“Προσπαθώ λοιπόν να βγω από τα στεγανά της αδιέξοδης υπαρξιακής μου ιδιωτικότητας με την επίγνωση ότι οι λέξεις, οι πράξεις, οι σκέψεις, οι δημιουργίες όλων μας θα συνεχίζουν να υπάρχουν πάντα ως παρακαταθήκη για τους κατοπινούς, οπότε βαρυνόμαστε με την ευθύνη να τους κληροδοτήσουμε τις καλύτερες δυνατές λέξεις, πράξεις, σκέψεις και δημιουργίες”

 

To The Look.Gr συναντά έναν συγγραφέα με αίσθημα ευθύνης, τον Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη. Ο τελευταίος του συγγραφικός μόχθος  “Η ιδιωτική μου Αντωνυμία”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη, κουβαλά, πέρα από τα αναθυμήματα του συγγραφέα, την ευθύνη του δημιουργού. Ένα βιβλίο που διαστέλλει το Εγώ για να περιλάβει το Εμείς και συναντά έντεχνα τη Συλλογική μας Αντωνυμία και κατ’ επέκταση τη λογοτεχνία.

 

 

  1. «..θα βρω τις λέξεις μου να χαρχαλεύουν ξεραμένες μνήμες». Αριστουργηματική επιλογή και διάταξη των λέξεων, μια ομολογουμένως όμορφη εικόνα. Τέτοιες στιγμές υπάρχουν πολλές στο βιβλίο σας. Μιλήστε μας με ποιο τρόπο οι λέξεις «χαρχαλεύουν» το μυαλό σας και ξεχύνονται στο χαρτί;

Δεν υπάρχει μια ορισμένη τεχνική. Η μια λέξη κινεί την άλλη βάσει μια γενικής ιδέας που έχω πάντα στο μυαλό και ακόμη περισσότερο βάσει της ανάγκης που νιώθω να εκφράσω αυτή την ιδέα. Αλλά το πιο ωραίο είναι όταν νιώθω τα πράγματα να ξεφεύγουν από τον σχεδιασμό, που μόλις προηγουμένως περιέγραψε. Οπότε η αρχική ιδέα υποχωρεί μπροστά στη δύναμη των λέξεων που σαρκώνουν μια άλλη ή λίγο διαφορετική ιδέα.

Όμως ας μην νομιστεί ότι όλα αυτά έρχονται πάντα αβίαστα και φυσικά. Οι νυχτερινές εργατώρες της γραφής είναι αναρίθμητες και ο πνευματικός μόχθος της επεξεργασίας ακατάπαυστος. Τελειώνει κάτι μόνο όταν το οικοδόμημα των λέξεων δεν χωράει την παραμικρή μετακίνηση, αλλά μέχρι τότε είμαι αναγκασμένος να γράφω και να σβήνω, να σβήνω και  να γράφω ή να κοιτάω βουβός την οθόνη για ολόκληρες ώρες.

 

 

 

 

  1. Γιατί η έκδοση αυτού του βιβλίου λίγο πριν την ολοκλήρωση της 5ης δεκαετίας της ζωής σας; Κάτω από ποιες συνθήκες γράφτηκε;

Η ανάγκη του απολογισμού είναι εδώ κάτι παραπάνω από ορατή. Τούτη ακριβώς η ηλικία είναι επικίνδυνα μεταιχμιακή: η αίσθηση του χρόνου που στο εξής λιγοστεύει σε υποχρεώνει να είσαι πιο προσεκτικός στη διαχείρισή του, οπότε δύο οι κυρίαρχες ανάγκες: αφενός ένα γερό απόθεμα μνήμης αφετέρου μια εκ νέου τακτοποίηση με τον εαυτό σου και με τον κόσμο.

Στέκομαι στην τελευταία διαπίστωση για να τονίσω ότι το εγώ που διακονείται μέσα από όλα αυτά δεν μπορεί να μένει κλεισμένο στον εαυτό του, εκτός και αν θέλει να αυταρέσκεται ή φοβάται να ξανοιχτεί. Εννοώ ότι η δική μου στροφή προς το εγώ δεν έχει στο βιβλίο μου ούτε τον χαρακτήρα της αυτοβιογραφίας ούτε τη μορφή της ιδιώτευσης. Ίσα-ίσα, είναι ένα ξανακοίταγμα του εαυτού μου μέσα στη δημόσια, δηλαδή στην κοινωνική και πολιτική και ιστορική του σφαίρα.

 

 

…δεν υποτιμώ καθόλου το παρελθόν, αλλά νομίζω ότι αδικούμε και το ίδιο το παρελθόν και εμάς τους ίδιους και το παρόν, όταν κυριευόμαστε από τη νοσταλγία του «τι ωραία ήταν παλιά».

