“Το σύστημα θα λειτουργούσε υποδειγματικά, εάν καθετί κυλούσε σε ενεστώτα διαρκείας. Εάν δεν υπήρχε η προηγούμενη ημέρα. Εάν δεν υπήρχε η επόμενη. Οι ώρες πριν την εκδήλωση. Οι ώρες μετά την εκδήλωση. Πρωτίστως; Εάν δεν υπήρχα εγώ. Βλέπετε, το μεγάλο μυστικό…ήταν πως ο Ισίδωρος Ζουγανέλης, ο γυρολόγος της ευτυχίας, ήταν άνθρωπος αθεράπευτα δυστυχισμένος”.
Ένας “αθεράπευτα δυστυχισμένος”, ο Ισίδωρος Ζουγανέλης, είναι ο κεντρικός ήρωας του 20ου βιβλίου του Πέτρου Τατσόπουλου “Η Κυρία που λυπάται” που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Έχοντας διανύσει μια τεράστια λογοτεχνική διαδρομή που μετρά 40 χρόνια, από το 1978, χρονιά σύλληψης του πρώτου μυθιστορήματος του “Οι Ανήλικοι” (κυκλοφόρησε το 1980), ο Πέτρος Τατσόπουλος απέκτησε στα χρόνια αυτά μια δεσπόζουσα προσωπικότητα στην λογοτεχνική ιστορία της χώρας μας. Αυτό κυρίως το οφείλει στη νεόκοπη φόρμα γραψίματός του, που τον ξεχωρίζει από τους ομοτέχνους του.
Πολυπράγμων με έντονη προσωπικότητα και σπινθηροβόλο πνεύμα δεν θα κρυφτεί ούτε με διπλωματικό τρόπο θα εκφύγει από κάτι, που θα τον στριμώξει. Προσωπικά τον ευχαριστώ πολύ για την προσήνεια, την αμεσότητα και τη θετική ματιά με την οποία αντιμετώπισε αυτή την συνέντευξη.
Ο Πέτρος Τατσόπουλος αποκλειστικά στο The Look.Gr!
- Συγγραφέας, σεναριογράφος, πολιτικός, δημοσιογράφος και παρουσιαστής, σύμβουλος εκδόσεων αλλά και σεναρίων για πολλά χρόνια. Αν κάνατε έναν απολογισμό, ποιες επαγγελματικές ιδιότητες θα υπερτερούσαν έναντι των άλλων;
Ε, και καθαρά «ποσοτικά» αν το εξετάσουμε, θα διαπιστώσουμε ότι η επαγγελματική ιδιότητα του συγγραφέα υπερτερεί έναντι όλων των υπολοίπων. Πέρυσι συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από τότε που έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, τους «Ανήλικους» (γράφτηκε το 1978· εκδόθηκε το 1980). Σαράντα χρόνια, είκοσι βιβλία. Έστω και αν ορισμένα από αυτά είναι απότοκα της δημοσιογραφικής μου ιδιότητας, τόσο ως πολιτικού αρθρογράφου όσο και ως βιβλιοπαρουσιαστή/κριτικού βιβλίου.
Από εκεί κι έπειτα, οι υπόλοιπες ιδιότητες –παρουσιαστής τηλεοπτικών πολιτιστικών εκπομπών, σύμβουλος εκδόσεων, σεναριογράφος– ήταν μάλλον περιστασιακές. Πιο πρόσφατη –και πιο ευάλωτη στις… αναταράξεις– η ιδιότητα του πολιτικού. Γράφω βιβλία από τα δεκαεννέα μου. Πολιτεύομαι από τα πενήντα δύο. Είναι προφανές ποια από τις δύο ιδιότητες με χαρακτηρίζει περισσότερο.
