Συναντήσαμε τη συγγραφέα κα Σοφία Νικολαΐδου με αφορμή το νέο της βιβλίο «Στο τέλος νικάω εγώ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μια εκ βαθέων συνέντευξη. Φιλική και πρόσχαρη μας εντυπωσίασε με την αμεσότητα και την ευγένειά της.

-Γεια σας, κα Νικολαΐδου, καταρχάς να σας ευχαριστήσω γι’ αυτήν τη συνέντευξη. Είναι τιμή για το περιοδικό μας να φιλοξενούμε μια τόσο σημαντική παρουσία της σύγχρονης λογοτεχνίας μας.

(Γέλια). Ποπό, υπερβολές. Κι εγώ χαίρομαι που είμαι εδώ, μαζί σας.

 

1. Θα ήθελα να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας με μια γενική ερώτηση. Η λογοτεχνία αντιγράφει τη ζωή; Και αναφέρομαι στη σχέση της λογοτεχνίας και γενικότερα της Τέχνης με τη ζωή. Τελικά ποιος αντιγράφει ποιον; Η Τέχνη τη Ζωή ή το αντίθετο;

Σίγουρα η ζωή έχει πολλή, μα πάρα πολλή, φαντασία. Υπάρχουν πράγματα που ζούμε ή πράγματα που συμβαίνουν δίπλα μας και, αν τα βλέπαμε γραμμένα σε βιβλίο, θα λέγαμε: μα κοίτα τώρα τι σκέφτηκε, δεν γίνονται αυτά. Αναλογιστείτε αυτά που ζούμε τα τελευταία χρόνια ως χώρα. Μικρά ή μεγάλα γεγονότα, που αν πριν από δέκα χρόνια -ή και λιγότερο- μας έλεγαν ότι θα συνέβαιναν, θα γελούσαμε και θα λέγαμε ότι είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

 

 

2. «Σε στιγμές χαράς, όλοι μας ευχηθήκαμε να είχαμε μια ουρά για να κουνήσουμε» (Ώντεν). Με αφορμή αυτόν τον τόσο όμορφο στίχο που αναφέρετε στο βιβλίο σας, οι άνθρωποι δίνουν την πρέπουσα σημασία στη Στιγμή;

Α, δεν είναι υπέροχος στίχος; Φτιάχνει μια ανεξίτηλη εικόνα στο μυαλό, μια ολόκληρη ιστορία σε λίγες μόνο λέξεις. Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλάμε για ανθρώπους, έτσι γενικά κι αόριστα. Ο καθένας από εμάς είναι η ατομική του περίπτωση. Οι γενικεύσεις τσουβαλιάζουν συμπεριφορές. Αυτό που συνήθως συμβαίνει (τουλάχιστον αυτό παρατηρώ στον εαυτό μου και στους γύρω μου) είναι πως, όσο μεγαλώνει κανείς, τόσο περισσότερο απολαμβάνει τις στιγμές. Άδικο, θα μου πείτε. Γιατί, την ίδια περίοδο, νιώθουμε πως ο χρόνος λιγοστεύει.

 

 

3.  20 χρόνια λογοτεχνικής παρουσίας κι όχι μόνο. Κάνοντας ένα φλασμπάκ σε αυτά τα χρόνια τι μένει ως γεύση; Τελικά ο δρόμος της συγγραφής, πέρα από το «ταξίδι», είναι εύκολος;

Τι μου θυμίζετε. Το 1997 εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο, η Ξανθιά πατημένη. Και το 2017 το δέκατο πέμπτο, το Στο τέλος νικάω εγώ. Βέβαια, δεν είναι όλα τα βιβλία που έγραψα λογοτεχνία. Εκτός από μυθιστορήματα και διηγήματα, έχω εκδώσει μελέτες, μεταφράσεις. Αν ήταν εύκολος ο δρόμος, θα ήταν βαρετός, δεν νομίζετε; Έχω την εντύπωση πως ο συγγραφέας βάζει ο ίδιος δύσκολα στον εαυτό του: είναι κι αυτό μέσα στο παιχνίδι. Αν δεν φτάσεις την τέχνη και την τεχνική σου στο όριο, αν δεν δοκιμαστείς, αν δεν αποτύχεις, τι σόι συγγραφέας είσαι; Τέχνη εκ του ασφαλούς, τέχνη με ευκολίες είναι σχήμα οξύμωρο.

