Μουσικοκριτικός, δημοσιογράφος, συνθέτης, στιχουργός. Ένας τραγουδοποιός που αφιερώθηκε στη μουσική πρώτα ως ακροατής, μετά ως μαθητής μουσικού σχολείου αλλά κυρίως ως σπουδαστής της. Ο Γιώργος  Μυζάλης για παραπάνω από μια εικοσαετία έχει αφήσει το στίγμα του είτε αρθρογραφώντας σε ηλεκτρονικές μουσικές σελίδες, είτε έχοντας μια αξιοπρόσεκτη πορεία σε θέσεις προασπίζοντας τη μουσική με τον καλύτερο τρόπο.

Αφορμή για τη συνέντευξη αυτή στάθηκε η νέα κυκλοφορία από τον Μετρονόμο  του τραγουδιού του “Μάνα” που η ξεχωριστή φωνή του Γιώργου Νταλάρα δίνει τη δέουσα πνοή στον αποχαιρετισμό του για το “φευγιό” της μάνας του, όπως μας εξομολογείται στη συνέντευξη που ακολουθεί.

 

 

Με ποια λόγια θα καθορίζατε τη μουσική;

Η μουσική είναι η μοναδική πατρίδα των ανθρώπων. Τόσο απλό. Συνοψίζεται υπέροχα σε ένα παιδικό τραγουδάκι που λέγαμε στη μαθητική χορωδία του 6ου Δημοτικού Σχολείου Αμαρουσίου, του σχολείου μου, υπό τη διεύθυνση ενός σπουδαίου δασκάλου, του Θέμη Μακαντάση: «αν όλα σβήσουνε πάνω στη γη, η μουσική θα ζει, η μουσική θα ζει, δεν θα χαθεί».

 

Το τραγούδι σας «Μάνα» είναι μια εξομολόγησή σας που την αποτύπωσε με τον καλύτερο τρόπο ο Γιώργος Νταλάρας. Πως γράφτηκε το συγκεκριμένο τραγούδι;

Το συγκεκριμένο τραγούδι γράφτηκε ένα άυπνο βράδυ πριν από 5 χρόνια (14 προς 15 Μαΐου του 2015). Ήταν ο αποχαιρετισμός μου και η «συνθηκολόγησή» μου απέναντι στο «φευγιό» της μάνας μου δυο χρόνια νωρίτερα (το 2013). Κάθε τραγούδι που κυκλοφορεί έχει τη φιλοδοξία να διανύσει μια πορεία, αλλά κρύβει πίσω του ήδη μια διαδρομή. Και αυτό ισχύει για κάθε έργο τέχνης. Όταν το πρωτάκουσα από τον κύριο Νταλάρα (και κάθε φορά έκτοτε) με κυριεύει μια έντονη «αχώρετη» ευτυχία.

 

«Πως λαχταρώ να μου πιάσεις το χέρι/Να θυμηθώ και να νιώσω ξανά», λέει ένα δίστιχό του. Η αγκαλιά της μάνας θα αποτελεί πιστεύετε την κιβωτό των δυσκολιών κάθε παιδιού;

Μπορώ να σας πω και ναι και όχι. Είναι σημαντική η (πραγματική ή νοητή) αγκαλιά της μάνας, εξίσου όμως σημαντικό για ένα παιδί είναι να στέκεται και στα πόδια του.

 

Τζίμης Πανούσης, Διονύσης Σαββόπουλος και Γιώργος Νταλάρας. 3 μεγάλες μορφές που τραγούδησαν στίχους σας. Πέρα από τα συναισθήματα της πρώτης συγκίνησης, σήμερα κάποια χρόνια μετά πως αντιλαμβάνεστε το σπουδαίο αυτό μουσικό γεγονός;

Με ατόφια ευγνωμοσύνη και απόλυτη συναίσθηση της απίστευτης τύχης μου. Σημαντικότατοι δημιουργοί (απείρως σημαντικότεροι από μένα) δεν είχαν την ευκαιρία να τραγουδηθούν από τέτοια ονόματα.

 

Η Ελλάδα της κρίσης πιστεύετε πως αποτυπώθηκε στο μέγιστο βαθμό στο τραγούδι αναλογικά με την άνθιση του σε παλιότερες δεκαετίες;

Δεν είναι πολύ σαφές αυτό. Η Ελλάδα της Κρίσης αποτυπώθηκε σίγουρα στις ζωές μας και, πολύ φοβάμαι πως, σύντομα θα σωματοποιηθεί κιόλας. Βλέπετε, όλη αυτή η πίεση και το άγχος, μοιραία, θα αφήσει τα σημάδια της και στα κορμιά μας. Το τραγούδι πάντοτε ήταν εκεί. Αλλά για ποιο τραγούδι μιλάμε; Το στυλιζαρισμένο που κυριαρχεί στα παραδοσιακά μας μέσα (τηλεόραση, ραδιόφωνο κλπ) και μας σερβίρεται με τον καθιερωμένο τρόπο; Μήπως υπάρχει και ένα άλλο τραγούδι που δονεί τον κόσμο και αποφεύγει τους celebrities και τα κανάλια τους όπως ο διάολος το λιβάνι;

