Είναι μια εκ των κορυφαίων φωνών που είχαμε ποτέ στην Ελλάδα.

 

 

 

 

 

 

Μια φωνή, που από την πρώτη στιγμή ξεχώρισε, λατρεύτηκε και κυρίως κέρδισε τη σπουδαιότερη μάχη, αυτή της διαχρονικότητας. Μια ολοκληρωμένη καλλιτέχνιδα, που ακόμα και τις φορές, που έβαλε τη γυναίκα, τη μάνα, ως προτεραιότητα, ο κόσμος ήταν πάντα στο πλευρό της, και ανυπομονούσε για το κάθε νέο της βήμα.

Αφορμή για τη συζήτηση μας, στάθηκαν οι δύο νέες κυκλοφορίες της, οι οποίες ξεχώρισαν και πάλι αμέσως και δυναμικά.

 

ΧΣ: Χαίρομαι ιδιαίτερα που είμαστε απόψε εδώ, όχι για να προωθήσουμε το νέο τραγούδι «Όλα σου», αλλά για να μιλήσουμε για την επιτυχία του.

Μ: Κι εγώ χαίρομαι πολύ που αγαπήθηκε αμέσως αυτό το τραγούδι. Με τον συνθέτη του, τον Βασίλη Γαβριηλίδη, είχαμε μιλήσει αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, για να κάνουμε τραγούδι μαζί, μεσολάβησε όμως το album «Βραδινές διαδρομές» από την Panik, και αφού έκανε τον κύκλο του, μου έγραψε αυτό το τραγούδι. Πραγματικά το αγάπησε ο κόσμος, από την πρώτη μέρα, αναπάντεχα πολύ.

Και το ουσιαστικότερο για μένα δεν είναι ότι έγινε απλά viral στα social media, αλλά ότι στις εμφανίσεις μου, ο κόσμος ξέρει τα λόγια, το τραγουδάνε μαζί μου. Έτσι αντιλαμβάνομαι, πως ναι, το τραγούδι αυτό αγαπήθηκε. Να πούμε φυσικά πως οι στίχοι είναι της Αγγελικής Μακρυνιώτη.

 

 

ΧΣ: Έχουμε παράλληλα και μια ακόμα κυκλοφορία. Τη διασκευή του «Μάταια», μιας μεγάλης παλαιότερης σας επιτυχία, του Φοίβου.

Μ: Ήταν μια πρόταση της εταιρίας μου, που θέλανε να το κυκλοφορήσουμε σαν ένα χορευτικό, καλοκαιρινό τραγούδι. Είναι μια ωραία διασκευή που και αυτήν την αγκάλιασε ο κόσμος και πάει πολύ καλά.

 

 

ΧΣ: Είναι ίσως και προπομπός κάποιου project, διασκευών διαχρονικών πια, επιτυχιών σας;

Μ: Βλέπω ότι στο Tik Tok, υπάρχουν τραγούδια μου τα οποία έχουν πολλά reposts, όπως τα «Φωτιά στα πρέπει, Δύο Σ’ αγαπώ, Ερήμην, Θέλει άνεμο η αγάπη, κλπ». Βλέπω πως ο κόσμος αγαπάει πολύ αυτά τα τραγούδια, που μπορώ να πω πια πως μείνανε διαχρονικά. Είναι πολύ πιθανό να κάνω κι άλλες επανεκτελέσεις αλλά δε θέλω να μείνω σε αυτό μόνο. Θέλω να βγάζω και νέο υλικό και ενδιάμεσα να βγουν και τα παλαιότερα, όπως έγινε και τώρα με το «Μάταια».