- Δυναμική η εισαγωγή, σχεδόν ισοπεδωτική, στο μυθιστόρημά σας «Η κυρία που λυπάται», που κρατά, όμως, τον αναγνώστη δέσμιο για τη συνέχεια. Εσείς στην αυτοκριτική σας φτάνετε σε τέτοιο σημείο έξαρσης για τη συγγραφική σας πορεία; Έχετε αναθεματίσει συγγραφικούς σας σταθμούς;
Είναι αλήθεια πως οι πρώτες σελίδες της «Κυρίας που λυπάται» δημιουργούν κάποιας μορφής σύγχυση στον αναγνώστη, αφενός διότι –πριν καν προλάβει να… ζεσταθεί– βρίσκεται εκτεθειμένος σ’ ένα σχεδόν κοπρολαγνικό παραλήρημα του αφηγητή, αφετέρου επειδή είναι πολύ εύκολο να μπερδέψει τον αφηγητή μ’ εμένα. Βεβαίως, λίγο αν προσέξει τις λεπτομέρειες, δεν θ’ αργήσει να διαπιστώσει πως είμαστε… δύο άλλοι. Ο αφηγητής είναι σαράντα χρονών, εγώ πενήντα εννέα. Ο αφηγητής έχει γράψει επτά βιβλία Αυτοβελτίωσης, εγώ πάλι είκοσι, αλλά κανένα Αυτοβελτίωσης (ίσως μερικά Αυτοεπιδείνωσης, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα).
Πέρα από την πλάκα. Εκτός από τον αυτοσαρκασμό των πρώτων σελίδων, θέλησα να ενσταλάξω στον αναγνώστη ευθύς εξαρχής την αίσθηση ότι ο Ισίδωρος Ζουγανέλης, η μυθιστορηματική περσόνα που θα μας αφηγηθεί την ιστορία, είναι ένα διαταραγμένο άτομο: βαθύτατα διχασμένο ανάμεσα σε αυτό που είναι πραγματικά και στη δημόσιά του εικόνα. Θέλησα έτσι να βάλω έναν αστερίσκο στο κατά πόσον, όσα θα μας αφηγηθεί, εμείς θα πρέπει να τα πάρουμε επί λέξει.
…η παραχώρηση της ατομικότητάς μας στον βωμό της δημόσιας αναγνώρισης είναι one way ticket.
- Στην 40χρονη σχεδόν εκδοτική σας παρουσία έχετε δει «εκδοτικές απάτες», όπως τις ονομάζει ο Ισίδωρος;
Α, ναι, πάμπολλες. Δεν έχει σημασία να τις κατονομάσουμε. Είναι οφθαλμοφανές ότι ορισμένοι συγγραφείς, όπως ο Ισίδωρος, έχουν βρει την «κότα με τα χρυσά αβγά»: μια πετυχημένη μανιέρα που βρίθει από κοινοτοπίες και κυρίαρχη διάθεση να κολακέψει τον αναγνώστη. Επαναλαμβάνουν αυτή τη μανιέρα από βιβλίο σε βιβλίο και ζουν αυτοί καλά κι εμείς «όχι και τόσο καλά» – όπως αναφέρω και κάπου στην «Κυρία που λυπάται». Η διαφορά τους από τον καημένο τον Ισίδωρο είναι ότι συνήθως δεν νιώθουν την παραμικρή τύψη για τις «απάτες» τους. Τουναντίον· νιώθουν και πολύ «ατσίδες».
- Η τετράχρονη έκθεση του ήρωά σας στο τηλεοπτικό γυαλί τον ωφέλησε πολλαπλώς εκδοτικά. Η τηλεοπτική και γενικότερα η δημόσια έκθεση τι μπορεί να υφαρπάξει από την ατομικότητά μας;
Η ατομικότητά μας δεν είναι κάτι που υπερίπταται της δημόσιας έκθεσής μας. Κάποια στιγμή, κάποιοι από εμάς αποφασίζουν αν θα εκτεθούν ή αν δεν θα εκτεθούν δημόσια και αν θα πληρώσουν ή δεν θα πληρώσουν το ανάλογο κόστος. Βεβαίως, τα πράγματα μπερδεύονται στη συνέχεια, διότι και το κόστος διαρκώς μεταβάλλεται χωρίς προειδοποίηση και η παραχώρηση της ατομικότητάς μας στον βωμό της δημόσιας αναγνώρισης είναι one way ticket· δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στην ατομικότητα, εκτός και αν καταφύγεις στα νησιά Φίτζι. Αυτό είναι, άλλωστε, και το τίμημα που καλείται να πληρώσει τόσο η Χριστίνα Προκοπίου, η «κυρία που λυπάται» αυτοπροσώπως, όσο και ο σύζυγός της, ένας παντοδύναμος –υποτίθεται– καναλάρχης· είναι και οι δύο «όμηροι» της δημόσιάς τους εικόνας.