 

 

  1. «…δεν υπάρχει μεγαλύτερο ναρκωτικό από την νοσταλγία», λέτε σε ένα σημείο. Πως εξηγείτε το γεγονός ότι ενώ παραλύει τις «εγκεφαλικές» μας λειτουργείες, είμαστε αθεράπευτα θύματά της;

Ψυχολογικά έχει εξηγηθεί μέσα από την έννοια των μηχανισμών άμυνας. Έχουμε ανάγκη να προστατεύουμε και να δικαιώνουμε τον εαυτό μας απαλείφοντας ό,τι άσχημο τον έχει κατά καιρούς πληγώσει και υπονομεύσει. Αλλά αυτό που στο τέλος απομένει απ’ την εμμονική χρήση τέτοιων μηχανισμών είναι μια εξιδανικευμένη, μια ωραιοποιημένη εκδοχή του παρελθόντος που ιστορικά έχει δημιουργήσει την ηθικολογική εικόνα της διαρκούς έκπτωσης του ανθρώπου από μια μακρινή χρυσή εποχή.

Από αυτήν ακριβώς την αντίληψη προκύπτει το ενοχικό σύνδρομο του ξεπεσμού, που εμποδίζει τις δημιουργικές δυνάμεις του παρόντος, και ο επαρχιωτικός κοινοτισμός, απ’ τον οποίο τρέφεται η προγονοπληξία και ο εθνικισμός. Όχι δεν υποτιμώ καθόλου το παρελθόν, αλλά νομίζω ότι αδικούμε και το ίδιο το παρελθόν και εμάς τους ίδιους και το παρόν, όταν κυριευόμαστε από τη νοσταλγία του «τι ωραία ήταν παλιά».

 

 

Μπορεί να γράφω κοιτώντας τον τοίχο του υπογείου μου, αλλά την ίδια στιγμή συνομιλώ με ψιθύρους, με φωνές, με κραυγές δεκαετιών, ίσως αιώνων.

 

 

  1. Σε παλιότερη συνέντευξή μας ο συγγραφέας Θωμάς Ψύρας είχε πει ότι «Παλαιά γεγονότα και επιλογές επηρεάζουν τις ζωές ακόμα κι όσων δεν έζησαν τα γεγονότα καθ’ εαυτά». Πώς σας επηρέασαν γεγονότα δεκαετιών που δεν είχατε ζήσει;

Δεν έχω ταξιδέψει πολύ, οι εξορμήσεις μου στο εξωτερικό είναι πολύ λίγες και αν εξαιρέσουμε κάποιες περιόδους προσωρινής μετοίκησης συνεχίζω ριζωμένος σε ένα χωριό της Μακεδονίας. Εκ των πραγμάτων λοιπόν περιορισμένο το απόθεμα εμπειριών, ίσως και ζωής – έστω και αν δεν μετανιώνω για κάτι  – , οπότε νιώθω πάντα έντονη την ανάγκη συμπλήρωσής του. Οι αφηγήσεις των άλλων, τα βιβλία ιστορίας και κυρίως η λογοτεχνία ενδείκνυνται για τέτοιες συμπληρώσεις. Όλα τα υπόλοιπα είναι δουλειά της φαντασίας.

Μπορεί να γράφω κοιτώντας τον τοίχο του υπογείου μου, αλλά την ίδια στιγμή συνομιλώ με ψιθύρους, με φωνές, με κραυγές δεκαετιών, ίσως αιώνων. Είναι εδώ, τις έχω στο κεφάλι μου, τις διδάχτηκα από τους άλλους, τις αναγνωρίζω στη δεύτερη και στην τρίτη σημασία κάποιων λέξεων, τις κουβαλώ μέσα μου, δεν μπορώ να υπάρξω ερήμην τους. Ό,τι λοιπόν κάνω είναι να τις αφήνω να μιλάνε, υιοθετώντας τον ρόλο του απλού διαύλου για την έκφρασή τους.

 

 

 

 

  1. Σε κάποια ιστορία σας, την άδεια καρέκλα του εκλιπόντος συμπαίχτη καλύπτει μια νέα άφιξη. Βαθιά συμβολική εικόνα, μα και αλήθεια της ζωής. Πως στέκεστε απέναντι στο αιώνιο παιχνίδι Ζωής-Θανάτου;

Έρχεται και επανέρχεται το θέμα ολοένα και συχνότερα στη γραφή μου, χωρίς βεβαίως να μπορώ να κομίσω οτιδήποτε άλλο πέρα από απορίες. Στο μεταξύ προσπαθώ να δω τα πράγματα στην παιδική διάσταση ενός παιχνιδιού, απολαμβάνοντας όσο και όπως μπορώ το εδώ και το τώρα.  Αντλώ δε από την θεωρητική αντίληψη του Μιχαήλ Μπαχτίν που παρ’ όλες τις πολιτικές διώξεις και τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, έβλεπε τη δικαίωση του εγώ στη συνέχεια και στην εξέλιξη της ανθρώπινης υπόθεσης.

