Σαν σήμερα γεννήθηκε μια μεγάλη μορφή της νεοελληνικής μας ποίησης η Κική Δημουλά. Η ποίηση της ανθεί πάνω στο άνυδρο έδαφος της στέρησης, της απώλειας, της συναισθηματικής ματαίωσης. 

Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου το 1931. Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά. Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. 

Ευαίσθητη πάνω στα ερεθίσματα της καθημερινότητας, μπορεί  με τη γλωσσική άνεση που τη διακρίνει να μετατρέπει σε εικόνες το χρόνο της Μνήμης χρησιμοποιώντας νεολογισμούς, αντιπαραθέτωντας το συναίσθημα στη λογική.

Ο εξαιρετικός Νάσος Βαγενάς στον αφιερωματικό τόμο της Νέας Ευθύνης (τεύχος 24, Ιούλιος-Αύγουστος 2014) αναφέρει: “Η ποιητική γλώσσα της Δημουλά είναι μια ειρωνική γλώσσα, όπως ειρωνική είναι κι η γλώσσα του Καβάφη με τη διαφορά ότι στην Δημουλά δε παράγεται με τα ίδια μέσα…η ειρωνεία της Δημουλά είναι πρωτίστως γλωσσική   και δευτερευόντως δραματική ή τραγική. Και είναι κατά βάση ειρωνεία λυρική, επειδή οι λέξεις της Δημουλά με αφηρημένες έννοιες εκφράζουν ως επί το πλείστον συναισθήματα προσωπικά κι όχι συλογικά…η Δημουλά εκφράζει το ατομικό της συναίσθημα με ένα υποδόριο πάθος γιατί διαφορετικά από συνήθη λυρισμό, κατορθώνει να το δει από μιαν απόσταση”.

 

 

Ορισμοί

Μ’ αρέσουνε οι διάφοροι Θεοί

που συναντώ στα πάρκα, στα μουσεία

και στων σπιτιών τους κήπους

πάλαι ποτέ Θεοί και τώρα τέχνη,

γνώσις μυθολογίας, κι εξωραϊσμός.

 

Έτσι κι εσύ, Θεά Αφροδίτη,

Σε συναντώ χρόνια τώρα

μόνη, κάταμονη,

γωνία Κοδριγκτώνος και Κυψέλης

-μια διασταύρωση θνητών-

σ’ ενός σπιτιού τον κήπο,

ελάχιστον, όσο να χωράει

το ξάφνιασμα που προκαλείς

κι ένα φυτό αναρριχώμενο που,

όταν του βάζει λόγια ο ήλιος,

σου αφήνει

μικρά σημάδια από σκιά

στο σχήμα και στο μέγεθος του φύλλου.

 

Και τώρα πια ήρθ’ η στιγμή,

Θεά Αφροδίτη, να μιλήσουμε

σαν ίσος προς ίσον. Θέλω να πω

σαν άγαλμα προς άγαλμα.

Λένε πως η γη στρέφεται

περί τον πολυμήχανο άξονά της,

κι εκείνος μέσα μας.

Για να το καταλάβεις

άξονας ή μοίρα

είναι αυτό που συνετέλεσε

ώστε να κουβεντιάζουμε τώρα οι δυο μας

σαν ίσος προς ίσον:

σαν άγαλμα προς άγαλμα.

Στρέφεται, λες, ένα στρογγυλό

επίμονο κυνηγητό

της νύχτας πίσω από τη μέρα

κι έτσι τελεσφορούν τα εικοσιτετράωρα.

Οξύ το πρόβλημα των εικοσιτετραώρων,

Θεά Αφροδίτη, ή του χρόνου.

 

Χρόνος είναι

ότι μεσολαβεί και μετατρέπει.

Διαιρείται σε στιγμές.

Στιγμή είναι, βέβαια,

ένα τίποτε του χρόνου.

Όμως χωράει τ’ αποκορυφώματα,

Θεά Αφροδίτη.

Κι εκτός που διαιρείται σε στιγμές,

εκτός που τις μεγάλες ιστορίες

στο έλεος της μνήμης τις αφήνει, 

απαραιτήτως διαιρείται

(όπως ίσως σου έδειξε

το αναρριχώμενο φυτό)

σε τέσσερις μεγάλες εποχές:

στο χειμώνα, στην άνοιξη,

στο καλοκαίρι και, τέλος

στο περίλυπο φθινόπωρο,

που υπερασπίζεται πολύ τ’ αγάλματα

και κάποιους φθινοπωρινούς ανθρώπους.

Φθινοπωρινοί άνθρωποι

είναι αυτοί

που κουβεντιάζουν μαζί σου

σαν άγαλμα προς άγαλμα.

Εις επήκοον της μοναξιάς.

Μοναξιά δε είναι, Θεά Αφροδίτη,

αυτή που φαίνεται στο βάθος:

πίσω ακριβώς κι από τις δύο μας.

[Το ποίημα “Ορισμοί” ανήκει στη συλλογή “ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ” που κυκλοφόρησε το 1963. Ενσωματώθηκε στη συγκεντρωτική συλλογή “ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ” από τις εκδόσεις Ίκαρος]

 

“Οφείλει κανείς να ζει ένα πράγμα με την ένταση που του προκαλεί, κι ας βλάπτει το δεσμό αυτή η μονομερής ένταση. Κατά τη γνώμη μου, βλάπτεται ο δεσμός από το ότι το ένα μέρος παραπροσφέρει, παραπροσφέρεται, παρά είναι παράφορο.”

Κική Δημουλά