Πρωτοχρονιές ανεξίτηλες από έργα μεγάλων λογοτεχνών που άφησαν πίσω τους την αίσθηση της αναπόλησης των παλιών καιρών, τότε που οι άνθρωποι είχαν ανοιχτές τις καρδιές τους να δεχτούν την αγάπη των οικείων τους και τη ζεστασιά των γιορτών. Μια πρωτοχρονιά στην Κωνσταντινούπολη κι άλλη μια στο Αϊβαλί.

 

«Ευτυχισμένο το 1874!, αναφώνησε ο Δημητρός σπάζοντας το ρόδι και η Λωξάντρα έσκυψε να φιλήσει το χέρι του, μα ο Δημητρός την αγκάλιασε και τη φίλησε στα μαλλιά….»στο πιο χαρακτηριστικό έργο της, η Μαρία Ιορδανιδού [Λωξάντρα, εκδόσεις Εστία] μας μεταφέρει όλο το κλίμα της Κωνσταντινοπουλίτικης ελληνικής παροικίας στο β’ μισό του 19ου αιώνα. Η πρωτοχρονιά του 1874 περνά από τις σελίδες της με μια εξωπραγματική μαγεία… «Η μεγάλη πράσινη πήλινη σόμπα φλοκάριζε με δύναμη σα μπήκαν στην τραπεζαρία. Μοσχοβολούσε η κάμαρα πεύκο και πρινάρι. Το τραπέζι ήταν στρωμένο φαρδύ πλατύ σ’ όλο το μάκρος της κάμαρας και το κάτασπρο λινό τραπεζομάντηλο δε φαίνονταν από τους πολλούς μεζέδες. Το καρυδένιο μπουφεδάκι, που σαν λεπτοκόκαλη γυναίκα δεν έδειχνε τον όγκο του, ήταν φορτωμένο με τ’ αγιοβασιλιάτικα τα φρούτα: μήλα, αχλάδια, ρόδια, πορτοκάλια, καρύδια, φουντούκια, μύγδαλα, κάστανα, φιστίκια, σταφίδες, σύκα, χαρούπια και γλυκοσούτζουκο από χυμό σταφυλιών. Σωστό κέρας της Αμάλθειας. Με κατάνυξη κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι και άρχισαν να δένουν στο λαιμό τις πετσέτες τους. Το φαγητό άρχισε αργά, ιεροτελεστικά και βαθυστόχαστα…Κόπηκε η γαλοπούλα και μοιράστηκε. Ο καθένας συγκεντρώθηκε στο πιάτο του. Ο Ταρνανάς ξεπάτωσε ένα μπουκάλι γαλλικό κρασί και άρχισε να γεμίζει τα ποτήρια…Τρεις ώρες κάθονταν στο τραπέζι. Και βέβαια τρεις ώρες, ποιο ήταν το βιαστικό τους? Όλοι εκεί θα μνήσκαν. Δόξα τω Θεώ, στρώματα δεν είχε το σπίτι? Για παπλώματα? Και εξακολούθησε το φαγοπότι ως το τέλος. Και όταν πια τελείωσαν, πήρε η Λωξάντρα μια βούκα ψωμί, το κόψε με το χέρι της στα τρία, και τίναξε τα κομμάτια πάνω στο τραπέζι.: Αβραάμ, Ισάκ και Ιακώβ, είπε, καλά τρία. Και ύστερα ήρθε ένας-ένας να φιλήσει το χέρι της»…και κάπως έτσι παίρνει τέλος το πρωτοχρονιάτικο γεύμα στο Κωνσταντινοπολίτικο Μακροχώρι.

 

Σε μια άλλη πρωτοχρονιά διαφορετική από την προηγούμενη μας μεταφέρει ο Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο του «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»[εκδόσεις Άγκυρα], στην Αγία Παρασκευή που ήταν σαν μοναστήρι, περισσότερο υποστατικό και την όριζε ο ηγούμενος. Βράδυ παραμονής Πρωτοχρονιάς «…καθόταν ο γερό-γούμενος ο Στέφανος, η αδερφή του Ευγενία μοναχή και τ’ ανίψια τους. Η κάμαρα ήταν στρωμένη με μαλακά άσπρα χαλιά κι είχε μίαν αληθινή και φυσική αρχοντιά. Από όλα καταλάβαινες ότι βρίσκεσαι στην Ανατολή. Όλοι κάθονταν σταυροπόδι….κάθε τόσο έμπαιναν  στον οντά κι ένας παραγιός, τσομπάνηδες, ζυγάδες, ξοχάρηδες, περιβολάρηδες, καρβουνιάρηδες, βαρκάρηδες, αγροφύλακες….κάθονταν αυτοί οι άνθρωποι στον οντά και κουβεντιάζανε. Απ’ όξω φυσούσε ο χιονιάς κι έκανε κρύο τατάρικο, μα μέσα ήταν ζεστά σα χαμάμι. Οι μεγάλοι λέγανε ιστορίες, κι οι ιστορίες δεν τελειώνανε, ιστορίες αληθινές που γινήκανε πάνω σε αυτό κι ευτυχισμένο μέρος…Σαν ήρθε η ώρα, στρώσανε το τραπέζι. Βάλανε στη μέση έναν μεγάλο σοφρά, και γύρω του βάλανε 4 μικρότερους που είχανε απάνω του πουλιού το γάλα…Σαν αποφάγανε, έκοψε ο γούμενος την βασιλόπιτα με ευλάβεια σαν να ‘κανε Λειτουργία…Τα γλυκοχαράματα, χτύπησε η καμπάνα, κι όλοι σηκωθήκανε, εξόν από τα παιδιά. Ο Βοριάς είχε μαϊνάρει. Μπήκανε στην εκκλησιά. Ως να πούνε τον Εξάψαλμο, έφεξε για τα καλά».

Και οι δύο πρωτοχρονιές αποπνέουν άρωμα Ανατολής, οι συγγραφείς τους με μοναδική μαεστρία μας κάνουν εναμίση αιώνα μετά, κοινωνούς των βιωμάτων τους. Αλλά αυτή δεν είναι η χαρά της Τέχνης, η δημιουργία εικόνων και συναισθημάτων. Ας δημιουργήσουμε κι εμείς φέτος τις δικές μας ανεξίτηλες εικόνες και ας ανοίξουμε την ψυχή μας να νιώσουμε τη ζεστασιά των ανθρώπων.

Καλή χρονιά και ευτυχισμένο το νέο έτος, υγεία, προκοπή και αγάπη!