 

Τη διαμάχη/διαχωρισμό των 90ς (στο μυαλό του κοινού Έλληνα) του τραγουδιού σε έντεχνο και εμπορικό, πως την αντιλαμβάνεστε μετά από τόσα χρόνια;

Γραφική, αν μου επιτρέπετε. Ποιο είναι το πρώτο και ποιο το δεύτερο; Και ποιος το ορίζει; Δυστυχώς εξακολουθούμε, παρόλες τις πρωτοφανείς συνθήκες που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια (κρίση, πανδημία), να αναλύουμε και να επιθυμούμε με βάση το παρελθόν.

 

Η συνεργασίες σας με τα μουσικά sites πόσα χρόνια μετρούν; Τι έχετε αποκομίσει από αυτές;

Έχω αποκομίσει πολλά και είναι και κάτι που δεν έχω αποκομίσει. Στην πρώτη κατηγορία, το ίντερνετ μου έδωσε στέγη ως γραφιά από τα πρώτα του χρόνια. Ξεκίνησα να αρθρογραφώ φοιτητής μουσικολογίας το 1998 και γράφω ακόμα και σήμερα στο mixgrill. Όταν ξεκινούσα δεν μπορούσες εύκολα να γράψεις σε κάποιο παραδοσιακού τύπου έντυπο. Το ίντερνετ μου έδωσε στέγη και ελευθερία. Ακόμα και σήμερα απολαμβάνω αυτή τη στέγη. Σε βιοποριστικό επίπεδο, δεν έλαβα τίποτα. Αλλά ποιος νοιάζεται, στα αλήθεια, για αυτά τα θέματα;

 

«Το πολιτικό τραγούδι στην Ελλάδα», κυκλοφόρησε πριν 2 χρόνια από τις μουσικές εκδόσεις Fagotto και αποτελούσε αν δεν κάνω λάθος  πεδίο της διδακτορικής σας διατριβής. Μοιραστείτε μαζί μας αυτή την εμπειρία.

Η έρευνα είναι το πιο όμορφο πράγμα καθώς δεν μπαίνεις στη διαδικασία της αν δεν αγαπάς το αντικείμενο που πραγματεύεται. Πέρασα 8 ευλογημένα χρόνια για το βιβλίο αυτό και θα ήμουν πραγματικά ευτυχής αν ήταν το επάγγελμά μου. Δυστυχώς, οι εποχές είναι αμείλικτες. Μας έπεισαν ότι πολιτισμός είναι οι φιέστες και τα πανηγυράκια και τίποτα άλλο. Δεν γκρινιάζω γιατί τίποτα από αυτά δεν μπορεί να μου πάρει πίσω την ευτυχία της μοναχικής νυχτερινής ανάγνωσης και συγγραφής. Και τίποτα από αυτά δεν μπορεί να με κάμψει στο να την αναζητήσω και πάλι ως καταφύγιο.

 

Ποιες στιγμές θα ξεχωρίζατε στη πορεία σας;

Όλες εκείνες τις φορές που ένας δάσκαλος δημοτικού σχολείου με ενημέρωσε ότι διδάσκει τα τραγουδάκια που γράψαμε με τον Ευριπίδη Ζεμενίδη στους μαθητές του.

Όλες εκείνες τις φορές που με σταμάτησε κάποιος για να με παρακινήσει να συνεχίσω το «Θα πεις κι ένα τραγούδι;»

Όλες εκείνες τις φορές που ένας άνθρωπος συγκινήθηκε με κάτι που έγραψα

Όλες εκείνες τις φορές που θυμήθηκα να «κατεβάσω μια ταχύτητα» και να βγω στο μπαλκόνι τη νύχτα, στην ησυχία, χωρίς το κινητό στα χέρια.

Όλες εκείνες τις φορές που έκλαψα. Κι όλες εκείνες που γέλασα με την καρδιά μου.

 

Ποιες είναι οι επόμενες σας κινήσεις;

Θα ήθελα οι επόμενες κινήσεις μου να μην έχουν ένα συγκεκριμένο στόχο – προορισμό. Να μη με παρακινεί πλέον ένα τραγούδι, ένα βιβλίο, ένας αγώνας τρεξίματος, ένα ταξίδι, αλλά κάτι πιο αόριστο. Θα ήθελα, ας πούμε, να σταματήσω να είμαι ανυπόμονος και να μπορέσω να ισορροπήσω το βιοπορισμό με την καθημερινότητα.