“Γυναίκες της μικρής πατρίδας… Σαν την Αρετή. Σαν τη Φωτεινή. Ζυμώθηκαν με τον κίνδυνο, πάλεψαν για το γένος, την πίστη, τη λευτεριά. Θέριεψαν οι ψυχές τους κι έκλαψαν συνάμα. Για τους φίλους που έπεσαν, τα μαρτύρια που άντεξαν, τα μυστικά που βάσταξαν. Για το λατρεμένο παιδί που έχασε τόσο άδικα η μία. Για τον άντρα που αγάπησε παράφορα και σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια η άλλη. Μπορεί να τις κυνήγησαν, μπορεί να τις βασάνισαν. Δεν τις δάμασαν όμως ποτέ. Αυτές. Τις γυναίκες της μικρής πατρίδας μας…”
Το The Look.Gr σύνάντησε τον καταξιωμένο συγγραφέα Θοδωρή Παπαθεοδώρου με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο “Γυναίκες της μικρής Πατρίδας” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Μιλήσαμε για το ιστορικό μυθιστόρημα και τις παγίδες που κρύβει το συγκεκριμένο είδος, για την Τέχνη της αφήγησης στα κείμενα του, αλλά και για κοινωνικά/εθνικά θέματα που ταλανίζουν την Ελλάδα δεκαετίες, όπως η υιοθεσία ή το μακεδονικό.
Οι απαντήσεις του πραγματικά καθηλώνουν. Ένας λογοτέχνης του καιρού μας που έχει λόγο και δεν κρύβεται πίσω από την εικόνα του επιτυχημένου συγγραφέα. Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου είναι αναμφίβολα ένα πρόσωπο που η πένα του μονοπωλεί τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, αλλά κυριώς τις καρδιές των αναγνωστών του.
- Γυναίκες δυναμικές που δεν υποκύπτουν, αλλά ούτε υποτάσσονται είναι οι πρωταγωνίστριες του τελευταίου σας μυθιστορήματος. Άραγε υπάρχει αυτή η ηρωική πάστα γυναικών σήμερα;
Ασφαλώς υπάρχει, είμαι απολύτως πεπεισμένος γι’ αυτό. Όχι στις ίδιες συνθήκες, ευτυχώς. Υπάρχουν γυναίκες με τσαγανό όπως υπάρχουν και άντρες. Το θάρρος, η τόλμη, η επιμονή, η αφοσίωση, η πίστη, όλες ετούτες οι αρετές δεν είναι προνόμιο ενός φύλου. Απλώς, εκφράζονται με διαφορετικούς τρόπους.
- Αναμφίβολα η ανασύσταση μια εποχής είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση και εκεί φαίνεται η μαεστρία του κάθε συγγραφέα που θέλει να αναπλάσει το ιστορικό παρελθόν. Σε σας φαίνεται πως η ιστορική μυθιστορία ρέει ευθύγραμμα. Μιλήστε μας λίγο για τους κινδύνους που ενέχει ένα ιστορικό μυθιστόρημα;
Η ξύλινη γλώσσα. Αυτός θεωρώ πως είναι ο πρώτος κίνδυνος πρωτίστως. Διότι για να γράψει κανείς ιστορικό μυθιστόρημα, και όχι απλώς ένα μυθιστόρημα εποχής με γενικόλογες περιγραφές, θα πρέπει να έχει εντρυφήσει στην Ιστορία της περιόδου, θα πρέπει να μελετήσει πολλές πηγές έτσι ώστε να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Τα δοκίμια όμως ή τα έγγραφα είναι διατυπωμένα σε μια περίεργη γλώσσα, εντελώς διαφορετική από τη γλαφυρότητα και την εκφραστικότητα που πρέπει να διέπουν ένα μυθιστόρημα. Ο δεύτερος κίνδυνος, νομίζω πως είναι ο ακκισμός και η επίδειξη γνώσεων. Υπάρχει ένα όριο όπου η παράθεση γεγονότων ή στοιχείων επικαλύπτει την ίδια την πλοκή. Κάποιες φορές λοιπόν, οι συγγραφείς θέλουν να αναφέρουν όλα όσα έχουν διαβάσει κι έτσι τα στριμώχνουν άτσαλα μέσα στην αφήγηση. Αυτό είναι μια κατάρα για κάθε ιστορικό μυθιστόρημα.