 

ΧΣ: Ζήσατε και κυριαρχήσατε τις χρυσές εποχές της δισκογραφίας, που η επιτυχία ενός δίσκου, πέρα από τις live εμφανίσεις, αποτυπωνόταν στις πωλήσεις, στα ραδιόφωνα που παίζανε δίχως playlists. Τα νέα δεδομένα, που η επιτυχία κρίνεται από τα streamings, τις θεάσεις (που δεν είναι και πάντα αληθή τα νούμερα), πως τα διαχειρίζεστε;

Μ: Κάθε εποχή έχει τα καλά και τα αρνητικά της. Το καλό είναι, πως υπάρχει μια μεγαλύτερη αμεσότητα. Μπορούμε πια να βγάλουμε κάτι και την επόμενη μέρα να το ξέρει όλος ο κόσμος. Αυτό δεν υπήρχε παλιά. Τώρα έχουμε περισσότερα μέσα προώθησης, αρκεί να προσέχουμε τι υλικό βγάζουμε. Αυτή είναι η άλλη πλευρά, η αρνητική. Υπάρχει μια μεγάλη ευκολία στο να δημοσιοποιείται μια δουλειά, ένα τραγούδι, όμως βγαίνουν και πράγματα, που δε θα έπρεπε να βγαίνουν. Τραγούδια δίχως «φίλτρο» και δουλεμένη παραγωγή. Μέσα σε αυτήν την πολυφωνία, χάνονται τραγούδια που αξίζουν καλύτερη τύχη.

Προσωπικά όμως, συμβαδίζω με την εποχή. Μου αρέσει το σήμερα και προσαρμόζομαι με τα νέα δεδομένα. Χρησιμοποιώ τα social media μου, αλλά με μέτρο. Κυρίως ως μέσο να διαφημίσω τη δουλειά μου. Δε θα κάνω πχ live μετάδοση την ώρα που πάω να κάνω έναν καφέ.

 

ΧΣ: Η δισκογραφία, όπως τη ζήσατε, και την ξέρουμε και εμείς οι μεγαλύτεροι, που υπήρχαν οι κυκλοφορίες σχεδόν κάθε χρόνο, που παίρναμε το δίσκο και τον «λιώναμε», αλλά και η όλη διαδικασία της δημιουργίας των albums, σας λείπει;

Μ: Ναι μου λείπει. Ήταν αλλιώς τα πράγματα, υπήρχε μια ομάδα, και το υλικό περνούσε από 40 κύματα, μέχρι να φτάσει στον ακροατή. «Διόρθωσε την κιθάρα, εδώ γιατί ο στίχος είναι έτσι;». Υπήρχε τρομερή δουλειά και προγραμματισμός. Τώρα βγάζουμε «αυτό» τώρα, για να βγάλουμε «αυτό» μετά, για να ακολουθήσει «εκείνο». Υπήρχε ένα όραμα. Τώρα πια πρέπει να τα κάνει όλα μόνος του ο καλλιτέχνης, που αν έχει την εμπειρία και την κρίση, έχει καλώς. Είναι πολύ δύσκολο, ένας τραγουδιστής να είναι και manager του εαυτού του και να διαλέγει το υλικό που πάντα του ταιριάζει.

 

ΧΣ: Οι «Βραδινές διαδρομές» ήταν η τελευταία ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά σας. Μέχρι αυτήν την κυκλοφορία αυτή, κάνατε μια 10ετή αποχή, από την ελληνική δισκογραφία. Και είστε μια τραγουδίστρια, που έχετε πάντα, ένα από τα πιο δυναμικά και πιστά fan clubs στην Ελλάδα.

Μ: Αλλάζουν κάποια στιγμή οι προτεραιότητες στη ζωή μας και θα μιλήσω τώρα και για το ρόλο της γυναίκας-μάνας. Ο ρόλος της μάνας που είναι και τραγουδίστρια, είναι από τους πιο δύσκολους. Ένας άντρας τραγουδιστής, που έχει παιδιά, έχοντας και τη σύζυγο του μαζί του, είναι πιο εύκολο να
συνδυάσει καριέρα και οικογένεια. Για μια γυναίκα είναι πιο δύσκολο. Έως κάποια στιγμή, ναι η απόλυτη προτεραιότητα μου, ήταν η καριέρα μου, ήμουν αφοσιωμένη και την κυνήγησα 100%. Κάνοντας οικογένεια, που φυσικά το ήθελα, άλλαξαν οι προτεραιότητες μου. Θεώρησα χρέος μου να επικεντρωθώ στα παιδιά μου, ειδικά όταν μπήκανε στην εφηβεία, που είναι μια δύσκολη περίοδος. Ως μονογονέας, έπρεπε να αφοσιωθώ εκεί. Όμως υπάρχει ένας ακόμη λόγος. Έκανα πολλά πράγματα στην Αμερική, ειδικά στο Nashville, όπου είναι το κέντρο της δισκογραφίας όλου του κόσμου αυτή τη στιγμή. Εκεί ανήκω σε μια εταιρία και γράφω υλικό για Αμερικάνους τραγουδιστές, με την ελπίδα να πάρουν κάποιο τραγούδι μου, όπως είχε πάρει η Jessica Simpson και είχε γίνει τεράστια επιτυχία. Είχα βγάλει παράλληλα και ένα αγγλόφωνο album, το « Bare Bones». Μετά ήρθε η πρόταση από την Panik και έτσι επανήλθα.