 

 

4.  Διαβάζουμε τα ιστορικά γεγονότα από τα χρόνια του δημοτικού ακόμη, εσείς ως φιλόλογος μάλιστα μεταδίδετε σε πολλά παιδιά τις ιστορικές σας γνώσεις. Η ιστορία όμως όταν περνά μέσα από τη «λογοτεχνική δεξαμενή» τι αφήνει;

Υπάρχει η Ιστορία (με το γιώτα κεφαλαίο), η μακροϊστορία που συναντάμε στα σχολικά εγχειρίδια ή σε ιστορικά συγγράμματα και πλάι της η ιστορία (με το γιώτα μικρό). Η μικροϊστορία: με άλλα λόγια, οι ιστορίες των ανθρώπων που βιώνουν τα μεγάλα γεγονότα στον δρόμο ή στο σπίτι τους. Αυτό που μπορεί να κάνει η μυθοπλασία είναι να ζωντανέψει μια εποχή, γιατί ζωντανεύει τις σκέψεις και τα αισθήματα των ανθρώπων. Άλλωστε γι’ αυτό δεν διαβάζουμε βιβλία; Για να ζήσουμε μία, δύο, δέκα, εκατό ζωές, πέρα από τη δική μας. Γιατί η ανάγνωση είναι ζωή – μια ολόκληρη ζωή μες στο κεφάλι μας.

 

 

5.  Έπειτα από έναν τόσο μεγάλο συγγραφικό κύκλο κι έχοντας οριοθετήσει ένα σταθερό σημείο στον λογοτεχνικό χάρτη της χώρας, οι αναγνωστικές επιρροές σας ως παιδί λειτούργησαν καταλυτικά στο έργο σας; Μιλήστε μου λίγο γι’ αυτό, τελικά αυτά που διαβάζουμε επηρεάζουν τα γραπτά μας κι αν ναι σε ποιο βαθμό;

Αυτά που διαβάζουμε, οι μουσικές που ακούμε, οι ταινίες που βλέπουμε, η ζωή που ζούμε, τα πεζοδρόμια που περπατάμε, τα ταξίδια που κάνουμε ορίζουν το βλέμμα μας. Ανάβουν τα φώτα του μυαλού. Και γίνονται, ας πούμε, η προίκα μας. Δεν μου αρέσει η λέξη επιρροή, γιατί προϋποθέτει κάποιου είδους νομοτέλεια. Όμως το γούστο είναι κάτι άτακτο, δεν υπακούει στις ευθείες συνεπαγωγές – και ευτυχώς. Απ’ τα διαβάσματά μου λοιπόν θα ξεχώριζα τις Παραλογές (Το Μάνα με τους εννιά σου γιους ακόμα και σήμερα μου προκαλεί χτυποκάρδι), τη Βιρτζίνια Γουλφ (μου άλλαξε την όραση του κόσμου), τον Καβάφη (μου έδειξε ότι η λέξη είναι ακριβή μέσα στη φράση και πως το ποίημα μπορεί να κρύβει ένα μυθιστόρημα σε συμπυκνωμένη μορφή), τους Άγγλους, Γάλλους, Ρώσους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα, τότε που μια περιγραφή ενός κουμπιού σε ένα παλτό μπορούσε να διαρκέσει ατελείωτες σελίδες.