- Ο Ισίδωρος Ζουγανέλης είναι φαινομενικά ένας επιτυχημένος στην Ελλάδα της κρίσης που αντί να φλερτάρει με την ευτυχία, τον εγκλωβίζει σιγά σιγά η δυστυχία. Γιατί θεωρείτε ότι σήμερα έχουμε απολέσει τη χαρά να αισθανόμαστε ευτυχείς, έστω και σε στιγμιαίες φάσεις της ζωής μας; Θα ήθελα έστω και επιγραμματικά την τοποθέτησή σας.
Ένας από τους λόγους –όχι σίγουρα ο μοναδικός– είναι αυτή η ανοιχτή ψαλίδα ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό μας προφίλ. Η δημόσια εικόνα είναι συχνά ένας στενός κορσές, μέσα στον οποίο ασφυκτιούμε. Παριστάνουμε (και με τη διάδοση των social media σήμερα, το παριστάνουμε επί εικοσιτετραώρου βάσεως) κάτι άλλο από αυτό που είμαστε στην πραγματικότητα. Εάν είσαι ένας πλασιέ ευτυχίας, όπως ο ήρωάς μου, δεν μπορείς ν’ αποκαλύψεις στην «πελατεία» σου πόσο βαθιά είσαι δυστυχισμένος. Ο Ισίδωρος επίσης μαθαίνει, με τον σκληρό τρόπο, πόσο εφήμερη είναι η τηλεοπτική επιτυχία. Μόλις λίγους μήνες μετά το κόψιμο της εκπομπής του, δεν είναι πιο αναγνωρίσιμος από «ακέφαλο σκελετό στους Περσικούς Πολέμους». Δυσβάστακτη αλήθεια, με την οποία καλείται πλέον να συμφιλιωθεί.
- Σε κάποιο σημείο κάνετε λόγο για τους «γραφειοκράτες των Βρυξελλών». Παρόλο που το κείμενο ενέχει ψήγματα κάποιων σκέψεών σας, θα ήθελα, αν μπορούσατε, να μας παρουσιάσετε την τοποθέτησή σας, αναφορικά με το κέντρο αποφάσεων της χώρας μας.
Η «Κυρία που λυπάται» φλερτάρει και με τις θεωρίες συνωμοσίας. Υπό μία έννοια, ολόκληρο το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί ως μια θεωρία συνωμοσίας. Ο σύζυγος της «Κυρίας», ο καναλάρχης που προανέφερα, επιθυμεί να εμπλακεί στην ενεργό πολιτική. Από τη στιγμή που αποφασίζει να εμπλακεί, καθίσταται πιο ευάλωτος στις θεωρίες συνωμοσίας: ότι οι εν δυνάμει πολιτικοί του αντίπαλοι θέλουν να τον καταστρέψουν με ένα τυπικό character assassination, ένα σκάνδαλο όπου θα διασύρουν τη γυναίκα του και, κατ’ επέκταση, τον ίδιο… Σε αυτό το πλαίσιο αναφέρονται οι «γραφειοκράτες των Βρυξελλών», ως ένα από τα αγαπημένα στους συνωμοσιολάγνους «παράκεντρα εξουσίας» που υποτίθεται ότι ενθουσιάζεται –ή, αντιθέτως, ενοχλείται– από την κάθοδο του καναλάρχη στην πολιτική αρένα.
Η ιδιωτική τηλεόραση της δεκαετίας του 1990 ήταν ένα άγριο «Ελντοράντο» χωρίς κανόνες: ο καθένας μπορούσε να απειλήσει ότι θα πέσει από μια ταράτσα ή να αρπάξει ομήρους και να καλέσει τον Τριανταφυλλόπουλο ή τον Ευαγγελάτο σε ατέρμονες «διαπραγματεύσεις».
