«Ήμασταν  μικρά αγόρια με τηλεκατευθυνόμενα αυτοκινητάκια και σετ με πολύχρωμες σφραγίδες και ξέραμε πως κάτι είχε συμβεί. Ξέραμε πως δεν μας έδιναν ξεκάθαρη απάντηση όταν ρωτούσαμε: -Που είναι η Μαμά; Και ξέραμε, πριν ακόμα μας οδηγήσουν στο δωμάτιο μας και μας πουν να καθίσουμε δεξιά και αριστερά του Μπαμπά μας, πως κάτι είχε αλλάξει. Μαντεύαμε και καταλαβαίναμε ότι άρχιζε μια νέα ζωή και ότι ο Μπαμπάς δεν είναι το ίδιο είδος Μπαμπά κι εμείς ήμασταν διαφορετικά αγοράκια, ήμασταν νέα θαρραλέα αγοράκια δίχως Μαμά»

 

Η απώλεια που σηματοδοτεί μια νέα κατάσταση με φυσικό επακόλουθο την θλίψη, είναι το θέμα του πολυσυζητημένου βιβλίου του Βρεττανού συγγραφέα Max Porter που πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου.

 

Ένα άρτιο λογοτεχνικό κείμενο που αποσπά μερίδιο καταγωγής από τα λογοτεχνικά είδη της ποίησης και της πεζογραφίας και ενέχει την  συνύπαρξη του δράματος σε όλες τις εκφάνσεις του. Ένα είδος ποιητικής πρόζας.

 

Η θλίψη ως καταλυτική δύναμη εισβάλλει στη ζωή  των αγοριών και του Μπαμπά μετά τον χαμό της Μαμάς και συζύγου. Τα δύο κεφαλαία Μ καθ’ όλη τη συνέχεια του κειμένου επιτείνουν την δραματικότητα της κατάστασης.

 

Πως επιβιώνεις μετά από έναν χαμό; Ποια είναι εκείνη η δύναμη που σε υφαρπάζει από τη μίζερη δυσκολία του πρώτου καιρού και σε οδηγεί σε μια δυνατή ανάμνηση;

 

Ο Max Porter αριστοτεχνικά οικοδομεί ένα κείμενο που σου δημιουργεί συνεχώς ερωτήματα και μια συστάδα αποριών που ποτέ, ίσως, να μην είχες σκεφτεί. Βουτάει την πραγματικότητα μέσα στην σκάφη της φαντασίας και εμφανίζει ένα συνονθύλευμα «κουνημένων» φωτογραφιών, παρακολουθώντας τις διακυμάνσεις στο μυαλού του ήρωα.

 

 

«Ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας και

Προετοιμάστηκα να αντιμετωπίσω ακόμα μια φορά

την καλοσύνη των άλλων. Κι άλλα λαζάνια, μερικά βιβλία

μια αγκαλιά ή τα ταπεράκια με φαγητό για τ’ αγόρια».

 

 

Το θέμα μπορεί να μοιάζει κάπως κοινότοπο: η άωρη θλίψη που επικάθεται τον πρώτο καιρό σε ένα σπίτι που ο θάνατος επισκέφτηκε χαράζοντας την ορφάνια και την απώλεια εν συνόλω.  Πέρα από την μορφολογική κι υφολογική δομή του κειμένου, που αφενός δείχνει ορατά σημάδια καινοτομίας κι αναπόδραστης λογοτεχνικής καλλιέπειας,  ένα τέχνασμα από την σφαίρα του μύθου/παραμυθιού  σαρώνει την  δυστοκία του θέματος. Ένα κοράκι γίνεται ο νέος συγκάτοικος στο σκιερό τους περιβάλλον κι αναλαμβάνει να ζωντανέψει το θέμα αλλά και τις ψυχές των ηρώων. Το κοράκι με την σκοτεινή και μεταφυσική του παρουσία   θα γεφυρώσει την απόσταση των πενθούντων με τη Ζωή.

 

Ο αναγνώστης μπροστά στη πένθιμη δίνη του κειμένου πιάνεται από το κοράκι κι ένα είδος ενδιάμεσης σχέσης ξεκινά: του κορακιού με τους πενθούντες και του αναγνώστη που  εναποθέτει σε μια υπερβατική δύναμη (κοράκι) τη λύτρωση στο δράμα που έμμεσα βιώνει. Οι νουθεσίες του κορακιού ακροβατούν ανάμεσα στο φλεγματικό μαύρο χιούμορ και στις αποφασιστικές μεθόδους αποτίναξης της θλίψης. Ένα δυσοίωνο πουλί που σηματοδοτεί την επιστροφή στην ευτυχία! Πόσο περίεργο κι όμως τόσο αξιοσημείωτο!