 

 

6.  Στο βιβλίο σας αναφέρεστε σε έναν φιλόλογο ο οποίος έχει «ζήσει οκτώ εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ανακοινώθηκαν με τυμπανοκρουσίες, κατέπεσαν με κρότο και καταδικάστηκαν στη σιωπή». Τελικά κάθε νέο εκπαιδευτικό σύστημα προσφέρει κάτι παραπάνω; Θα ήθελα την άποψή σας σε αυτό το θέμα με την ιδιότητα άλλωστε και της φιλολόγου.

Ξέρετε, αυτή η ιστορία με τις διαρκείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις προκαλεί στους ανθρώπους που περνούν τη μέρα τους στην αρένα της τάξης γέλιο – αν όχι οργή. Γιατί; Είναι τόσο απλό: συνήθως άνθρωποι που δεν έχουν περάσει ποτέ το κατώφλι ενός σχολείου και δεν έχουν ιδέα από διδασκαλία (πιστεύουν όμως ότι γνωρίζουν τα πράγματα, επειδή τα διάβασαν στη βιβλιογραφία) θεωρούν εαυτούς αρμόδιους να κόβουν και να ράβουν εκπαιδευτικά οράματα στα δικά τους μέτρα, χωρίς να λαμβάνουν ούτε τόσο δα υπόψη τη σχολική κοινότητα. Κι έτσι γίνεται αυτό ακριβώς που λέει το βιβλίο: εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που ανακοινώνονται με τυμπανοκρουσίες, καταπίπτουν με κρότο και καταδικάζονται στη σιωπή. Δυστυχώς, στη χώρα μας, τις τελευταίες δεκαετίες, όταν ακούς εκπαιδευτική μεταρρύθμιση καμένο κρέας μυρίζει.

 

 

7.  Πώς ξεκινάτε ένα βιβλίο; Θα μπορούσατε να μας κάνετε, τρόπον τινά, κοινωνούς στα στάδια που περνά το βιβλίο μέχρι την ολοκλήρωσή του;

Α, είναι πάρα πολλά. Γιατί το βιβλίο γράφεται και ξαναγράφεται ατελείωτα, ώσπου να πάρει την τελική του μορφή. Και το κάθε βιβλίο ορίζει τον δικό του κύκλο δουλειάς, κανένα δεν είναι ίδιο με το προηγούμενο – και ευτυχώς. Ας πούμε ότι υπάρχει μια αρχική ιδέα που επιμένει και λειτουργεί σαν φάρος (μια φράση, μια εικόνα, κάτι τελοσπάντων). Στη συνέχεια γίνεται ενδελεχής έρευνα,  ακολουθεί η μελέτη του υλικού και οι σημειώσεις. Τα πάντα, η ζωή η ίδια, μπορούν να αποτελέσουν συγγραφικό υλικό. Κι ύστερα έρχεται το γράψιμο, το σβήσιμο, το ξαναγράψιμο, η επιμέλεια, ώσπου να δέσουν όλα, να πεταχτούν τα περιττά, να πάρει μορφή η αφήγηση. Συχνά διαβάζω τα γραμμένα δυνατά, ώστε ν’ ακούω τα φάλτσα (ξέρετε πως όλες οι λάθος λέξεις ακούγονται στη φωναχτή ανάγνωση;).

 

 

8.  «Καμιά φορά είναι καλές οι κλειστές πόρτες. Το safe box της άγνοιας είναι γλυκό». Εξαιρετικός στοχασμός! Αναλύστε το μας, αν θέλετε, λίγο παραπάνω.

Είναι μια σκέψη που κάνει ο Μηνάς, ένας εικοσάχρονος με πείσμα και φλόγα, στο βιβλίο. Ο Μηνάς προσπαθεί να κρυφακούσει μια συζήτηση των γονιών του (όταν κλείνουν την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, ξέρει ότι πάντα συζητούν για λεφτά). Όσα καταφέρνει να ακούσει όμως τον ζορίζουν. Και σκέφτεται αυτό που κατά καιρούς πολλοί από μας έχουμε σκεφτεί: ότι η άγνοια σώζει. Δεν είναι ανάγκη να τα ξέρει κανείς όλα. Καμιά φορά είναι καλές οι κλειστές πόρτες.