- «Δεν υπάρχει πιο παραγωγικό εργαστήρι ορθού λόγου από μια καλή θεωρία συνωμοσίας». Πολύ ενδιαφέρουσα σκέψη. Πόσο παραγωγικοί είμαστε σαν λαός σε θεωρίες συνωμοσίας;
Παραγωγικότατοι. Υπάρχει και μια σχετική έρευνα του Χάρβαρντ σε συνεργασία, αν δεν με απατά η μνήμη μου, με το Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας, που έτυχε να την αναφέρω και στην ολομέλεια της Βουλής, τον Σεπτέμβριο του 2014, όταν ήμουν ειδικός αγορητής για το νομοσχέδιο κατά του Ρατσισμού, της Ξενοφοβίας και της Ρητορικής του Μίσους. Εκεί αποδεικνύεται με στατιστικά στοιχεία ότι είμαστε από τους πιο συνωμοσιολάγνους λαούς της υφηλίου. Φυσικά, στο μυθιστόρημα κρατάω άκρως ειρωνική στάση απέναντι στις θεωρίες συνωμοσίας. Χλευάζω το γεγονός ότι όλοι μας γνωρίζουμε τα «σχέδια» των συνωμοτών απέξω κι ανακατωτά (μα τόσο γελοίοι συνωμότες είναι αυτοί, τέλος πάντων, ώστε να γνωρίζει τα σχέδιά τους και ο τελευταίος καφενόβιος στο πιο απομακρυσμένο χωριό;) αλλά κλείνω το μάτι και στο περίφημο ψυχαναλυτικό ρητό: «Το γεγονός ότι εσύ πάσχεις από μανία καταδίωξης δεν σημαίνει και ότι δεν σε καταδιώκουν».
- Στο βιβλίο σας δηλώνετε ευθαρσώς ότι η τηλεόραση της δεκαετίας του ’90 σε επίπεδο παραπληροφόρησης και κιτρινισμού ξεπέρασε κάθε όριο έχοντας μεγάλο αντίκτυπο και στον τηλεθεατή. Σήμερα τι θεωρείτε ότι έχει αλλάξει; Μήπως οι αλλαγές είναι επίπλαστες;
Η ιδιωτική τηλεόραση της δεκαετίας του 1990 ήταν ένα άγριο «Ελντοράντο» χωρίς κανόνες: ο καθένας μπορούσε να απειλήσει ότι θα πέσει από μια ταράτσα ή να αρπάξει ομήρους και να καλέσει τον Τριανταφυλλόπουλο ή τον Ευαγγελάτο σε ατέρμονες «διαπραγματεύσεις». Από αυτή την άποψη, η σημερινή ιδιωτική τηλεόραση είναι σαφώς πιο «ήπια» από εκείνην του ’90, αλλά και πιο υποδόρια ύπουλη. Μέσω ενός νέου μοντέλου εκπομπών που έχει επιβάλει σχεδόν σε όλες τις ζώνες προβολής, του infotainment (πληροφόρηση και ψυχαγωγία στο ίδιο πακέτο, με κυρίαρχη τη σαχλαμάρα), έχει καταφέρει να «εκπαιδεύσει» τον τηλεθεατή των ονείρων της και να λειτουργήσει ως οργουελική αυτοεκπληρούμενη προφητεία: εσύ θέλεις να βλέπεις τα προγράμματα που εκείνη θέλει να σου δείχνει. Περί όλων αυτών γίνεται εκτενής λόγος στην «Κυρία που λυπάται». Το infotainment είναι ένας από τους βασικούς μυθιστορηματικούς πυλώνες.
Μέσω της φιλανθρωπίας, η εκκλησία διαδίδει τις ιδέες της…αλλά και νέμεται την εξουσία.