 

 

ΧΣ: Κάνατε μια αληθινά λαμπρή καριέρα στην Ελλάδα, όμως είναι γνωστό πως το όνειρο σας, ήταν μια καριέρα ως τραγουδίστρια στην Αμερική. Το δίχως άλλο, είχατε όλα τα φόντα. Πλέον, έχοντας περάσει τα χρόνια, θα λέγατε πως ίσως έχετε κάποιο απωθημένο, που δεν εκπληρώσατε το όνειρο σας;

Μ: Ήταν το όνειρο μου, ναι. Γεννήθηκα με μια φωνή που μπορούσε να υποστηρίξει τη jazz, τη soul, την funk. Με ενδιέφερε επίσης πολύ το Broadway, το musical theatre, έχω λατρεία στα musicals. Όταν τελείωσα το λύκειο, έφυγα κατευθείαν Αμερική, δεν είχα σκοπό να κάνω καριέρα με ελληνικό
ρεπερτόριο. Ήρθε όμως η πρόταση από τη Minos το 1989. Με πήρε τηλέφωνο ο Κώστας Χαριτοδιπλωμένος, που είχαμε κάνει μαζί το «Fill me up», μου πρότεινε να κάνουμε ένα δίσκο μαζί και αυτό με κράτησε πίσω.

 

ΧΣ: Η γνωριμία με τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο πως προέκυψε;

Μ: Με είχε φωνάξει να του κάνω φωνητικά, γιατί ήδη έκανα σε δίσκους άλλων. Και του έκανα στα δύο αγγλόφωνα album του. Έτσι γνωριστήκαμε. Μάλιστα με κάλεσε να παίξω και στο video clip του « Lost in the night». Στην πορεία κάναμε κάποια demos στα αγγλικά, για μένα, όπου και κυκλοφόρησαν από τη CBS.

 

 

ΧΣ: Τα χρόνια στην Αμερική, που σπουδάζατε στο Berklee College of Music, πόσο εύκολα ήταν; Υποθέτω πως οικονομικά θα υπήρχαν δυσκολίες..

Μ: Καθόλου εύκολα δεν ήταν αυτά τα χρόνια εκεί, γιατί η ζωή ήταν ακριβή. Δεν είχα την οικογένεια μου ή κάποιο συγγενικό μου πρόσωπο, που θα μπορούσα να μένω δίχως να πληρώνω, οπότε στη Βοστώνη κατάφερα να μείνω ένα χρόνο και κάτι. Μετά πήγα στη Νέα Υόρκη, όπου δούλευα και σε μαγαζιά ως τραγουδίστρια αλλά κυρίως έκανα πολλά demos, για να τα παρουσιάσουν σε τραγουδιστές. Είχα βρει όμως το δρόμο μου, έγραφα με ένα δικό μου στυλ, άρεσε πολύ στην GRP Records και ήμουν έτοιμη να υπογράψω, αλλά προέκυψε η πρόταση της Minos στην Ελλάδα, η οποία ήταν εξαιρετικά δελεαστική και είπα να το δοκιμάσω. Κάναμε λοιπόν το δίσκο με τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο και το Γιώργο Μίτσιγκα, η εταιρία το πίστεψε πάρα πολύ, έγινε αμέσως μεγάλη επιτυχία και με κράτησε εδώ.