 

 

9.  Συγγραφέας και κοινωνικά δίκτυα. Αυτή η διαδικτυακή επαφή των τελευταίων χρόνων φέρνει πιο κοντά τον συγγραφέα με τον αναγνώστη και λειτουργεί πολύ επιτυχημένα ειδικά σε νέους συγγραφείς. Σε εσάς πώς λειτουργεί;

Τα κοινωνικά δίκτυα αποτελούν ένα ακόμα τεχνολογικό εργαλείο. Χρήσιμο, σχεδόν απαραίτητο. Όμως, όταν το πράγμα γίνεται αρένα, μου προκαλεί δυσανεξία. Όπως με όλα, έτσι και με τα δίκτυα: σκοπός είναι να μας διευκολύνουν. Όχι να μεταφέρουμε τη ζωή μας εκεί.

 

 

10.  Σε ένα συγκινητικό επεισόδιο στο βιβλίο σας αναφέρετε το ξεκλήρισμα ενός σέρβικου χωριού με μοναδικό επιζώντα ένα παιδί. Παράλληλα τις τελευταίες μέρες εικόνες παιδιών στην εμπόλεμη ζώνη της Συρίας μάς συγκλόνισαν. Τελικά ποια η μέριμνα των παγκόσμιων οργανισμών για τα αθώα θύματα;

Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Πιστεύω ότι φτάνει σε μας ο απόηχος τρομερών συμβάντων, όμως ελάχιστοι έχουν καταλάβει ποιο είναι το παιχνίδι που παίζεται εκεί σε βάρος των αμάχων. Για τη σκηνή του βιβλίου που αναφέρετε: αυτό για μένα είναι Ιστορία. Το πώς τα μεγάλα συμβάντα (ένας πόλεμος, για παράδειγμα) πέφτουν επάνω στις ζωές των ανθρώπων και τις κάνουν κομμάτια.

 

 

11.  «Ο Γιωργάκης δεν έκλαψε ούτε φώναξε τη μάνα του να τον συνδράμει. Μόνο είπε: Δυνατός είναι αυτός που αντέχει.» Σε δύσκολες καταστάσεις η αντοχή μας φθίνει. Πώς μπορεί να βρει ο άνθρωπος τη δύναμη να αντέξει στις κακοτοπιές που του παρουσιάζονται;

Άραγε από τι ορυκτό είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι που αντέχουν; Δεν ξέρω να πω. Αυτό που ξέρω, αυτό που ξέρουμε όλοι, γιατί όλοι έχουμε περάσει στη ζωή μας τουλάχιστον ένα μεγάλο ζόρι, είναι πως ο άνθρωπος αντέχει περισσότερο από όσο νομίζει. Και ότι το σώμα κάνει μια απλωτή, ξεπερνάει εμπόδια, για να βγει ξανά από το σκοτάδι στο φως.

 

 

12.  Κλείνοντας θα μπορούσατε να μας εκμυστηρευτείτε ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σας;

Να γράψω το επόμενο βιβλίο.  Και να ζω μικρές ωραίες στιγμές μέσα στη μέρα.

 

Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας, εύχομαι ολόψυχα κάθε σας βήμα και μια καινούργια επιτυχία.

Να είστε καλά. Ευχαριστώ θερμά. (χαμόγελα)

Γρηγόρης Δανιήλ

Για το www.thelook.gr

Το τελευταίο βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου “Στο τέλος νικάω εγώ” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Περισσότερα για το βιβλίο και για την συγγραφέα: https://www.thelook.gr/%CF%84%CE%AD%CF%87%CE%BD%CE%B5%CF%82/vivlio/%CE%BD%CE%AD%CE%B5%CF%82-%CE%BA%CF%85%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF/sofia-nikola%CE%90dou-sto-telos-nikao-ego-apo-tis-ekdoseis-metaichmio/