- Οι ιεράρχες στη χώρα μας, κάτι που αφήνετε να εννοηθεί, αποτελούν σταθερό παράγοντα εξουσίας, έστω και κεκαλυμμένα. Πού αποσκοπούσαν ανέκαθεν αυτές οι αγαστές σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας;
Ε, μάλλον είναι εμφανές πού αποσκοπούσαν: στη νομή της εξουσίας. Στο μυθιστόρημα –αλλά και στη ζωή, θα μου επιτρέψετε να πω– ο χώρος της φιλανθρωπίας θεωρείται ως ο κατεξοχήν προνομιούχος χώρος για την εκκλησία. Μέσω της φιλανθρωπίας, η εκκλησία διαδίδει τις ιδέες της –την αέναη μάχη του Χριστού με τον Σατανά– αλλά και νέμεται την εξουσία. Μπορείτε να υποθέσετε, φαντάζομαι, τι είδους «μεταχείριση» επιφυλάσσει στους υψηλούς εκπροσώπους της εκκλησίας ένας παραδοσιακός θιασώτης του κοσμικού κράτους σαν κι εμένα. Θέλω να πιστεύω, πάντως, ότι δεν τους αδικώ. Δεν τους παρουσιάζω ως μαριονέτες. Τους δίνω φωνή κι επιχειρήματα.
- Εβδομήντα δύο δαίμονες, τόσους απαριθμούσε η Σολομωνική. Εσάς πόσοι «δαίμονες» σας τριγυρίζουν;
Τώρα περάσατε αθόρυβα στον Φίλιππο Ραγκούση, τον σατανιστή δολοφόνο, έναν ακόμα από τους πρωταγωνιστές στην «Κυρία που λυπάται»… Μια χαρά τα πάω με τους δικούς μου δαίμονες. Τους έχω εξημερώσει. Τους έσπασα τον τσαμπουκά από τότε –έφηβος ακόμη– που τους εξομολογήθηκα ότι δεν πιστεύω ούτε σε δαίμονες ούτε σε αγγέλους. Μονάχα –όπως θα μας έλεγε και ο Κουγιουμτζής, συνταξιούχος μεγαλοδικηγόρος, άλλος ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος– σε καλή ή σε κακή «διαχείριση» της ζωής μας.
- Στις τελευταίες σελίδες κάνετε κάποιες αναφορές, μάλλον κάποια σχόλια για τις εκπομπές της δημόσιας τηλεόρασης και τις μετρήσεις. Στην τετράχρονη επαναλειτουργία της ποια τα οφέλη της και ποιες οι ζημίες;
Στο βιβλίο η δημόσια τηλεόραση αναφέρεται ακροθιγώς και μάλλον σκωπτικά· ο προβολέας πέφτει πάνω στην ιδιωτική τηλεόραση που κατέχει, άλλωστε, και τη μερίδα του λέοντος από την τηλεθέαση. Επιγραμματικά πάντως θα σας έλεγα ότι η δημόσια τηλεόραση έχει κακοφορμίσει. Πρέπει να επανεφεύρει τον διαπαιδαγωγικό πολιτισμικό της χαρακτήρα και να αφήσει κατά μέρος τις κακόγουστες παλινδρομήσεις στη φτηνή κρατική προπαγάνδα.
- Τελικά ποια είναι «Η κυρία που λυπάται»; Πού εντοπίζετε το ψυχικό της άλγος;
Θα μου επιτρέψετε να αφήσω τον αναγνώστη να το εντοπίσει – όπως και να κρίνει εάν και κατά πόσον αυτό το «άλγος» είναι πράγματι στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας της ή μια ακόμα έκφανση της δημόσιας εικόνας της. Θέλω να ελπίζω ότι το φινάλε της ιστορίας παραμένει «ανοιχτό» σε κάθε αναγνωστική προσέγγιση και σε κάθε αναγνωστική ερμηνεία.
- Οι επόμενές σας κινήσεις ενέχουν συγγραφικές εμμονές;
Όπως ξέρετε, τις εμμονές δεν τις επιλέγεις. Σε κατέχουν. Μένει να δούμε με ποια μορφή –fiction ή non fiction– θα εκδηλωθούν την επόμενη φορά. Δεν το γνωρίζω ούτε εγώ ακόμη.
Γρηγόρης Δανιήλ, για το The Look.Gr