 

ΧΣ: Με εκπλήσσει ομολογώ, το ότι ήσασταν έτοιμη να κάνετε το όνειρο ζωής σας πραγματικότητα, υπογράφοντας με μια εταιρία, μα τελικά προτιμήσατε να έρθετε στην Ελλάδα.

Μ: Είχα σκοπό να κάνω το δίσκο εδώ και ξαναφύγω και να συνεχίσω στην Αμερική. Αλλά έκανε αμέσως, τόσο μεγάλη επιτυχία ο δίσκος. Δούλεψα επίσης αμέσως σε μαγαζί, στα «Αστέρια» με την Κωνσταντίνα, τον Κώστα και ήμασταν κάθε βράδυ sold out. Ήταν τεράστιο αυτό που συνέβαινε εδώ, για να το αφήσω τόσο εύκολα.

 

ΧΣ: Μου είπατε πόσο αγαπάτε τα musicals και θέλω να σταθούμε λίγο στο πολύ πρόσφατο «Reunion the musical». Σε αυτήν την παράσταση, κυριάρχησε η πρόζα. Σας δυσκόλεψε αυτό;

Μ: Ξεκίνησα από μουσικό θέατρο, ήμουν στο «Jesus Christ Super Star», όταν πρωτοανέβηκε στην Ελλάδα. Έχω κάνει πάρα πολλά διαφημιστικά, μεταγλωττίσεις πολλές, όπως στο «Anastasia», οπότε έχω καλλιεργήσει και το κομμάτι της ηθοποιίας μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς βέβαια να το έχω σπουδάσει. Σε καμία περίπτωση όμως δε δηλώνω ηθοποιός. Έχω την ικανότητα να μαθαίνω εύκολα, να μη ξεχνάω λόγια. ‘Ηταν λοιπόν, μια φυσική εξέλιξη, ο ρόλος της Σμαράγδας στην παράσταση αυτή, όπου έπρεπε να έχω τόσα λόγια, έναν κανονικό ρόλο με απαιτητικές σκηνές με τον Αργύρη Αγγέλου, που ήταν ο παρτενέρ μου. Σπουδαίος ηθοποιός ο Αργύρης. Η Θέμις Μαρσέλλου μας έγραψε υπέροχες και ιδιαίτερα συγκινητικές σκηνές.

 

ΧΣ: Άρα αν είχατε μια πρόταση, να παίξετε μόνο ως ηθοποιός θα την αποδεχόσασταν;

Μ: Ναι, βέβαια.

 

ΧΣ: Θέλω να μιλήσουμε για μια, ίσως λιγότερο γνωστή, συνεργασία με τις Μουσικές Ταξιαρχίες, το 1984 και το τραγούδι «Γιαγιά Πατίνι». Πως προέκυψε αυτή η συνεργασία;

Μ: Τότε πήγαινα σχολείο, αλλά όπως προείπα, ήδη έκανα φωνητικά σε δίσκους πχ της Μαρινέλλας, της Αλέκας Κανελλίδου, του Γιάννη Πάριου. Επίσης έκανα πολλά διαφημιστικά. Όταν ο Τζίμης Πανούσης, είχε την ιδέα να κάνει ντουέτο αυτό το τραγούδι, ήθελε μια κοπέλα που να τραγουδάει πολύ καλά τα αγγλικά. Τότε λοιπόν, ο μέγας ηχολήπτης του studio Sierra, ο Άκης Γκολφίδης, πρότεινε εμένα και έτσι προέκυψε.

 

 

ΧΣ: Τι θυμάστε από τον Τζίμη Πανούση;

Μ: Ένας απίστευτα ευγενής και καλόψυχος άνθρωπος. Τρομερά ευφυής και αυθεντικός.