 

Δεν θα σταθώ στις διακειμενικές αναφορές, άλλωστε κάθε σοβαρό οικοδόμημα χρειάζεται σταθερά θεμέλια για να σταθεί. Το ζητούμενο είναι το αρχιτεκτονικό σχέδιο της όλης κατασκευής, η ρυμοτομία του και ο ανάλογος διάκοσμος ώστε να συγκεράσει την απαράμιλλη ομορφιά με τη γοητεία του μυστηρίου. Η μελέτη του πατέρα πάνω στο έργο του πολυβραβευμένου ποιητή Τεντ Χιουζ γίνεται το όχημα μετάβασης στο υπερβατικό.  Από εκεί ξεκινούν αναμνήσεις, ιστορίες, παραμύθια, σκέψεις, ονειρικές καταστάσεις, προσωπικές εξομολογήσεις υφασμένες από τρεις αφηγηματικές φωνές: του πατέρα, του κορακιού και των αγοριών.

 

Η σοφία του άχρονου σκοτεινού πτηνού προσκρούει πάνω στο βδελυρό του ύφος ως προς τις συστάσεις του που  όμως αποκρύβουν δόσεις αλήθειας. Είναι η κατεξοχήν θεατρική υπόσταση του κειμένου. Με την υπερβατική του φύση εξουσιάζει όλο το βιβλίο.

 

 

«Σερνάμενο κάτωχρο στοιχειό, τρομερά ανησυχώ.

Γεια χαρά, κριπ κραπ κριπ κραπ, τα κουκιά μου ποιος

λαζουροτιρά, τα κολάζ μου ποιος χαλά; Μια στιγμή,

να σας βουτήξω, γραπ! Να σας φτεροκοπήσω, φλαπ»!

…………………………………………………………………………

(Αυτό κάνω, δίνω παράσταση λέγοντας διάφορες

κορακίσιες ασυναρτησίες. Θαρρώ πως έχει λίγο

την εντύπωση ότι είμαι ένας σαμάνος του Στόουνχεντζ

που αφουγκράζεται το πνεύμα των πτηνών. Εμένα δεν

με χαλάει εφόσον αυτό τον βοηθάει να κρατιέται όρθιος).

 

 

Η νεκρική φιγούρα του πατέρα κουβαλά την μείξη πολλών σκοτεινών συναισθημάτων με το πέπλο της μελαγχολίας να τον έχει εγκλωβίσει και το φάντασμα της κατάθλιψης να περιτριγυρίζει την ύπαρξή του. Πονεμένος αφηγητής,  που στα λεγόμενά του η λογική είναι λίγο πριν αναχωρίσει μηδενίζοντας την ύπαρξή του. Μόνο  το πατρικό του χρέος τον κρατά δεσμώτη μιας οικογενειακής καθημερινότητας.

 

 

«Μου λείπει τόσο που θα θελα να της φτιάξω ένα μνημείο

τριάντα μέτρα ψηλό με τα ίδια μου το χέρια. Θα ήθελα

να την βλέπω να κάθεται σε ένα τεράστιο πέτρινο θρόνο

στο κέντρο  του Χάιντ Πάρκ και να ατενίζει το τοπίο.

Όλοι οι περαστικοί θα καταλάβαιναν πόσο μου λείπει».

 

 

Τέλος η δροσάτη παρουσία των αγοριών κινείται ανάμεσα στη θλίψη για τη νεκρή μητέρα τους και  στo πάγωμα τους μπροστά στην θέα της απέραντης θλίψης του πατέρα τους. Η νεαρή τους ηλικία δεν έχει δεσμεύσεις στα συναισθήματα, αφού η στιγμή μεταβάλλει τον ψυχικό τους κόσμο σπρώχνοντας τα άλλοτε σε ζωηρές αποδράσεις κι άλλοτε σε σκοτεινές σκέψεις εξαιτίας της περιρρέουσας οικογενειακής ατμόσφαιρας.

 

Κι ενώ όλα αυτά παρουσιάζουν ένα κείμενο πολυσέλιδο, το βιβλίο εξαντλείται σε μόλις 120 περίπου σελίδες. Πόσο εμπνευσμένη αποτύπωση από τον νεαρό συγγραφέα να μας υποδεικνύει με το μέγεθος του κειμένου του ότι η ζωή μας είναι σύντομη και οι ψυχολογικές μας διακυμάνσεις ακόμα πιο σύντομες! Μπροστά σ’ αυτή την αναπόδραστη παγίδα του χρόνου πως συμπεριφερόμαστε στις δύσκολες καταστάσεις; Ο Max Porter  μας παρουσιάζει με εύστοχο τρόπο τις διεξόδους από μια δύσκολη έκφανση της Ζωής. Οι φιοριτούρες και οι πολυφορεμένες παραινέσεις…θα ερχόταν σε αντίθεση με την ιδέα και το σκοπό που εξυπηρετεί το κείμενο.

 

Ένα έργο που χαράζει λογοτεχνική γραμμή, ένα βιβλίο που έρχεται να ανεβάσει την τιμή της διαφορετικότητας  στην παγκόσμια λογοτεχνία.

 

Το βιβλίο του Max Porter “Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.