Λογοτέχνης και διανοούμενος που δέσποσε στα ελληνικά γράμματά στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1872 στην Κέρκυρα και πέθανε την 1η Ιουλίου 1923.

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, – πατέρας του ήταν ο Μάρκος Θεοτόκης και μητέρα του η Αγγελική Πολυλά (ξαδέρφη του λόγιου Ιάκωβου Πολυλά) -τα μέλη της οποίας ασχολήθηκαν με την πολιτική και τη διπλωματία ήδη από τον 14ο αι..Φοίτησε στο «Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας», στη συνέχεια στο «Κερκυραικό Γυμνάσιο» και τέλος έκανε τις ανώτατες σπουδές του στο Παρίσι, παρακολουθώντας μαθήματα φιλολογίας, μαθηματικών, ιατρικής και χημείας, χωρίς ωστόσο να λάβει κανένα δίπλωμα.

Εκτός όμως της γαλλικής γλώσσας σπούδασε αγγλική, γερμανική, ιταλική και λατινική, καθώς και σανσκριτική. Έτσι πολύγλωσσος από νεαρά ηλικία (γνώριζε ακόμη αρχαία περσικά, αρχαία ελληνικά και εβραϊκά) ασχολήθηκε πέραν της πεζογραφίας με τη μετάφραση και την ποίηση. Σε ηλικία 19 ετών έγραψε στη γαλλική το πρώτο του έργο, το “La vie des Montagnes”, που δημοσιεύθηκε και από τον εκδοτικό οίκο “Mercure de France”. Την ίδια εποχή (συγκεκριμένα το 1887) εξέδωσε μία μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και το επανδρωμένο (κυβερνούμενο) αερόστατο.

 

 

Το 1889 ξεκινά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, ενώ δύο χρόνια αργότερα καταφεύγει στη Βενετία για οικονομικούς λόγους, όπου και γνωρίζει την βαρώνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς. Ύστερα από αντιρρήσεις του πατέρα του την παντρεύεται δύο χρόνια αργότερα και αποκτά μαζί της μία κόρη.

 

Kαθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε. Eτσώπασε λίγο κ’ έπειτα της είπε:

      “Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. T’ όνομα εκεινού θέλω. Eσέ δε θα σε πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!”

      Eμολόησε. Kι ο Kουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Kι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, εβρήκε τη γυναίκα στον ίδιο τόπον ασάλευτη με τ’ αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε. Mα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.

(απόσπασμα από το διήγημα “Πίστομα”)

 

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1895 εγκαταστάθηκε στη Κέρκυρα, στον εξοχικό πύργο των Καρουσάδων. Συνδέθηκε με τον ποιητή Μαβίλη και προσχώρησε από τους πρώτους στο κίνημα του δημοτικισμού. Από τότε φαίνεται ότι ασπάστηκε τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες, από τις οποίες και διακρίνονται τα έργα του.

Συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης το 1896 ως εθελοντής και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στη Θεσσαλία, επικεφαλής δικού του σώματος. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα της Θεσσαλονίκης. Τότε και απώλεσε ολόκληρη την προικώα περιουσία του στην Αυστρία (1917) οπότε και αναγκάσθηκε να δουλέψει αναλαμβάνοντας το γραφείο λογοκρισίας παντός εντύπου και αλληλογραφίας, θέση που διατήρησε για λίγο χρόνο.

 

 

 

Στην ελληνική λογοτεχνία η πεζογραφία του Κ. Θεοτόκη είχε σημαντική προσφορά. Στα εκτενή διηγήματά του: “Η τιμή και το χρήμα”, “Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα”, “Ο κατάδικος” και “Οι σκλάβοι στα δεσμά” τους διακρίνεται η δραματικότητα της αφήγησης και η ρεαλιστική απόδοση της ζωής σε μια ηθογραφική ατμόσφαιρα, που διαπνέεται και από φιλοσοφική διάθεση.

Τα σύντομα διηγήματά του, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην αρχή στο περιοδικό Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου και στον Νουμά, και που αργότερα κυκλοφόρησαν με τον τίτλο Κορφιάτικες ιστορίες, αποδίδουν με απλότητα και λιτότητα την κερκυραϊκή ζωή της εποχής, με εικόνες αδρές και σκληρές. Γεγονός είναι ότι υπήρξε επηρεασμένος από τον Νίτσε από την πρώιμη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όταν έγραψε πεζογραφήματα όπως Το Πάθος (1899) και διηγήματα όπως το Πίστομα. Στη ποιητική του συγγραφή κυριαρχούν οι μεταφράσεις του Σαίξπηρ που απέδωσε έμμετρα την Τρικυμία, τον Μάκβεθ, τον Βασιλιά Ληρ και τον Οθέλλο. Επίσης μετέφρασε τα Γεωργικά του Βιργιλίου, τον Έρμαν και Δωροθέα του Γκαίτε, τον Φαίδωνα του Πλάτωνα, και από τη σανσκριτική τα: Σακούνταλα, Μαλαβίκα και Αγνημίτρα. Έγραψε επίσης και μερικά σονέτα που διακρίνονταν για τη λεπτότητα αισθήματος.

 

 

Ενόμισε πως ελιγοθυμούσε στα χέρια του, κ’ εθύμωσε. Την ετίναξε δυνατά, εκοκκίνισε, την εκοίταξε άγρια κ’ εκείνη άνοιξε τότες λίγο τα μάτια, τον είδε και τον εφοβήθηκε. Τέτοια θα ‘ταν, εσκέφτηκε, η όψη του όταν εκρατούσε στα χέρια του και τον Αράθυμο και τον εμαχαίρωνε.

Της είπε βραχνά:

– Τον έβγαλα από τη μέση για να σ’ έχω όταν θέλω! Είσαι γυναίκα μου!

Τη βαστούσε σφιχτά. Με το κορμί της έκαμε δειλό κίνημα για να του ξεφύγει, κι άνοιξε πάλε λίγο τα μάτια.

– Τι άντρας θα ‘μουνα, ξανάπε, αν θα σ’ είχα μονάχα όταν εσύ το θέλης!…

Και την έσπρωξε με δύναμη ως το κρεβάτι και την ξάπλωσε απάνου. Αυτή εκρύωσε ακόμα περσότερο, τόσο που ετουρτούριζε, άκουσε να βοΐοζουν τ’ αυτιά της, τα χείλη της εμαράθηκαν, κ’ ενώ ο άντρας της τής πετούσε βιαστικά τα ρούχα από πάνου της και την έγδυνε, άκουε να τρέχει παγωμένος στο κορμί της ο ίδρος.

Ήτανε τώρα ο Πέτρος πάνωθέ της. Ανάστρεψε το κεφάλι κ’ εκρατούσε κλειστά τα μάτια για να μη βλέπει το λαμπρό του βλέμμα και να μη μυρίζεται την πνοή του∙ η αγάπη του ήτανε μαρτύριο! Κ’ ελιγοθύμησε…

(απόσπασμα από τη νουβέλα “Κατάδικος”)

 

 

Ο Κ. Θεοτόκης γνωρίζοντας τον σοσιαλισμό, συμμετείχε επίσης στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Ομίλου και του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας (1910-1914), ενώ παράλληλα υποστήριξε το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών.

 

Πέθανε στην Κέρκυρα σε ηλικία 51 ετών, τον Ιούλιο του 1923, από καρκίνο.

(Με πληροφορίες από el wikipedia)