Προσπαθώ λοιπόν να βγω από τα στεγανά της αδιέξοδης υπαρξιακής μου ιδιωτικότητας με την επίγνωση ότι οι λέξεις, οι πράξεις, οι σκέψεις, οι δημιουργίες όλων μας θα συνεχίζουν να υπάρχουν πάντα ως παρακαταθήκη για τους κατοπινούς, οπότε βαρυνόμαστε με την ευθύνη να τους κληροδοτήσουμε τις καλύτερες δυνατές λέξεις, πράξεις, σκέψεις και δημιουργίες.

 

 

  1. Η αφήγηση στο “The sound of silence” είναι εξαιρετικής μαγείας. Μιλήστε μας για τα σιωπηλά διαλείμματα των σκέψεων σας, για τις ιδιωτικές σιωπές που σε όλους μας καραδοκούν.

Πρόκειται δυστυχώς για πραγματικό περιστατικό, αφού ως γνωστόν η πραγματικότητα μας ξεπερνά, ενίοτε δε μας απογειώνει και άλλοτε μας συντρίβει, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι γενναιόδωρη απέναντί μας καλλιτεχνικά. Αρκεί να την αφουγκραστείς ή να την αναζητήσεις με υπομονή και πείσμα. Θα έρθει, γιατί υπάρχει παντού, υπάρχει μέσα μας. Στις εκκρεμείς χειρονομίες, στις αμήχανες σιωπές, στις αντίξοες σκέψεις. Η γραφή από κει ακριβώς πηγάζει, σαν την ομιλούμενη σιγή όλων αυτών. Είναι κι αυτός ένας λόγος για να την ευγνωμονώ. Γιατί ομιλεί τις σιωπές που αλλιώς θα σώπαινα.

 

 

…ο ενήλικος γραφιάς ζητιανεύει υπόλοιπα φαντασίας από το παιδί, που για άγνωστους λόγους παραμένει ακόμη γενναιόδωρο απέναντί του

 

 

  1. Αυτές οι λαογραφικές ιστορίες με απόκοσμα πλάσματα που στο μυαλό ενός παιδιού αποκτούν γιγαντιαίες διαστάσεις, στο μυαλό ενός προχωρημένου ενηλίκου τι διαστάσεις «αποκτούν»;

Προσπαθώ να διατηρήσω το αρχικό διάγραμμά τους με τα χρώματα και τους ήχους της πρώτης εκείνης αίσθησης, ώστε να ’χω ακέραιο το παιδικό ξάφνιασμα. Εδώ ο ενήλικος γραφιάς ζητιανεύει υπόλοιπα φαντασίας από το παιδί, που για άγνωστους λόγους παραμένει ακόμη γενναιόδωρο απέναντί του. Έτσι, ο απομαγευμένος κόσμος του μαγεύεται για λίγο, η ποίηση διαποτίζει την λογική του και, στο τέλος, η καθημερινότητά του γίνεται πιο υποφερτή.

 

 

 

 

  1. Στα κείμενά σας έντεχνα αντιδιαστέλλετε τον κόσμο των μεγάλων με τον κόσμο του παιδιού. Η κάθε κατηγορία μαγεύεται από την άλλη κι η καθεμία δυσανασχετεί στα «παπούτσια που φορά». Πως εξηγείτε αυτή την αλλοπρόσαλλη στάση της ανθρώπινης φύσης να εκτιμά κάτι που έχασε ή δεν έχει;

Ίδιον του ανθρώπου το αίσθημα του ανικανοποίητου, ενίοτε δε η αχαριστία απέναντι στο εδώ και στο τώρα και η συνεχής επίκληση σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν ή σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Αποδώ προκύπτει η ανάγκη της συντήρησης, αποδώ προκύπτει και η ανάγκη της προόδου. Αλλά θαρρώ πως κάτω από την πίεση της ταχύτητας του σύγχρονου κόσμου η όποια ισορροπία έχει διαρραγεί. Όλα πλέον εξελίσσονται τόσο γρήγορα, ώστε η έννοια του παρόντος γίνεται κινούμενη άμμος, ρευστή, απροσδιόριστη, η επικράτειά της βυθίζεται παρασέρνοντας μαζί της ρετάλια μνήμης και μελλοντολογικές ψευδαισθήσεις.

Αν στο βιβλίο μου επιχείρησα την αντιδιαστολή της μιας ματιάς με την άλλη, του ενός κόσμου με τον άλλον ήταν για να επισημάνω το αδιέξοδο της συνεχούς αυτής αντιπαράθεσης και για να επιχειρήσω τη δική μου συμφιλίωση. Ότι δηλαδή είναι δυνατόν  να συνυπάρξουν σε πιο στέρεα και σε πιο γόνιμα εδάφη επ’ ωφελεία της ίδιας μας της ζωής.

 

 

  1. «Το δικό μου το ’80 ξεκινά το ’81 με μια πανδαισία από ολονύχτια κορναρίσματα νίκης και τελειώνει νωρίς το ’89 στα χαλάσματα ενός γκρεμισμένου τείχους. Με μια περίοδο αποτυπώσατε μια καμπή της ελληνικής ιστορίας και μια της παγκόσμιας. Η καμπή της ζωής σας αυτή την δεκαετία πόσες λέξεις ή προτάσεις θα περιείχε;

Στο παρακάτω αριθμώ τέσσερις περιόδους ή αλλιώς εξήντα εννιά λέξεις:

«Όταν σου λένε ότι φέτος θα φορεθούνε οι αποχρώσεις του σομόν ή ότι το σέλινο δεν πρέπει να ’ναι ψιλοκομμένο στο μπριάμ ή ότι οι τηλεφωνικές κλήσεις για το reality χρεώνονται 0,56 ευρώ το δευτερόλεπτο ή ότι επίκειται βαρυσήμαντο διάγγελμα του προέδρου της δημοκρατίας, μη δίνεις καμία σημασία. Το ξέρεις πια από καιρό, χειμώνιασε για τα καλά εδώ. Να προσέχεις, σε παρακαλώ. Κάποιες τρομαγμένες άνοιξες έχουμε ακόμη να υπερασπιστούμε». 

 

 

 

 

  1. «Τα Γιάννενα των βουνών, τα Γιάννενα της βροχής, τα Γιάννενα της λίμνης συνεχίζουν να σε κατοικούν ακόμη και όταν έχεις πάψει να τα κατοικείς». Αφορμής δοθείσης, ποιες περιοχές της ζωής σας που έχετε πάψει να κατοικείτε έχουν στρατοπεδεύσει στο νου σας;

Τα Γιάννενα με σημάδεψαν. Χωριατόπαιδο όταν πήγα, με ελάχιστες προσλαμβάνουσες, αλλά εκεί χτίστηκα. Ακόμη αρδεύω από την Παμβώτιδα μνήμες, λόγια, χειρονομίες, φίλους και εμπνεύσεις.  Από την ανάποδη με σημάδεψε κι η Θεσσαλονίκη. Αν τα Γιάννενα ορίζουν μέσα σου ένα σημείο αναφοράς, η Θεσσαλονίκη εκπροσωπεί μια έλλειψη. Η δεκαετία του ’90,  οπότε έζησα στη Θεσσαλονίκη, είχε τρέξιμο απ’ το πρωί ως το βράδυ. Με εκατό και εκατόν πενήντα γραπτά έκθεσης και σαράντα ώρες δουλειά στα φροντιστήρια ποιους μύθους να κατασκευάσεις, ποιες μνήμες να στεγάσεις; Ένα παράπονο από τότε η Θεσσαλονίκη για τον γρήγορα ξοδεμένο χρόνο.

 

 

  1. Έχετε σκεφτεί την επόμενη σας συγγραφική εξόρμηση ή αποτελεί μυστικό της ιδιωτική σας αντωνυμίας;

Κανένα μυστικό. Ίσα ίσα, χαίρομαι που το μοιράζομαι. Υπάρχει ήδη ολοκληρωμένο μυθιστόρημα για ένα σχετικά άγνωστο περιστατικό του Εμφυλίου και για τους εμφύλιους που λανθάνουν στο παρόν μας. Στο μεταξύ γράφω, ασταμάτητα γράφω. Είναι πια κάτι παραπάνω από πνευματική δραστηριότητα, τείνω πλέον να εκλάβω τη γραφή σαν βιολογική μου ανάγκη.  

 

-Σας ευχαριστώ πολύ για την συνέντευξη. Να ευχηθώ πολλές ευχάριστες συγκινήσεις να γεμίσουν το άλμπουμ της ζωή σας.

-Εγώ σας ευχαριστώ θερμά για την ευκαιρία. Απαιτητικές οι ερωτήσεις σας και τις απόλαυσα μία προς μία.