- «Οι γυναίκες της μικρής πατρίδας» κυκλοφόρησαν σε μια Ελλάδα που το Μακεδονικό ζήτημα ταλάνισε και χώρισε τους Έλληνες, ειδικά τους τελευταίους μήνες. Οι απόψεις σας είναι γνωστές επί του θέματος, αλλά θα μπορούσατε να μοιραστείτε μαζί μας ό,τι θεωρείτε αξιομνημόνευτο πάνω στο μακεδονικό ζήτημα;
Πρώτα απ’ όλα, εδώ δεν μιλάμε για πολιτική, μιλάμε για λογοτεχνία, έστω για Ιστορία. Όσο αυτό είναι εφικτό για τον Μακεδονικό Αγώνα, έναν ανορθόδοξο πόλεμο που έμοιαζε πολύ με αντάρτικο και συνεπώς δεν είχε επίσημες καταγραφές, έγγραφα και αναλύσεις.
Το Μακεδονικό ζήτημα επί της ουσίας είναι πλαστό, δημιουργήθηκε από την Ρωσία ως απότοκο της θεωρίας του Πανσλαβισμού. Θέλοντας να βγει στη Μεσόγειο παρακάμπτοντας τα Στενά και ονειρευόμενη να πάρει τη θέση του Βυζαντίου, έναν μόνο εχθρό είχε, την Ελλάδα. Όχι ασφαλώς το μικρό, Ελληνικό Βασίλειο εκείνης της εποχής, αλλά την Ελληνική Παιδεία με τα θαυμαστά του Εκπαιδευτήρια σε όλα τα Βαλκάνια. Και πρωτίστως όλων το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο ήταν ταυτισμένο με τον Ελληνισμό. Έτσι, με επιμονή της Ρωσίας, δημιουργήθηκε η Βουλγαρική Εξαρχική εκκλησία ως αντίβαρο, πυροδοτώντας την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, τις διώξεις και τις σφαγές.
Εάν με ρωτάτε πως αντιμετωπίζω το δίπολο Έλληνες – καλοί και Βούλγαροι – κακοί, θα σας απαντήσω πως αυτά είναι αφέλειες. Τα ίδια με εκείνους εγκλήματα έκαναν και οι δικοί μας, αυτό συμβαίνει σε κάθε τέτοιο πόλεμο. Μα η καίρια διαφορά είναι πως οι Βούλγαροι κομιτατζήδες ξεκίνησαν πρώτοι τις σφαγές και τους εξανδραποδισμούς, δέκα ολόκληρα χρόνια πριν αφυπνισθεί το υπνωμένο ελληνικό κράτος και ανταποκριθεί στις σπαρακτικές εκκλήσεις των Μακεδόνων. Και αυτό, μόνο μετά τον θάνατο του Πρωτομάρτυρα Παύλου Μελά.
Απορία και θλίψη μου προκαλεί η ταύτιση της Φιλοπατρίας, μεγίστης αρετής από τα χρόνια των αρχαίων προγόνων μας ακόμη, με ακραίες συμπεριφορές και απόψεις.
- Στο πρόλογο σας λέτε: «Κάποιοι ίσως με χαρακτηρίσουν πατριδολάτρη, κάποιοι σοβινιστή…» Αλήθεια, πως φτάσαμε για ένα εθνικό ζήτημα να μιλάνε εκατέρωθεν για εθνικιστές/φασίστες και για δωσίλογους/πουλημένους; Θεωρείτε πως υπάρχουν κι άλλοι υπόγειοι -ίσως- πολιτικοί λόγοι πόλωσης του όλου κλίματος;
Έχετε απόλυτο δίκιο στους χαρακτηρισμούς σας κύριε Δανιήλ. Δυστυχώς. Μα όχι, δεν είναι πολιτικοί οι λόγοι. Είναι κάτι χειρότερο, είναι πολιτικάντικοι, λόγοι μικροκομματικού συμφέροντος, παντελώς ελεεινοί. Δεν μπορώ να δεχτώ τη λέξη προδότης ή δωσίλογος έτσι ασυλλόγιστα για όποιον έχει διαφορετική άποψη από τη δική μου. Μα ακόμη πιο μεγάλη απορία και θλίψη μου προκαλεί η ταύτιση της Φιλοπατρίας, μεγίστης αρετής από τα χρόνια των αρχαίων προγόνων μας ακόμη, με ακραίες συμπεριφορές και απόψεις. Η ζημιά που γίνεται είναι τεράστια. Γιατί θεωρώ πως ο Πατριωτισμός διαπερνά οριζόντια ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, έξω από ιδεολογίες και κόμματα. Και είναι πραγματικά κρίμα να τον χαρίζουμε στις ακραίες φωνές.
