Ηταν θυμάμαι αρχές της δεκαετίας του ’70. Κατα πάσαν πιθανότητα το 1972. Μαθητής του τελευταίου έτους της μοναδικής, τότε σχολής κινηματογράφου που υπήρχε στην Ελλάδα. 

 

Μιλάω φυσικά για τη σχολή του μακαρίτη Λυκούργου Σταυράκου. Ηδη είχε κλείσει η μόνη “ανταγωνιστική” σχολή του Ιωαννίδη.

Η χούντα κρατούσε ακόμα, το Βιετνάμ στο φόρτε του και η αμερικάνικη νεολαία στα κάγκελα. Εδώ ο αντιαμερικανισμός όλο και μεγάλωνε. 

Μέσα  σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον προβλήθηκε στο θαυμάσιο “Ράδιο Σιτυ” της Πατησίων, με τα υπέροχα μηχανήματα προβολής και ήχου(σήμερα ειναι σούπερ μάρκετ,γνωστής Αλυσίδας), το έργο του γνωστού και ήδη καταξιωμένου αμερικανού σκηνοθέτη Στάνλευ Κιούμπρικ, “Το κουρδιστό πορτοκάλι”.

 

Ο Κιούμπρικ (ίσως μια άλλη φορά, να μας απασχολήσει γενικότερα), είχε ήδη κάνει όλες τις εμβληματικές ταινίες του, με εξαίρεση τη ΛΑΜΨΗ και είχε εγαταλείψει τις ΗΠΑ ζώντας μόνιμα στην Αγγλία.

Το κουρδιστό πορτοκάλι λοιπόν, ειναι αγγλικής παραγωγής, που η αγγλική λογοκρισία απαγόρευσε την προβολή της στο Ηνωμένο βασίλειο.

 

Θυμάμαι είχε κάνει αίσθηση ιδίως σε μας, τη νέα γενιά. Έργο ανατρεπτικό, βίαιο, που η βία άρεσε ακόμα και στα θύματα της. Ενας υφέρπων φασισμός που καταπλάκωνε τα πάντα. Πρώην θύματα, ιδεολόγοι της βίαιης ανατροπής, με ευκολία κατέληγαν αργότερα να υηρετήσουν την “τάξιν”. Γενικά μια κατάσταση που λίγα χρόνια αργότερα έγιγε κοινός τόπος.

Εμείς εδώ τότε και υπό το “βάρος” της χούντας εκστασιασθήκαμε βέβαια απο την ωμή ποίηση και την αισθητική αρτιότητα,  αλλά θεωρήσαμε ότι αυτά αφορούσαν την παρακμασμένη Δύση που ούτως ή άλλως έπρεπε να αλλάξει.

Εμείς είχαμε πιο “απτά”προβλήματα.
Εξάλλου η Νομική και το Πολυτεχνείο ήταν επι θύραις.

 

Ο Κιούμπρικ όμως όπως και ο Αντονι Μπέρτζες ο συγγραφέαςτου βιβλίου, στο οποίο βασίζεται το σενάριο, δεν ενδιαφέρονταν για ειδικές περιπτώσεις.

 
Έβλεπε τις αλλαγές που επέρχονταν σην κοινωνία, την υποκρισία και τον αμοραλισμό που επικρατούσε και έκρουε τον κώδωνα κινδύνου. Προειδοποιούσε ότι ο “φασισμός”αρχίζει από μέσα. Και όταν ωριμάσει οι “αρμόδιοι” αναλαμβάνουν να τελειώσουν τη δουλειά.

Αυτά τότε για πολλούς από μας, δεν ήταν αυταπόδεικτα.
Τα πενήντα χρόνια που πέρασαν, απέδειξαν ό,τι το δίκιο το είχε ο Κιούμπρικ