 

ΧΣ: Να μείνουμε στη δεκαετία των 80’ς και να μιλήσουμε για τη Eurovision. To 1989, κερδίζεται τη δεύτερη θέση, στον ελληνικό τελικό, με το τραγούδι «Μόνο εσύ». Μουσική Λίλα Καθηκούρη, στίχοι Άσπα Χατζόγλου. Ομολογώ πως τα ονόματα των 2 κυριών, δε τα συνάντησα ποτέ ξανά στη δισκογραφία (ζητώ προκαταβολικά συγνώμη από τις 2 κυρίες αν τυχόν κάνω λάθος). Και σκεπτόμενος λίγο πονηρά, αναρωτιέμαι αν κρυβόταν κάποιο άλλο όνομα, ίσως και το δικό σας, και για λόγους που έχουμε δει στη δισκογραφία, προτιμήθηκαν κάποια ψευδώνυμα;

Μ: Το κομμάτι αυτό, ήταν αγγλικό και λεγόταν «With out you». Το ανακάλυψε μια φίλη μου, που δούλευε και ως manager μου. Μου το έστειλε και μου άρεσε, όμως το άφησα γιατί είχα άλλες βλέψεις στην Αμερική. Κάποια στιγμή, με κάλεσε να το πω και στα ελληνικά. Δεν είχα έρθει ποτέ σε επαφή με τις δημιουργούς και δε θυμάμαι ειλικρινά, αν είχαμε γνωριστεί. Όμως η manager μου, το έστειλε εν αγνοία μου στη Eurovision και έτσι προέκυψε και η πρόταση της Minos, μιας και στην επιτροπή ήτανε και ο κύριος Μάτσας.

 

ΧΣ: Να επιστρέψουμε στο κομμάτι της δισκογραφίας. Ξεκινήσατε άκρως δυναμικά και έχετε δηλώσει πως πάντα σας ενδιέφερε η ποιότητα των τραγουδιών. Από την άλλη αντιλαμβάνομαι και την αγωνία των εταιριών, για αυτά τα τραγούδια που θα ήταν πιο ασφαλή, ως προς την εμπορικότητα; Εσείς είχατε την ελευθερία στην επιλογή των τραγουδιών σας;

Μ: Σίγουρα είπα και κάποια τραγούδια που δε θα τα επέλεγα , γιατί υπήρχε κάποιος λόγος να τα πω, αλλά επιτυχίες γινόντουσαν τα τραγούδια που μου άρεσαν πάρα πολύ. Τα περισσότερα όμως, ναι μου άρεσαν πάρα πολύ.

 

 

ΧΣ: Θα ήθελα λοιπόν να σταθώ σε 2 δίσκους, εκείνης της εποχής, που οι πωλήσεις σας ήταν εντυπωσιακές. Το 1993, κυκλοφορεί ο δίσκος «Η δική μας η αγάπη» σε συνθέσεις Στέφανου Κορκολή και το 1995, με δικές συνθέσεις «Η Μαντώ στον έβδομο ουρανό». Ήταν 2 δίσκοι, που τους θεωρούσα, από παιδάκι ακόμα, πιο «δύσκολους», σε σχέση με ενδιάμεσες δουλειές σας. Ένιωθα πως κρατούσατε μια απόσταση από το πιο «ασφαλές» ρεπερτόριο, και κυριαρχούσε η καλλιτέχνης Μαντώ.

Μ: Ήταν επιθυμία μου να κάνω αυτούς τους δίσκους και ακόμα και κάτι πιο «δύσκολο», όπως λες. Πάντα ήθελα να κάνω διαφορετικά πράγματα, να δοκιμάζομαι σε άλλα είδη, να πειραματίζομαι. Είμαι και άνθρωπος που βαριέμαι και εύκολα. Ήθελα βέβαια να κάνω επιτυχία, είναι το ζητούμενο φυσικά. Όμως αν μπορεί να συνδυάζεται η εμπορική επιτυχία ταυτόχρονα με την ποιότητα, είναι το ιδανικό. Και στο δίσκο με τον Στέφανο Κορκολή, υπήρχαν πολλά και ιδιαίτερα δύσκολα κομμάτια. Ο δίσκος «Στον έβδομο ουρανό», ήταν ένας πιο προσωπικός δίσκος. Εκεί έβγαλα κυρίως τη συνθετική μου ταυτότητα. Τώρα στο αν κυριαρχούσε το καλλιτεχνικό κριτήριο; Θα έλεγα πως πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία. Ναι μεν επιτυχία, αλλά και συναίσθημα. Η ζυγαριά να μη γέρνει πουθενά. Αν κυνηγάμε μόνο την επιτυχία, δίχως συναίσθημα, δεν υπάρχει διαχρονικότητα.