- Αλλάζοντας το παραπάνω κλίμα στέκομαι σε μια φράση του βιβλίου: «…γαντζώθηκε με τα λιλιπούτεια δαχτυλάκια του από το παράθυρο της ζωής και αρνούνταν πεισματικά να εγκαταλείψει τη θέα». Ένας μόνο από του εξαιρετικούς στοχασμούς που βιβλίου σας που δείχνει περισσή φροντίδα στη περιγραφή. Μιλήστε μας λίγο για τη διαδικασία συγγραφής και την επιμέλεια που ενδελεχώς κάνετε, κάτι που αντικατοπτρίζεται στα κείμενα σας.
Δεν έχω να σας πω πολλά. Τα βιβλία μου τα γράφω δύο φορές. Την πρώτη με την καρδιά και τη δεύτερη, την τρίτη, την τέταρτη ή όσες χρειαστεί με το μυαλό. Μα η πρώτη είναι η σημαντική, η πλέον ουσιαστική. Τότε που οι ήρωες και οι ηρωίδες παίρνουν σάρκα και οστά, τότε που πράττουν όχι όσα προστάζει η τεχνική της συγγραφής ενός μυθιστορήματος, μα η προσωπικότητά τους. Αυτά όσον αφορά την πλοκή. Πριν από αυτή όμως πρέπει να προηγηθεί ενδελεχής ιστορική έρευνα. Και δεν μιλώ για το διαδίκτυο, ούτε μόνο για μελέτες σε αραχνιασμένες βιβλιοθήκες. Μιλώ και για προφορικές μαρτυρίες, για κουβέντες, για επισκέψεις σε τόπους και για συζητήσεις με τους ανθρώπους αυτών των τόπων ώστε να μπορέσουν να ξεκλειδώσουν το σεντούκι της μνήμης τους.
- Οι γυναίκες της μικρής Πατρίδας, Αρετή και Φωτεινή, θα συναντήσουν κι άλλες τέτοιες μορφές στον μυθιστορηματικό σας καμβά;
Ασφαλώς. Και μυθιστορηματικά, αλλά και πραγματικά, ιστορικά πρόσωπα. Άλλωστε, οι δύο αυτές ηρωίδες μπορεί να είναι πλασμένες στη φαντασία μου, και φυσικά στην πρώτη γραφή της καρδιάς, μα κουβαλούν πάνω τους κάτι από τις προσωπικότητες και τις ιδιοσυγκρασίες των πραγματικών γυναικών του Μακεδονικού Αγώνα, διδασκαλισσών, νοσοκόμων, ταχυδρόμων, αγροτισσών ή απλών κυριών των Μακεδονικών πόλεων που διέθεταν περίσσεια τόλμη και πίστη.
Ποτέ δεν κρύφτηκα φοβούμενος μήπως χάσω πωλήσεις από δυσαρεστημένους αναγνώστες ή μήπως εισπράξω αρνητικές κριτικές.
- Ο μεγάλος Αλμπέρ Καμύ σημειώνει κάπου πως : «Αυτοί που γράφουν ξεκάθαρα έχουν αναγνώστες. Αυτοί που γράφουν δυσνόητα, έχουν σχολιαστές». Ποια είναι η άποψη σας επ’ αυτού;
Συμφωνώ απολύτως! Δεν γράφουμε για να ναρκισσευόμαστε μεταξύ μας, να επαινούμε ο ένας τον άλλον ως καλή παρέα και να μοιραζόμαστε βραβεία. Τουλάχιστον εγώ δεν γράφω γι’ αυτό. Και θα πρόσθετα πέραν του δυσνόητου, ότι δεν μπορώ να γράφω και θολά. Ποτέ δεν κρύφτηκα φοβούμενος μήπως χάσω πωλήσεις από δυσαρεστημένους αναγνώστες ή μήπως εισπράξω αρνητικές κριτικές. Είμαι πάντα ξεκάθαρος, χωρίς να προσπαθώ να κρατήσω ισορροπίες. Γράφω και μιλώ όπως αισθάνομαι κι όπως νιώθω, χωρίς αυτολογοκρισία. Και χωρίς καμία λογοκρισία από τη μεριά του εκδότη μου. Κάτι που δεν είναι πάντα αυτονόητο, δυστυχώς.
