Στο μονόπρακτο της Ιωάννας Θέου «Κλυταιμνήστρα – Κασσάνδρα: Στων σκοταδιών την άμπωτη» βλέπουμε τις δύο τραγικές μορφές της ελληνικής μυθολογίας, την Κλυταιμνήστρα και την Κασσάνδρα, απογυμνωμένες από τον σκληρό μανδύα της ζωής, που με λύσσα τις εγκλώβισε, να συνομιλούν υπό ένα νέο πρίσμα.
Τι μπορεί να ειπωθεί ανάμεσα σε δύο τραγικές μορφές στον Άδη, που όσο ζούσαν το μυστηριώδες μικρόβιο της ζήλειας ήταν αυτό που εμπότισε την έμψυχή τους παρουσία ;
Το σκηνικό της κας Θέου θέλει τις δύο ηρωίδες αντικρυστά και ανάμεσα τους το ποτάμι της λήθης να τις χωρίζει όπως τις χώριζε μια άβυσσος κακίας στον επάνω κόσμο. Οι δαίμονες που τις κατέστησαν ευάλωτες και αιχμαλώτισαν τις όποιες ήρεμες στιγμές τους έχουν εξανεμιστεί. Με απολογητικό ύφος η Κλυταιμνήστρα σκέφτεται στην αδικία που έκανε στην Κασσάνδρα και προσπαθεί οδηγημένη από μεταμέλεια να αποσπάσει τη συγνώμη της.
«Ήταν πιο εύκολο, να σε βλέπω ως εχθρό, παρά ως σύμμαχο. Ήσουν η ξένη, η βάρβαρη, η τρελή, κάποια που άνηκε στο περιθώριο. Ο εύκολος στόχος. Κανείς δεν θα λυπόταν για την τύχη σου, κανείς δεν θα αναφερόταν στα δικαιώματά σου».
Η Κασσάνδρα κάνοντας μια αναδρομή στα περασμένα συγκατανεύει ως προς τις ενέργειες της Κλυταιμνήστρας και παραδέχεται ότι ο φόνος της ήταν μια μορφή σωτηρίας από τα δεινά που της επέφερε η πτώση της Τροίας και οι ενέργειες των θεών. Αν κάτι όμως δεν λυτρώνει τη ψυχή της είναι η οργή για τον άνθρωπο που διέλυσε την υπόστασή της.
Το ασίγαστο μίσος για τον Αγαμέμνονα τον αυτουργό όλων των δεινών είναι αυτό που τις εξαγριώνει ακόμα και στην άλλη ζωή. Μέσα από τα λόγια τους φαίνεται η δολιότητα του χαρακτήρα του, που με την εύνοια των θεών μπόρεσε να εξαγοράσει νίκες και να γίνει ο Πρώτος των Ελλήνων, ο αιματοβαμμένος ηγέτης που έλαβε όσα του άξιζαν από το χέρι της γυναίκας του και της Δίκης.
Αλλά δεν είναι μόνο ο Αγαμέμνονας, όλοι οι ήρωες της Ιλιάδας χάνουν το μυθικό τους παράστημα και μέσα από τους μονολογικούς διαλόγους της Κλυταιμνήστρας και της Κασσάνδρας φαίνεται η ανοσιότητα και το τιποτένιο του χαρακτήρα τους.
Σε ένα μόνο σημείο στέκονται προβληματισμένες, στην υστεροφημία τους. Παρόλο που στην αρχή νιώθουν εξιλεωμένες η μία απέναντι στην άλλη αδιαφορώντας για τη κοινή γνώμη, υπάρχει αργότερα ένας προβληματισμός για την εντύπωση τους στους κατοπινούς.
«Αναρωτιέμαι τι θα σκέφτονται οι νεότεροι για μας, πως θα μας φαντάζονται. Αν θα μας κρίνουν όπως έκαναν οι άνθρωποι της δικής μας εποχής. Θα είμαι άραγε και γι’ αυτούς μια αποτυχημένη προφήτισσα; Ένας μάντης κακών; Κι εσύ μια φόνισσα χωρίς ενδοιασμούς που σου άξιζε ό,τι έπαθες;»
Δύο γυναίκες που βρέθηκαν στη δίνη των ιστορικών και δραματικών γεγονότων, παλεύουν με τον εσωτερικό τους κόσμο, ξεσπούν, επαναστατούν απέναντι στου δεσμώτες της επίγειας ζωής τους και ονειρεύονται ένα μέλλον που ίσως « η σιωπή να πάψει να εκλαμβάνεται ως συγκατάθεση και οι άνθρωποι να πάψουν να θεωρούν τη δυσπιστία ή τα οράματά που δεν πραγματοποιήθηκαν ως ήττα».
Η Ιωάννα Θέου μας παρουσιάζει δύο «αθώες» ψυχές που στροβιλίστηκαν στην ανέμη της μοίρας ταλαιπωρήθηκαν ως νευρόσπαστα στα χέρια των άδικων θεών και απογυμνώθηκαν η μία μπροστά στην άλλη. Η νέα πραγματικότητα δεν φείδεται λόγων και οι εικόνες του παρελθόντος αποχρωματίζονται μπροστά στην εσωτερική ανύψωση των δύο ηρωίδων.
Αν εξαιρέσουμε την έκρηξη που δημιουργεί η αναφορά του ονόματος της Ελένης και την μικρή αντιδικία τους, οι δύο γυναίκες δίνουν στην τελική σκηνή το χέρι η μία στην άλλη και ο σκηνικός κόσμος αλλάζει.
Η τελική μεταφορική σκηνή της κας Θέου βρίσκει πραγμάτωση στις ήδη κατά τόπους αναφορές που έχει το κείμενο της πάνω στην έννοια της εξουσίας, θεϊκής και πολιτειακής.
«Όλοι οι φόνοι…που οι αρχές δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να βρουν το φταίχτη, μασκαρεύονταν, χρωματίζονταν, καλύπτονταν υπό το μυστηριακό πέπλο της θείας εκδίκησης, της κατάρας για ύβρη. Τι ψέμα!»
Στις 26 σελίδες του θεατρικού πέρα από την σκληρή και πολυπρόσωπη μασκαρεμένη εξουσία γίνονται αναφορές σε ζητήματα που ανέκαθεν απασχολούσαν το ανθρώπινο γένος όπως το θέμα της δουλείας, της διαφορετικότητας και ο ρόλος της γυναίκας με την όποια διαφορετική προσέγγιση σε Δύση και Ανατολή.
Ένα μονόπρακτο που αποδεικνύει ότι το νέο ελληνικό θέατρο φέρνει νέες προτάσεις από συγγραφικά χείλη που ολοένα διψούν για κάτι πρωτοποριακό. Το βιβλίο συνοδεύεται από μια κατατοπιστική εισαγωγή της κα Καίτης Διαμαντάκου καθώς και μια εκτενή αναφορά για τον μύθο της Ορέστειας όπως περιγράφεται στον Αισχύλο και σε άλλες πηγές.
Τελικά ο θάνατος σβήνει τα ψυχικά τραύματα και τα κατάλοιπα της γήινης περιπλάνησης ; Ένα βιβλίο προβληματισμού και διαφορετικής θεώρησης που δεν αποδομεί, αλλά συμπληρώνει θα πρόσθετα, τις ήδη γνωστές τραγικές μορφές της μυθολογίας μας.
Το βιβλίο της Ιωάννας Θέου “«Κλυταιμνήστρα – Κασσάνδρα: Στων σκοταδιών την άμπωτη»” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δωδώνη