 

ΧΣ: Μου είπατε πως θέλατε να κάνετε πειραματισμούς. Ως πειραματισμό να δούμε τους πιο λαϊκούς δίσκους που κάνατε ή ως ανάγκη μιας και το επέβαλλε τότε η εποχή; Θα σας υπενθυμίσω, πως σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες, προς τα τέλη 90ς είπανε πιο λαϊκά τραγούδια και αρκετοί, δήλωσαν ότι το μετάνιωσαν.

Μ: Η επαφή μου με το λαϊκό τραγούδι ξεκίνησε από προτροπή ενός επιχειρηματία. Συνεργαζόμουν τότε με το Στέλιο Ρόκκο και ο επιχειρηματίας μας, μου ζήτησε να πω κάποια λαϊκά. Κάθισα λοιπόν, με τον άνθρωπο που έπαιζε μπουζούκι -να είναι καλά ο άνθρωπος- και με έμαθε λαϊκά. Με δίδαξε και ρεπερτόριο και πως να τα λέω, γιατί δεν είχα καμία επαφή με αυτήν την τεχνική. Άρχισα να λέω κάποια πιο κλασσικά τραγούδια, όπως το «Αγάπη που’γινες δίκοπο μαχαίρι» ή της Γλυκερίας και περνούσε στον κόσμο αυτό. Είδα λοιπόν πως μπορώ να τα πω και αγάπησα πολύ το λαϊκό τραγούδι. Προσωπικά δε μετάνιωσα για τίποτα και ειδικά για τους δίσκους που λες. Ίσα ίσα έγραψα και λαϊκά τραγούδια, όπως στον Πασχάλη Τερζή το «9/8» ή σε μένα το «Φωτιά στα πρέπει».

 

ΧΣ: Τόσο τα δικά σας τραγούδια, όσο και συναδέρφων σας, που μεσουράνησαν εκείνη την εποχή, δικαιώθηκαν πανηγυρικά, κερδίζοντας πλέον τη μάχη της διαχρονικότητας. Τότε, όταν κάνατε αυτούς τους δίσκους, το νιώθατε, ότι «τώρα γράφουμε ιστορία».

Μ: Είναι εντυπωσιακό το πως πέρασαν αυτά τα τραγούδια στις νεότερες γενιές. Όχι, δεν πιστεύω πως κανένας από εμάς, το περίμενε αυτό που συμβαίνει σήμερα, Ναι μεν προσέχαμε το ρεπερτόριο μας οι περισσότεροι, αλλά αυτό που ζούμε τώρα, δεν το πιστεύουμε.

 

ΧΣ: Κλείνοντας, θα ήθελα να μου πείτε 2,3 από τα τραγούδια σας, που αγαπήσατε πολύ αλλά θεωρείτε πως δεν αναγνωρίστηκαν όσο τους άξιζε.

Μ: Θα έλεγε το «Στις αλυκές του κόσμου», που είναι ένα τραγούδι που προσωπικά με στιγμάτισε και άγγιξε βαθύτατα, γιατί είχε να κάνει με ένα κοινωνικό θέμα. Ειδικά αν δει το κλιπ, θα καταλάβει το νόημα καλύτερα. Θεωρώ πως είναι από τις καλύτερες μουσικές που έχω γράψει και ο στίχος της Ιφιγένειας Γιαννοπούλου ήταν εξαιρετικός. Και θα έλεγα από το τελευταίο album, το «Σκιές και χρώματα», που ναι μεν ακούστηκε, αλλά θα ήθελα να ακουστεί περισσότερο. Επίσης από το «Σύννεφο μου» πάλι από το ίδιο album.

 

Ακολουθεί playlist με 20 τραγούδια, που εκτιμώ, πως ίσως δεν αναγνωρίστηκαν όπως θα έπρεπε, και σας προτείνω να τα ακούσετε.

 

ARTIST’  SOCIAL MEDIA
Instagram: https://www.instagram.com/official_mando_
Facebook: https://www.facebook.com/OfficialMandoPage