- Τι απόσταση χωρίζει τον Θοδωρή Παπαθεοδώρου από τον Θάνο Δραγούμη. Τι κρατά ο καθένας ως ενέχυρο από τη ζωή του άλλου;
Δεν τους χωρίζει τίποτε. Τους ενώνει η συγγραφή και, αν κάτι τους διαφοροποιεί, είναι η αίσθηση πως κάθε βιβλίο έχει τους αναγνώστες και τους αποδέκτες του. Το ιστορικό μυθιστόρημα έχει διαφορετική ανάπτυξη και έκφραση και, ίσως, διαφορετική θεματολογία και ύφος. Δεν θα ήθελα λοιπόν κανείς αναγνώστης μου να παραπλανηθεί, να διαβάσει κάτι διαφορετικό από αυτό που φαντάστηκε καταβάλλοντας το αντίτιμο του βιβλίου. Στις μέρες μας είναι ακόμη σημαντικότερο.
- Σε πρόσφατη συνέντευξη, ο ξεχωριστός Κώστας Βρεττάκος, μου είπε το εξής εκπληκτικό: «Κάθε νέα εκκίνηση περνάει από το αναγκαστικό σκοτάδι της απομόνωσης». Πιστεύετε πως οι αντοχές μας όταν περνάν από το στίβο της αναμέτρησης με τον εαυτό μας προεξοφλούν μια νέα συναλλαγματική;
Για μία ακόμη φορά θα συμφωνήσω μαζί σας. Βεβαίως, δεν θα έδινα αρνητική χροιά στη λέξη «σκοτάδι». Πολλές φορές είναι, τουλάχιστον για εμένα, ανακουφιστικό.
- Όταν ένας συγγραφικός κύκλος τελειώνει τα συναισθήματα που σας πλημμυρίζουν ποικίλουν ανάλογα με το έργο ή κινείστε σε ίδια συναισθηματικά μοτίβα;
Τείνω να συμφωνήσω με το πρώτο. Είναι διαφορετικός ούτως ή άλλως κάθε φορά ο συγγραφικός κύκλος και η θεματική του. Και συνήθως είναι μακροχρόνια αφού μου αρέσει να στήνω, όσο μπορώ, πολυπρόσωπα μυθιστορήματα, φιλοδοξώντας να αποτελέσουν την τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής. Ένας τέτοιος συγγραφικός κύκλος που έχω δημιουργήσει με το πραγματικό μου όνομα επί παραδείγματι, είναι εντελώς διαφορετικός από ένα βιβλίο που γράφω με το ψευδώνυμο Θάνος Δραγούμης.
- Η Αρετή μεγαλώνει τα πρώτα χρόνια της ζωής της σε βρεφοκομείο. Μπορεί να πέρασαν 100 και, χρόνια και οι συνθήκες να άλλαξαν, αλλά δεν παύει το ζήτημα των εγκαταλελειμμένων μωρών να αποτελεί ένα φλέγον ζήτημα. Στην εποχή της Αρετής δεν υπήρχε καν κρατική μέριμνα, αλλά οι φιλανθρωπίες καθόριζαν τη ζωτικότητα των βρεφοκομείων, σήμερα που επικεντρώνονται θεωρείτε οι ευθύνες της Πολιτείας;
Εκεί που επικεντρωνόταν πάντα. Στην έλλειψη βούλησης για παροχή επαρκών πόρων. Αλλά και στη γραφειοκρατία και στην αγκύλωση. Σκεφτείτε πως στις μέρες μας με τόσα άτεκνα ζευγάρια και τόσα μωρά να λιμνάζουν σε ιδρύματα, η πολιτεία συζητά επί χρόνια ολόκληρα την αλλαγή της αργοκίνητης νομοθεσίας για το ζήτημα της υιοθεσίας. Και σιγά τον πολυέλαιο δηλαδή, γι’ άλλα κι άλλα ξέρουν να χρησιμοποιούν ή μάλλον να καταχρώνται τη «διαδικασία του κατεπείγοντος».
- Τι ανταλλάγματα κι αν, έδωσε η Τέχνη για να σταθεί στα δύσκολα χρόνια της κρίσης;
Τίποτα. Ούτε έδωσε ούτε πήρε. Η Τέχνη είναι αυτή που είναι. Το ίδιο και η κρίση. Πλην του κινηματογράφου που απαιτεί σεβαστά κονδύλια, όλες οι υπόλοιπες τέχνες είναι ασύμπτωτες με την οικονομική κρίση. Το πρόβλημα δεν είναι η κρίση και η Τέχνη, αλλά η κρίση της Τέχνης. Και η εκκωφαντική σιωπή των δημιουργών, δυστυχώς.
Το βιβλίο του Θοδωρής Παπαθεοδώρου “Γυναίκες της μικρής Πατρίδας” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός