Αυτήν την εβδομάδα σκιαγραφούμε στο thelook.gr μια βραβευμένη συγγραφέα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, την Ζυράννα Ζατέλη.
«Έχω μια φίλη. Τη Ζυράννα. Τσακώνει δυο-τρεις φράσεις, τις βάζει φουρνέλο κι ανοίγει ένα νταμάρι στο υπερπέραν. -Άννα, Ζυράννα, του ονείρου παραμάνα, κάνε να διώξουμε τα πνεύματα του Άδη!» Με τρεις σειρές ο Θωμάς Κοροβίνης μας συστήνει την φίλη του Άννα, Ζυράννα που «…κεντάει τα παραμύθια της μ’ αρχαία μασουράκια και κλωστές αράχνης κι ανεβοκατεβάζει τα φεγγάρια στη γη καθώς σηκώνει ανεμόσκαλα προς τα ουράνια ξεφυσώντας για να της φύγουν τα σεκλέτια. Είναι αντοχής!»
Γεννήθηκε στο Σοχό Θεσσαλονίκης το 1951, σπούδασε θέατρο στην Αθήνα, αλλά ασχολείται αποκλειστικά με το γράψιμο. Η ιδιαίτερη γραφή της είναι αυτό που την ξεχωρίζει σαν να προσπαθεί να λύσει τα μάγια του κόσμου ή να ξορκίσει τη λύση τους. «Η ψυχή μας θυμάται ό,τι ως ενσυνείδητα όντα ενδεχομένως χάσαμε ή ξεχάσαμε. Αυτή η κρυμμένη μνήμη, η λανθάνουσα, με σαγηνεύει ιδιαίτερα στην δουλεία μου ως συγγραφέα…δουλεία μου είναι η αχανής μυθοπλασία, η συνάφεια με τα εσώτερα του βίου, λεπτές δοσολογίες και δοσοληψίες ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στο δράμα και στην πανουργία της ύπαρξης, έχοντας προφανώς στην διάθεση μου και την ανατρεπτική της μέθεξης ειρωνεία, την παρηγορητική εκείνην ειρωνεία σε καταστάσεις όπου ο πόνος πάει να ρουφήξει το μυαλό». Η Zατέλη είναι συγγραφέας της λεπτομέρειας και της παραμικρής κίνησης, που μπορεί να πάρει στις σελίδες της εξονυχιστική ανάλυση, θέλει να συλλάβει και το παραμικρό στοιχείο γονατίζοντας μέχρι να συνεπάρει τον αναγνώστη.
Τα πρόσωπα στον εραλδικό της κόσμο βρίσκονται ως διαλυμένα είδωλα και ακολουθούν τον αφηγηματικό δρόμο που τους δίνει να πορευτούν έξω από κοινούς δρόμους. «…Άιντε κι εμείς σιγά-σιγά να μαζευόμαστε, αποφάσισε να πει και η Φωτίκα και σηκώθηκε κάνοντας την αρχή σαν μεγαλύτερη, «Πλησιάζει βλέπεις κι η ώρα να μαζευτούν οι ψυχές στον τόπο τους…Αυτό το αυγινό φως! Το ρόδινο και μελανί!…Φτάνει, μας λέει, άιντε φτάνει παραβήκατε που παραβήκατε τις συμφωνίες, μην το παρακάνετε κι από πάνω, σεβαστείτε το ξημέρωμα, ημερώστε και κρυφτείτε. Να παν και οι άλλοι άνθρωποι στις δουλείες τους,…τινάχτηκε στο φουστάνι της, πέσανε λίγα χώματα…Η παρέα των επτά, Ο Σέρκας και η συνοδεία του δρασκέλισαν την πόρτα, τους άφησαν γεια. Ήταν η Δωροθέα της φθίσης, η Μυρτώ της Μαύρης Θάλασσας, η Φωτίκα της Έκλειψης, ο Νίκος της Σφήκας και η Δάφνη της Μαύρης της Κάργας με την σειρά και τους τρόπους με τους οποίους μεταλλάξανε τον βίο κατά τα 10 προηγούμενα χρόνια…κι όπως βρέθηκαν για το δείπνο σ’ αυτήν την κάμαρα, έτσι δεν θα βρίσκονταν του λοιπού» Η Ζυράννα «χαλαρώνει» τα σύνορα που χωρίζουν τους δύο κόσμους. Το προηγούμενο απόσπασμα είναι σκηνή από ένα δείπνο ζώντων και τεθνεώτων που σαν σύλληψη και μόνο εντυπωσιάζει! Ο Θάνατος στα βιβλία της περνά όχι ανώδυνα, καθρεφτίζει τα βάθη της ζωής που είναι βάθη απροσμέτρητα. Οι ήρωες της πεθαίνουν παράξενα, μυθιστορηματικά, εξωραϊσμένοι. «…η Περσεφόνη, είπε χωρίς να με κοιτάει: Τον είδες;-έκανε μια παύση και πρόσθεσε: Δεν θα ξαναπεράσει…Τι είναι πάλι αυτό; έκανα -Ο Νέστορας, είπε, Δεν θα ξαναπεράσει…Ο Νέστορας ξεψύχησε λίγο μετά που πέρασε από την αγορά…(και η γρία Περσεφόνη ολοκληρώνει λέγοντας): το είδα πάνω του, σαν φως, καθώς περνούσε».
Στα κείμενα της ο έρωτας πάλι είναι τόσο καταστροφικός που «ταυτίζεται» με τον θάνατο, σαν ένας επίγειος θάνατος. «Μες στον ύπνο τους την άκουσαν που γύρισε, άκουσαν την λαχανιασμένη ανάσα και ησύχασαν, άλλαξαν πλευρό. Αυτή πάλευε με τον εαυτό της όπως η σαλαμάνδρα που χορεύει τις φλόγες: δεν καίγεται, δεν πέφτει άψυχη μα δεν μπορεί να ξεφύγει, χορεύει όσο χορεύουν οι φλόγες και σβήνει μαζί τους…ούτε στα μνήματα είχε πάει ούτε πουθενά, μόνο στα χαλάσματα, στις τρύπες της ειμαρμένης, και κοίταζε από κει το σπίτι του. Ας μην την συγχωρούσε κανένας! Ένιωθε να αραιώνει το σάλιο της όπως στους ετοιμοθάνατους, μα αυτό που λαχταρούσε μ’ όλη της την ψυχή δεν ήταν να γλυτώσει…». Ο έρωτας, που γεύεται το μέλι πάνω στο τσεκούρι .
Κλείνοντας το κομμάτι της θεματικής θα σταθώ σε δυο ακόμα σημεία: στη φύση και στα ζώα. Στον ζατελικό κόσμο η φύση είναι βίαιη, αδυσώπητη! Στο έργο της «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος» δύο ήρωες βρίσκουν τραγικό θάνατο από κεραυνό και η πρωταγωνίστρια σκοτώνεται από έναν μανιασμένο αέρα που την σήκωσε και την πέταξε πάνω σε ένα δέντρο. Ακόμη μια κόρη της χαροκαμένης μάνας στο ίδιο βιβλίο χάνεται εντελώς απρόβλεπτα… «Δεύτερο γράμμα της δεν ήρθε…περπατούσε με τον Τίμωνα κι άλλους δύο φίλους του στην παραλία της πόλης. Σε παραλία πόλης υποτίθεται δεν ξεσπά φουρτούνα αυτό γίνεται στ’ ανοιχτά. Μα η Μαύρη Θάλασσα είχε άλλους νόμους εκείνο το απομεσήμερο, μήνας Σεπτέμβρης. Σηκώθηκε ένα πελώριο κύμα, το είδαν όσοι το είδαν, γλύτωσαν όσοι γλύτωσαν. Όταν το κύμα αποσύρθηκε, η Μυρτώ δεν ήταν δίπλα στον Τίμωνα και τους δύο φίλους του. Πεσμένοι, μαστιγωμένοι οι τρεις τους, μα η Μυρτώ ούτε πεσμένη ούτε όρθια, ούτε νεκρή ούτε ζωντανή. Έφαγαν τον κόσμο, ούρλιαζαν, πουθενά εκείνη: το κύμα την έχαψε κι αποσύρθηκε». Οι περιγραφές της πραγματικά ανατριχιάζουν τον αναγνώστη, η ίδια σημειώνει σε συνέντευξη της πως όταν ήταν μικρή είδε άνθρωπο να κεραυνοβολείται, η εικόνα και το ουρλιαχτό του ανθρώπου «έδωσαν μια γερή καμουτσικιά σε ροδαλή σάρκα». Τέλος τα ζώα έχουν μια ιερότητα όχι με την φιλοζωική έννοια αλλά τη μυστηριακή, το βλέμμα ενός ελαφιού ή τα μάτια ενός λύκου έχουν ένα ανεξήγητο βάθος…η μικρή Λεύκα (Το πάθος χιλιάδες φορές) κλαίει γοερά στον ώμο του παππού της φωνάζοντας «Θέλω τον λύκο…εσείς να φύγετε..θέλω τον λύκο».
