Σαν σήμερα φεύγει το 1972 ένας σπουδαίος ζωγράφος ο Περικλής Βυζάντιος, μια εξέχουσα καλλιτεχνική προσωπικότητα.
“O καλλιτέχνης πρέπει να τραβάει ίσια το δρόμο του, χωρίς να κάνει καμιά υποχώρηση. O καλλιτέχνης γεννιέται, δε γίνεται. Φυσικά, οι σπουδές, με κάποιο τρόπο, συντελούν”, αναφέρει στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο (Η ζωή ενός ζωγράφου) ο Περικλής Βυζάντιος.
Γιος του αξιωματικού Κωνσταντίνου Βύζαντιου και της Μερόπης Σαμαρνιωτάκη, ο Περικλής Βυζάντιος σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι. Συμμετείχε στην ίδρυση της Ομάδας «Τέχνη», η οποία προήλθε από τη σύγκρουση των νεωτεριστών καλλιτεχνών με τους συναδέλφους τους που παρέμεναν πιστοί στον συντηρητικό ακαδημαϊσμό, ενώ λίγα χρόνια μετά με τους Φωκίωνα Ρωκ, Μιλτιάδη Μαλακάση, Κώστα Ουράνη και Δημήτρη Μητρόπουλο ίδρυσε, το 1928, την Καλλιτεχνική Λέσχη «Ατελιέ».
Το 1934 ίδρυσε μαζί με την ζωγράφο Αλέκα Στύλου-Διαμαντοπούλου την πρώτη ελεύθερη σχολή ζωγραφικής Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν ο επίσημος σκιτσογράφος της Δίκης των Έξι.
Ασχολήθηκε κυρίως με την τοπιογραφία και τις προσωπογραφίες Κατά τα πρώτα χρόνια της πορείας του ήταν εμφανής η επιρροή του από τις σπουδές του στη Γαλλία. Χαρακτηρίζεται ως ιμπρεσιονιστής ζωγράφος και διακρίθηκε για τη θετική του επιρροή στα καλλιτεχνικά δρώμενα της Ελλάδας.
Το 1971, ξεκίνησε να γράφει την αυτοβιογραφία του, αλλά αρρώστησε και τελικά υπέκυψε στην ασθένειά του πριν προλάβει να την ολοκληρώσει. Εντούτοις, η αυτοβιογραφία του εκδόθηκε τελικά το 1995.
“Πρέπει επίσης να τονίσω ότι τη ζωγραφική δεν την έκριναν τότε τα συμφέροντα των εμπόρων τέχνης, αλλά οι εκθέσεις οι επίσημες, και οι κριτές ήταν αποκλειστικά καλλιτέχνες. Kαι ξέρουμε ότι και σήμερα ακόμη η γνώμη των συναδέλφων παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο για έναν αγοραστή από την ανώνυμη κρίση των περιοδικών και των εντύπων, που διευθύνονται όλα από εμπόρους. Aυτοί μας παρουσιάζουν την κατάσταση φοβερή χωρίς την προστασία τους και διατείνονται ότι αν δεν αναλάβουν οι ίδιοι την προβολή ενός καλλιτέχνη, θα δυστυχήσει. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη από το να νομίζει ένας νέος ότι θα πουλάει έργα του αν μιλούν γι’ αυτόν. H εφήμερη έστω αναγνώριση δεν ωφελεί σε τίποτε, γιατί η μόδα της ζωγραφικής διαρκώς αλλάζει σήμερα, και αν το έργο του καλλιτέχνη δεν το νιώσει το κοινό, δεν πρόκειται ο καλλιτέχνης να ζήσει από το επάγγελμά του”.
Έργα του παρουσιάστηκαν σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα καθώς και σε χώρες του εξωτερικού, όπως στην Μπιεννάλε της Βενετίας του 1934 και στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1937.
Κλείνοντας αυτή τη μικρή αναφορά στον σπουδαίο ζωγράφο στέκομαι σε μια “ευχή” προς κάθε νέο καλλιτέχνη, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από την αυτοβιογραφία του. “Eύχομαι σε κάθε νέο καλλιτέχνη να έχει την τύχη να ζήσει μια τόσο ευτυχισμένη ζωή αποκλειστικά από τη δουλειά του, και μάλιστα από δεκαπέντε χρονών, όπως έζησε ο Renoir, και να φτάσει στην απόλυτη αναγνώριση και ν’ αποκτήσει τα χρήματα που κέρδισε εκείνος προτού πατήσει τα σαράντα του χρόνια”
(Με πληροφορίες από el.Wikipedia και από το βιβλίο του “Η ζωή ενός ζωγράφου”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης)