μαγαζιά κλπ, δεν υπήρχαν τα social, να βλέπουμε αυτή τη διάδραση και το εύρος της αποδοχής. Βλέπαμε την κάθε νύχτα ξεχωριστά. Εμείς τώρα καταλαβαίνουμε, πόσο μας αγάπησαν, άνθρωποι της δικής σου γενιάς, που αγοράζατε τους δίσκους μας, και αναρωτιέστε που είναι ο καθένας από εμάς.
Τώρα λοιπόν το καταλαβαίνω και το σέβομαι πολύ.
ΧΣ: Παρόλα αυτά, πέρα από το τι έχουμε πει μεταξύ μας 3 χρόνια μέσω social, ξέρω πως υπάρχουν πολλοί ακόμα άνθρωποι, που σε «πιέζουν», να ανοίξεις το αρχείο σου, να κάνεις μια σελίδα official, να θυμίσεις υλικό της εποχής. Εσύ, να του πούμε ευθέως, είσαι αρνητική σε αυτό.
Δ: Χρήστο, είμαι φύσει και θέσει άνθρωπος, που όταν βάζω μια τελεία, είναι οριστική. Δεν αποποιούμαι, ότι έκανα στη ζωή μου, που είχε μεγάλο αγώνα. Αλλά δε βρίσκω λόγο για κάτι περισσότερο. Τώρα για το αρχείο και τη σελίδα που λες, ίσως μια μέρα το κάνω.
ΧΣ: Σου έρχεται απροσδόκητα ένα τραγούδι, που θεωρείς εξαιρετικό. Και μιας και πλέον όλα κινούνται γύρω από το διαδίκτυο, θα το έβγαζες;
Δ: Φυσικά! Με μεγάλη χαρά. Καθόλου όμως με το σκεπτικό, νέας καριέρας. Το ότι δεν τραγουδάω πια, δε σημαίνει πως δεν αγαπώ πια το τραγούδι. Απλώς δε μου λείπει.
ΧΣ: Αναπολώντας το παρελθόν, υπερισχύουν οι καλές ή οι λιγότερο καλές στιγμές;
Δ: Ασφαλώς οι καλές. Είμαι τρομερά χαρούμενη για όσα έζησα. Έκανα το κέφι μου. Πήρα αγάπη. Γνώρισα τεράστιες προσωπικότητες. Απλά όταν έκλεισε αυτός ο κύκλος, πήγα παρακάτω, κρατώντας όλα τα υπέροχα χρόνια που έζησα, στην ψυχή μου.
ΧΣ: Ξέρεις πολύ καλά, πως η αναβίωση των 90ς, κρατάει δυναμικά, πολλά χρόνια τώρα και ακόμα και πιτσιρίκια, όλους εσάς, αυτής της εποχής, σας ανακαλύπτουν. Θέλω να προτείνεις στον κόσμο 3 τραγούδια σου, που θεωρείς ότι αδικήθηκαν, και να τα ακούσουν με αφορμή, αυτή τη συνέντευξη.
Δ: Αγαπάω πολύ, ένα τραγούδι σε στίχους της Φωτεινής Δούρου, το «Έλα πιο κοντά μου».
Επίσης το «Είπα να φύγω» και ένα εξαιρετικό χασάπικο το «Πάλι».
ΧΣ: Σου επιβλήθηκαν τραγούδια, που δεν ήθελες να τα πεις;
Δ: Όχι, πάντα τα συζητούσαμε όλα με τους συνεργάτες μου.
ΧΣ: Διαβάζοντας ο κόσμος για σένα, 23 χρόνια μετά, τι είναι αυτό που ήθελες να μάθει ο κόσμος για σένα;
Δ: Θα έλεγα πως είμαι ένας σταθερός χαρακτήρας, που πάντα πατούσα γερά στα πόδια μου. Διαχειρίστηκα πολύ καλά, το κομμάτι που άφησα πίσω, απολαμβάνω τη ζωή μου και…. η ζωή συνεχίζεται.
ΧΣ: Δάφνη, να συνεχίσω τις ερωτήσεις ή να πάμε για καμιά βουτιά;
Δ: Και ήδη αργήσαμε (γέλια….)
Ακολουθεί playlist, με μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Δάφνης,
Αλλά και με τραγούδια που, αν δεν τα προσέξατε ποτέ, αξίζει να γίνει τώρα.