Έχει βραβευτεί 3 φορές, δύο με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και μία με το βραβείο μυθιστορήματος της Ακαδημίας για το σύνολο του έργου της. Στην 35χρονη σχεδόν πορεία της τα βιβλία της είναι λιγοστά, αν αναλογιστούμε τη ροή εκδόσεων άλλων συναδέλφων της, κάθε 7ετία εκδίδει καινούργιο βιβλίο μυθιστορίας. Μάλιστα χαριτολογώντας στην εισαγωγή ενός νέου βιβλίου της αναφέρει: «… τέλειωσα και παρέδωσα το Πάθος χιλιάδες φορές(2009) ξέροντας τι παιδεμός με περίμενε μέχρι να ξεκινήσω και να ολοκληρώσω το τρίτο μέρος της τριλογίας, φοβούμενη πως τα 7 χρόνια δεν θα μου φτάσουν…τελικά προέκυψε «Η ηδονή στον κρόταφο»(2011) μια συλλογή από 9 αφηγήματα…και ούτω πως η διορία μου έληγε αντί το 2016, το 2018», έτσι το 3ο μέρος της τριλογίας κυκλοφορεί σε λίγο καιρό με τον τίτλο «Ορατή σαν αόρατη»
Η εργογραφία της Ζυράννας Ζατέλη ξεκινά το 1984 με μια συλλογή διηγημάτων της και με τίτλο «Περσινή αρραβωνιαστικιά». Ακολουθεί μια ακόμα συλλογή με διηγήματα το 1986 «Στην ερημιά με χάρι». Το 1993 κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Και με το φως του λύκου επανέρχονται»[Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 1994]. Το 2001 ξεκινά η έκδοση της τριλογίας με τον γενικό τίτλο «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους». Το 1ο μέρος της φέρει τον τίτλο «Ο Θάνατος ήρθε τελευταίος»[Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 2002], ενώ το 2ο μέρος που κυκλοφόρησε το 2009 ονομάζεται «Το πάθος χιλιάδες φορές» [Βραβείο μυθιστορήματος της Ακαδημίας]. Η τριλογία θα ολοκληρωθεί την άνοιξη του 2018 με το 3ο μέρος «Ορατή σαν αόρατη». Αυτό είναι το καθαρό λογοτεχνικό κομμάτι της συγγραφέα. Παράλληλα κυκλοφόρησαν κάποιες «λογοτεχνικές ανάσες» θα λέγαμε ή πιστώσεις χρόνου. Το 2005 εκδίδεται η νουβέλα «Ο δικός της αέρας» [ενσωματωμένη πια στην «Ηδονή στον κρόταφο»] και την επόμενη χρονιά το αφήγημα «Οι μαγικές βέργες του αδερφού μου» Το 2011 κυκλοφορούν 9 αφηγήματα που φέρουν τον γενικό τίτλο «Ηδονή στον κρόταφο». Τέλος το καλοκαίρι του 2017 εκδίδεται το βιβλίο «Τετράδια Ονείρων» [δες…thelook.gr]
Ο κόσμος της Ζατέλη δεν είναι συνηθισμένος ούτε είναι εύκολα προσβάσιμος, ένας τόπος ομίχλης και σκιών, αλλά είναι τόσο πρωτότυπος και μαγευτικός, έξω από τα καθιερωμένα της ελληνικής λογοτεχνίας παρόλο που το υλικό του είναι καθαρά ελληνικό, ίσως και ονειρικό: «από τα όνειρα συχνά παίρνω ιδέες, φωτίζομαι ή αλαφιάζομαι ευεργετικά από εικόνες, φράσεις ή συμβάντα εκεί μέσα». Άλλωστε όπως έλεγε και ο Yeats με τα όνειρα αρχίζουν οι ευθύνες.